Η λέξη ειρμός κατ΄ έννοια σημαίνει πλοκή, σύνδεση, ακολουθία σκέψεων. Συνώνυμη αυτής είναι ο συνειρμός.

Ειδικότερα όμως στη Λειτουργική και την εκκλησιαστική υμνολογία, ειρμός ονομάζεται το πρώτο τροπάριο καθεμιάς των εννέα Ωδών, οι οποίες αποτελούν τον Κανόνα. Σύμφωνα μάλιστα με τον ειρμό φέρονται να ρυθμίζονται και τα επόμενα δύο ή πέντε τροπάρια που σχηματίζουν την Ωδή.

Σημειώνεται πως όταν οι ειρμοί επαναλαμβάνονται στο τέλος της Ωδής και πάντα σε ρυθμό αργότερο τότε αποκαλούνται καταβασίες.

Πηγές Επεξεργασία

  • "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου" τομ. 6ος, σελ. 426.