Ο όρος ιστοχημεία ή ανοσοϊστοχημεία (αγγλ.: immunohistochemistry, IHC) αναφέρεται στη διαδικασία και τεχνική της επιλεκτικής απεικονίσεως αντιγόνων (π.χ. πρωτεϊνών) στα κύτταρα τμήματος ενός ιστού, η οποία εκμεταλλεύεται την αρχή της ειδικής συνδέσεως των αντισωμάτων σε αντιγόνα σε βιολογικούς ιστούς. Η διαδικασία επινοήθηκε και εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά από τον Άλμπερτ Κουνς το 1941.[1]

Φέτα εγκεφαλικού ιστού ποντικιού χρωσμένη με ιστοχημεία.

Η ιστοχημική χρώση εφαρμόζεται ευρύτατα στη διάγνωση ανώμαλων κυττάρων, όπως αυτών που βρίσκονται σε κακοήθεις όγκους. Ειδικοί μοριακοί σημαντήρες είναι χαρακτηριστικοί συγκεκριμένων κυτταρικών γεγονότων, όπως ο πολλαπλασιασμός ή ο κυτταρικός θάνατος δια αποπτώσεως).[2] Η ανοσοϊστοχημεία χρησιμοποιείται επίσης πολύ στη βασική έρευνα, για την κατανόηση της κατανομής και του εντοπισμού των βιοσημαντήρων και διαφορετικά εκφραζόμενων πρωτεϊνών σε διαφορετικά μέρη ενός ιστού.

Η οπτικοποίηση μιας αλληλεπιδράσεως αντισώματος-αντιγόνου μπορεί να επιτευχθεί με διαφορετικούς τρόπους. Στον πλέον συνηθισμένο, ένα αντίσωμα συζεύγνυται με ένα ένζυμο, όπως η υπεροξειδάση, που μπορεί να καταλύσει μία αντίδραση η οποία παράγει χρωστική. Εναλλακτικά, το αντίσωμα μπορεί επίσης να προσδεθεί σε ένα φθορισμοφόρο, όπως η φθοροσκεΐνη ή η ροδαμίνη, τεχνική η οποία ονομάζεται ανοσοφθορισμός (immunofluorescence).


Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Coons A.H., Creech H.J., Jones R.N.: «Immunological properties of an antibody containing a fluorescent group», Proc. Soc. Exp. Biol. Med., τόμ. 47, σσ. 200-202.
  2. Whiteside, G; Munglani, R (1998). «TUNEL, Hoechst and immunohistochemistry triple-labelling: an improved method for detection of apoptosis in tissue sections—an update». Brain Research Protocols 3: 52–53. http://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S1385299X98000208. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία