Η Επίθεση στο Μοναστήρι ήταν μια επίθεση των δυνάμεων της Αντάντ κατά των Κεντρικών Δυνάμεων κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία είχε σκοπό να σπάσει το αδιέξοδο στο Μακεδονικό Μέτωπο αναγκάζοντας τη Βουλγαρία σε παράδοση και χαλαρώνοντας την πίεση στις ρουμανικές δυνάμεις. Η επίθεση έλαβε το σχήμα μεγάλης μάχης που διήρκησε 3 μήνες και έληξε με την κατάληψη του Μοναστηρίου. Μέσα σε βάθος 50 χιλιομέτρων, η 1η Βουλγαρική Στρατιά (από το τέλος του Σεπτεμβρίου η 11η Γερμανική Στρατιά) έδωσε 6 μάχες και αναγκάστηκε να υποχωρήσει 5 φορές.[1]

Επίθεση στο Μοναστήρι
Μακεδονικό Μέτωπο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου
Το Μακεδονικό Μέτωπο κατά το 1916
Χρονολογία12 Σεπτεμβρίου-11 Δεκεμβρίου 1916
ΤόποςΜακεδονία
ΈκβασηΚατάληψη του Μοναστηρίου από τους Συμμάχους, μικρές επιτυχίες για τους Συμμάχους και σταθεροποίηση της γραμμής του μετώπου
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
Άγνωστες
Άγνωστες
28.186 άνδρες
Σύνολο: άγνωστο (υπολογίζεται στους 240.000-260.000 άνδρες)
122.596 άνδρες
115.396 άνδρες
περ. 30.000 άνδρες
περ. 10.000 άνδρες
119.176 άνδρες
Σύνολο: περ. 397.168 άνδρες (250.000-313.000 μάχιμοι)
Απολογισμός
53.000 άνδρες
8.000 άνδρες
Σύνολο: 61.000 άνδρες
27.337 άνδρες
13.786 άνδρες
< 1.000 άνδρες
1.116 άνδρες
4.850 άνδρες
80.000 πέθαναν ή μεταφέρθηκαν σε άλλο σημείο λόγω ασθένειας
Σύνολο: περ. 130.000 άνδρες

Υπόβαθρο Επεξεργασία

Τον Αύγουστο του 1916, η Ρουμανία αποφάσισε να εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και συγκέντρωσε τις περισσότερες δυνάμεις της για εισβολή στην Τρανσυλβανία, αφήνοντας την 3η Ρουμανική Στρατιά να προστατεύει τα σύνορα με τη Βουλγαρία. Οι ρωσικές και γαλλικές προτάσεις για ταυτόχρονη επίθεση του Ρουμανικού Στρατού και της Συμμαχικής Στρατιάς της Θεσσαλονίκης κατά της Βουλγαρίας δεν ήσαν πλέον ρεαλιστικές. Οι Σύμμαχοι, ωστόσο, σχεδίαζαν μια επίθεση για να υποστηρίξουν την είσοδο της Ρουμανίας στον πόλεμο και να διαλύσουν όσον το δυνατόν περισσότερες βουλγαρικές δυνάμεις. Η ανώτατη διοίκηση των Βουλγάρων είχε υποψίες για μια συμμαχική επίθεση και η μάχη της Δοϊράνης που διεξήχθη στις 9 Αυγούστου απλώς επιβεβαίωσε τις υποψίες τους. Από την πλευρά τους, οι Βούλγαροι σχεδίαζαν επίθεση στη Μακεδονία από την αρχή του έτους και τώρα σχεδίαζαν ταυτόχρονη επίθεση της 1ης Βουλγαρικής Στρατιάς και της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς στα άκρα των Συμμάχων, κάτι που έγινε αποδεκτό από τους Γερμανούς.

Στις 17 Αυγούστου ξεκίνησαν οι επιθέσεις στην Τσεγάνη και στον Στρυμόνα. Στο δεξί άκρο, η 1η Βουλγαρική Στρατιά κατέλαβε τη Φλώρινα και συνέχισε την προώθηση της για να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο την άκαμπτη συμμαχική αντίσταση. Στις 27 Αυγούστου, η επίθεση σταμάτησε και οι Βούλγαροι έλαβαν αμυντική στάση. Η βουλγαρική επίθεση ανάγκασε τον Σαράιγ να αλλάξει σχέδια και να ακυρώσει την προγραμματισμένη επίθεση. Η ανάγκη για συμμαχική επίθεση στη Βουλγαρία έγινε πιο επείγουσα στις αρχές Σεπτεμβρίου 1916, όταν η 3η Βουλγαρική Στρατιά του Στρατηγού Στέφαν Τόσεβ και του Στρατάρχη Άβγκουστ φον Μάκενσεν πέτυχε σημαντικές νίκες κατά των ρουμανικών και των ρωσικών δυνάμεων στις μάχες του Τουτρακάν και του Ντόμπριτς.

Αντίπαλες δυνάμεις Επεξεργασία

Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1916, οι Σύμμαχοι είχαν στη διάθεση τους μια δύναμη από 6 σερβικές, 5 βρετανικές, 4 γαλλικές και 1 ιταλική μεραρχίες πεζικού και 1η ρωσική ταξιαρχία πεζικού για επιχειρήσεις στο Μακεδονικό Μέτωπο. Υπολογίζεται πως αυτή η δύναμη είχει από 369.000[2] μέχρι 400.000 άνδρες. Η δύναμη αυτή μοιράστηκε σε 201 τάγματα πεζικόυ με 1.025 πυροβόλα[3] και 1.300 πολυβόλα.[4]

Οι Κεντρικές Δυνάμεις αρχικά είχαν στη διάθεση τους τις δυνάμεις της 1ης Βουλγαρικής Στρατιάς, της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς και της 11ης Γερμανικής Στρατιάς με 172 τάγματα πεζικού και περίπου 900 πυροβόλα.[3] Επιπρόσθετα, είχαν στη διάθεση τους τη 10η Βουλγαρική Μεραρχία Πεζικού και τις δυνάμεις που προστάτευαν το Αιγαίο πέλαγος από τον ποταμό Στρυμόνα μέχρι τα σύνορα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία - 25 τάγματα πεζικού, 31 πυροβολαρχίες και 24 πολυβόλα.

Ο Στρατηγός Μωρίς Σαράιγ σχεδίαζε να επιτεθεί στο δεξί άκρο και στο κέντρο της 1ης Βουλγαρικής Στρατιάς, η οποία παρατάχθηκε σε μακρύ μέτωπο, με τις σερβικές, γαλλικές, ρωσικές και ιταλικές δυνάμεις που είχε στη διάθεση του και σχεδίαζε να προχωρήσει σε επιδεικτική επίθεση στον Βαρδάρη και στον Στρυμόνα με βρετανικές δυνάμεις, οι οποίες θα καθήλωναν όσο το δυνατόν περισσότερες βουλγαρικές και γερμανικές δυνάμεις.

Η επίθεση Επεξεργασία

Πρώτη φάση Επεξεργασία

Στις 12 Σεπτεμβρίου, οι Σύμμαχοι ξεκίνησαν την επίθεση με βαρύ διήμερο κανονιοβολισμό και επίθεση της 3ης Σερβικής Στρατιάς και της Γαλλικής Στρατιάς «Οριέντ» κατά της 8ης Μεραρχίας Πεζικού Τούντζα και της ταξιαρχίας του Συνταγματάρχη Τάσεβ. Η κατάσταση σύντομα επιδεινώθηκε για τους Βούλγαρους και στις 14 Σεπτεμβρίου αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τη Φλώρινα, αφήνοντας πίσω ένα μέρος του πυροβολικού και παραδίδοντας το Γκορνίτσοβο στους Σέρβους. Στις 12 Σεπτεμβρίου, οι Σέρβοι προχώρησαν στην πρώτη τους επίθεση στο Καϊμακτσαλάν (ύψος 2.300 χιλιομέτρων). Οι Βρετανοί προχώρησαν σε επιθετικές ενέργειες στο μέτωπο του Στρυμόνα και προσπάθησαν να προωθηθούν στη δεξιά του όχθη.

Το δυτικό άκρο της 1ης Βουλγαρικής Στρατιάς προσπάθησε να καθηλώσει τους Συμμάχους στη γραμμή Φλώρινα-Καϊμακτσαλάν. Οι Σύμμαχοι, ωστόσο, συνέχισαν τις επιθέσεις τους και στις 23 Σεπτεμβρίου, μετά από βαριά σύγκρουση, οι Γάλλοι εισήλθαν στη Φλώρινα. Οι Βούλγαροι κρατούσαν ακόμα το Καϊμακτσαλάν, όπου η 1η ταξιαρχία πεζικού της 3ης Βαλκανικής Μεραρχίας δέχτηκε επίθεση από μια μεγαλύτερη δύναμη του σερβικού στρατού, η οποία είχε τη στήριξη του γαλλικού πυροβολικού. Η μάχη ήταν δύσκολη και για τους επιτιθέμενους και για τους υπερασπιστές καθώς η γυμνή και βραχώδης κορυφογραμμή δεν παρείχει καμία κάλυψη ούτε από τα βουλγαρικά πολυβόλα ούτε από τα γαλλικά πυροβόλα.

Οι οπισθοδρομήσεις των Βουλγάρων είχαν ληφθεί σοβαρά υπόψη από τις ανώτατες διοικήσεις της Βουλγαρίας και της Γερμανίας, οι οποίες προχώρησαν σε σημαντικές αλλαγές. Στις 27 Σεπτεμβρίου, ο στρατηγός Κλίμεντ Μπογιατζίεφ αντικαταστάθηκε από τον Στρατηγό Ντίμιταρ Γκέσοβ στη θέση του διοικητή της 1ης Βουλγαρικής Στρατιάς. Η στρατιά αντάλλαξε επιτελείο με την 11η Γερμανική Στρατιά του Στρατηγού Άρνονλντ φον Βίνκλερ. Αυτό συνέβη μέτα την άφιξη στο μέτωπο του Στρατηγού Όττο φον Μπέλοβ και την εγκαθίδρυση της Ομάδας Στρατιών «Μπέλοβ» στις 16 Οκτωβρίου, η οποία είχε συμπεριλάβει την 1η Βουλγαρική Στρατιά και την 11η Γερμανική Στρατιά.

Στις 30 Σεπτεμβρίου, μετά από 18 μέρες σκληρών μαχών, η Σερβική Μεραρχία Ντρίνα κατέλαβε τελικά το Καϊμακτσαλάν λόγω της κούρασης της 1ης ταξιαρχίας πεζικού της 3ης Βαλκανικής Μεραρχίας και κατάφερε ένα ρήγμα στην αμυντική γραμμή των Βουλγάρων. Η απώλεια της θέσης και επτά πυροβόλων κρίθηκε μη αναστρέψιμη από τη βουλγαρική και τη γερμανική διοίκηση, εξαιτίας της έλλειψης αποθεμάτων πυροβολικού. Ο Στρατηγός Βίνκλερ διέταξε την 8η Μεραρχία Τούντζα, την 1η ταξιαρχία και την 3η ταξιαρχία της 6ης Μεραρχίας Μπντίν και τη 2η ταξιαρχία της 9ης Μεραρχίας Πλέβεν να οπισθοχωρίσουν σε μια νέα αμυντική θέση. Η 1η ταξιαρχία της 3ης Βαλκανικής Μεραρχίας ανασχηματίστηκε και είχε 9 τάγματα, τα οποία χωρίστηκαν σε 5 τάγματα και 4 μονάδες με 7 πυροβόλα βουνού και 1 μονάδα σκαπανέων. Η νέα αμυντική γραμμή του Κέναλι καταλήφθηκε από τη λίμνη Πρέσπα μέχρι το Κέναλι από 3 ανεξάρτητες ταξιαρχίες πεζικού (9/2 ταξιαρχία, 2/6 ταξιαρχία και 1/6 ταξιαρχία), από το Κέναλι μέχρι τα ανατολικά υψώματα του ποταμού Τσρνα από την 8η μεραρχία και από εκεί μέχρι το Μάλα Ρούπα από την 1/3 ταξαρχία πεζικού. Πιο ανατολικά παρατάχθηκαν οι δυνάμεις της 11ης Γερμανικής Στρατιάς - τα απομεινάρια της 3ης Βαλκανικής Μεραρχίας, οι θέσεις της οποίας δεν είχαν υποστεί αλλαγές από τις 25 Ιουλίου 1916.

