Εξωπυρηνική κληρονομικότητα

Στη Βιολογία και ειδικότερα σε θέματα του DNA, με τον όρο εξωπυρηνική κληρονομικότητα, (extranuclear inheritance), ή κυτταροπλασματική ή κυτοπλασματική κληρονομικότητα, (cytoplasmic inheritance) χαρακτηρίζεται γενικά ο έλεγχος ορισμένων χαρακτήρων των γενετικών παραγόντων (χρωμοσωμάτων) που βρίσκονται στο κυτταρόπλασμα των ευκαρυωτικών κυττάρων.

Οι διάφοροι κυτοπλασματικοί μηχανισμοί που παρατηρούνται στο κυτταρόπλασμα μπορεί να εμφανισθούν ως αρχικές "μητρικές" επιρροές στη δημιουργία διαφόρων σχηματισμών.
Για παράδειγμα στον έλεγχο κληρονομικότητας των σπειρωμάτων του κελύφους του σαλιγκαριού του είδους Limnea, ο θηλυκός γαμέτης περιέχει περισσότερο κυτόπλασμα από τον αρσενικό.

Επίσης έχει εντοπιστεί DNA σε πολλά κυτταροπλασματικά οργανίδια όπως σε μιτοχόνδρια και σε χλωροπλάστες. Στις περιπτώσεις αυτές το DNA μπορεί κάλλιστα ν΄ αντιγραφεί και να λειτουργήσει έξω και ανεξάρτητα από τον πυρήνα του κυττάρου. Η κληρονομικότητα που παρατηρείται από μια τέτοια λειτουργία χαρακτηρίζεται εξωπυρηνική, ή από το χώρο που συμβαίνει αυτή, κυτταροπλασματική.

Η εξωπυρηνική ή κυτταροπλσματική κληρονομικότητα διακρίνεται σε τρία είδη, κατ΄ αντιστοιχία δημιουργίας, που είναι:

  1. ο "Αγενής" ή "Βλαστικός διαχωρισμός", που συμβαίνει από τυχαίο οργανίδιο κυττάρου ενός γονέα.
  2. η "Μονογονική κληρονομικότητα", που συμβαίνει από γονίδιο μόνο του ενός γονέα, και
  3. η "Διγονική κληρονομικότητα", που συμβαίνει από γονίδια και των δύο γονέων.

.

  • "Λεξικό Βιολογίας" Collins, ελληνική εκδ. Φλώρος Αθήνα