Η λεγόμενη εισπήδηση ήταν επίσημος ναυτικός όρος του άλλοτε ναυτικού των πολεμικών ιστιοφόρων πλοίων, των κωπήλατων και ιδιαίτερα των πειρατικών σκαφών. Αποτελούσε την τελευταία φάση της λεγόμενης «εμβολής», του κοινώς λεγόμενου «ρεσάλτου».

Η εισπήδηση γίνονταν συνηθέστερα από πλοίο σε πλοίο με ευφυή τεχνάσματα πάνω από τα δρύφακτα (κοινώς παραπέτα ή κουπαστές), ή κιγκλιδώματα, του υπό κατάληψη πλοίου, ή μετά από αναρρίχηση από τις καδένες των αγκυρών του, ή εκ των κάτω σχοινιών του προβόλου ή ακόμη και από τα παρεξάρτια του προσβάλλοντος πλοίου.
Την εισπήδηση επιχειρούσαν κυρίως νεαρά άτομα πολύ γυμνασμένα, εξοπλισμένα με αρπάγες (γάτζους), σπάθες, ή τσεκούρια, υπό συνεχείς αλαλαγμούς σκορπίζοντας έτσι τον τρόμο στα υπό κατάληψη πλοία.

Σήμερα ο όρος εισπήδηση χρησιμοποιείται συνηθέστερα σε υπερβάσεις των "καθ΄ ύλην και κατά τόπον" αρμοδιοτήτων υπηρεσιών από Προϊσταμένους ή υπαλλήλους αυτών.