Δευτερεύουσες επιχειρήσεις Επεξεργασία

Περίπου εκείνη την εποχή, όταν έγινε κατανοητό πως οι Σύμμαχοι είχαν αποσύρει στρατεύματα από το ανατολικό άκρο και τα συγκέντρωσαν κατά του Μοναστηρίου, ο Διοικητής της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς, Στρατηγός Γκεόργκι Τόντοροβ, διέταξε την 7η Μεραρχία Ρίλα να λάβει θέσεις για επίθεση κοντά στον ποταμό Στρυμόνα, με σκοπό να βοηθήσει τους Βούλγαρους και τους Γερμανούς στα δυτικά του Βαρδάρη. Η ανώτατη διοίκηση των Βουλγάρων, ωστόσο, δεν επέτρεψε την επίθεση. Αυτός ο δισταγμός των Βουλγάρων επέτρεψε στους Βρετανούς να σταθεροποιήσουν τις θέσεις τους στα αριστερά του Στρυμόνα, κοντά στο χωριό Καρακάκιοϊ, στις 30 Σεπτεμβρίου. Στις 3 Οκτωβρίου, η 10η Ιρλανδική Μεραρχία επιτέθηκε στις βουλγαρικές θέσεις στο χωριό Γενικόι, όπου παρατάχθηκε το 13ο Σύνταγμα Ρίλα της 7ης Μεραρχίας. Η μάχη συνεχίστηκε για ολόκληρη την ημέρα και οι Βούλγαροι, οι οποίοι ενισχύθηκαν από το 14ο Μακεδονικό Σύνταγμα και το 17ο Σύνταγμα Πυροβολικού, ανακατέλαβαν δύο φορές την πόλη. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, μετά από την τρίτη και τελευταία επίθεση, το χωριό καταλήφθηκε από την ιρλανδική μεραρχία. Οι απώλειες των δύο πλευρών ήσαν βαριές χάρη στην επιτυχή δράση του πυροβολικού και των πολυβόλων. Μετά τη μάχη, το 13ο Σύνταγμα ανασχηματίστηκε σε μια δύναμη 3 ταγμάτων (αντί για τη συνηθισμένη δύναμη 4 ταγμάτων). Μετά τις 4 Οκτωβρίου, οι Βούλγαροι ετοίμασαν θέσεις στα κοντινά υψώματα στα ανατολικά, ενώ το δεξί άκρο της 7ης Μεραρχίας Ρίλα παρέμεινε στον λόφο για να υπερασπιστεί στο πέρασμα Ρούπελ. Από τότε και μέχρι το τέλος της επίθεσης στο Μοναστήρι δεν είχαν διεξαχθεί επιθέσεις στον ποταμό Στρυμόνα.

Πριν την αποφασιστική μάχη Επεξεργασία

 
Το βουλγαρικό πεζικό επιτίθεται στην περιοχή του Μοναστηρίου.

Ένα μεγάλο πρόβλημα για τους Βούλγαρους ήταν πως ο στρατός τους είχε παραταχθεί σε ένα μακρύ μέτωπο από τη Δοβρουτσά μέχρι τη Μακεδονία και την Αλβανία. Τότε, οι Βούλγαροι ζήτησαν τη βοήθεια των Γερμανών. Οι Γερμανοί, από την πλευρά τους, είχαν λίγες δυνάμεις να παραχωρήσουν στους Βούλγαρους εξαιτίας της επίθεσης του Μπρουσίλοφ και της μάχης του Σομμ. Οι Βούλγαροι στράφηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και έπεισαν τον Ισμαήλ Εμβέρ να στείλει 11.979 άνδρες της 50ης Μεραρχίας στη Μακεδονία. Τον Οκτώβριο, αυτές οι δυνάμεις παρατάχθηκαν στον Στρυμόνα και ένα μήνα αργότερα ενισχύθηκαν από 12.609 άνδρες της 46ης Οθωμανικής Μεραρχίας. Αυτές οι δύο μεραρχίες σχημάτισαν το 20ο Σώμα, το οποίο έμεινε στην περιοχή μέχρι τον Μάη του 1917.[5] Η τουρκική ενίσχυση βοήθησε τους Βούλγαρους να στείλουν ενισχύσεις στην 11η Γερμανική Στρατιά. Επιπρόσθετα, το 177ο Σύνταμα της Ρούμελης (3.598 άνδρες) ενίσχυσε τις δυνάμεις του Στρατηγού Βίνκλερ.

Στις 30 Σεπτεμβρίου, ο Στρατηγός Ζοζέφ Ζοφρ πληροφόρησε τον Στρατηγό Μωρίς Σαράιγ για την επίθεση των ρουμανικών και των ρωσικών δυνάμεων (υπό τις διαταγές του Στρατηγού Αλεξάντρου Αβερέσκου) κατά των δυνάμεων της 3ης Βουλγαρικής Στρατιάς στη Δοβρουτσά και την αναμενόμενη διέλευση του Δούναβη μεταξύ του Ρούσε και του Τουτρακάν. Ο διοικητής των Συμμαχικών Στρατιών στα Ανατολικά τώρα σχεδίαζε να απωθήσει την 11η Γερμανική Στρατιά από τη γραμμή του Κέναλι και να αναγκάσει τη Βουλγαρία σε έξοδο από τον πόλεμο. Στις 4 Οκτωβρίου, οι Γάλλοι και οι Ρώσοι επιτέθηκαν στην κατεύθυνση Μοναστήρι-Κέναλι, οι σερβικές δυνάμεις (1η Σερβική Στρατιά και 3η Σερβική Στρατιά) στην κατεύθυνση Κέναλι-Τσέρνα, ενώ η 2η Σερβική Στρατιά επιτέθηκε κατά της 3ης Βαλκανικής Μεραρχίας στην κατεύθυνση του Ντόμπρο Πόλε. Οι Σύμμαχοι είχαν στη διάθεση τους 103 τάγματα και 80 μπαταρίες πυροβολικού, ενώ οι Κεντρικές Δυνάμεις είχαν 65 τάγματα και 57 μπαταρίες πυροβολικού.

Η κατάληψη του Μοναστηρίου και το τέλος της επίθεσης Επεξεργασία

 
Η ρωσική ταξιαρχία του Στρατηγού Ντίτεριχς στη Μακεδονία.

Η μάχη του ποταμού Τσέρνα ξεκίνησε με την προσπάθεια των Σέρβων να καταλάβουν τη βόρεια όχθη του ποταμού. Αρχικά, η προώθηση τους ήταν αργή, ενώ οι γαλλικές και οι ρωσικές επιθέσεις στα δυτικά αναχαιτίστηκαν. Κατά τη διάρκεια των επόμενων εβδομάδων διεξήχθησαν αρκετές επιθέσεις και αντεπιθέσεις, στις οποίες οι συμμαχικές δυνάμεις κατέλαβαν αρκετές περιοχές χάρη στην ανωτερότητα του πυροβολικού τους. Η βουλγαρική και η γερμανική διοίκηση προσπάθησε να σταθεροποιήσει την κατάσταση χάρη στην ενίσχυση της 11ης Γερμανικής Στρατιάς από δυνάμεις της 1ης Βουλγαρικής Στρατιάς και της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς. Κατά τη διάρκεια της μάχης του Τσέρνα, 14 βουλγαρικά και 4 γερμανικά συντάγματα πεζικού πολεμούσαν ενεργά στην περιοχή. Οι Γάλλοι και οι Ρώσοι προωθήθηκαν γύρω από το Κέναλι, αλλά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μετά από την αντεπίθεση των Βουλγάρων και των Γερμανών. Η ιταλική μεραρχία μεταφέρθηκε επίσης στο μέτωπο και υποστήριξε τις επιθέσεις γύρω από το Μοναστήρι.

Μέχρι τότε, ωστόσο, ο στρατηγός Μπελόβ αποφάσισε να υποχωρήσει από το Μοναστήρι και στις 18 Νοεμβρίου, ενώ συνεχίζονταν οι συγκρούσεις, ο Στρατηγός του Πεζικού (γερμανικά: General der Infanterie‎‎, βαθμός αντίστοιχος του αντιστράτηγου) Άρνολντ φον Βίνκλερ διέταξε την υποχώρηση της 11ης Γερμανικής Στρατιάς από το Μοναστήρι σε νέες θέσεις προς τα βόρεια. Ο στρατηγός Νικόλα Ζέκοφ διαμαρτυρήθηκε γι' αυτή την απόφαση των Γερμανών αλλά δεν μπόρεσε να αποτρέψει την εκτέλεση της. Οι Βούλγαροι σταθεροποιήθηκαν σε νέα θέση στη γραμμή Βαρνούντας-Μάκοβο-Γκραντεσνίκα. Η νέα θέση δέχτηκε επίθεση από τις συμμαχικές δυνάμεις, η οποία έληξε με αποτυχία λόγω της κούρασης των συμμαχικών δυνάμεων. Οι γαλλικές και οι σερβικές προσπάθειες για διάλυση της γραμμής έληξαν με αποτυχία και στις 11 Δεκεμβρίου, ο Στρατηγός Ζοζέφ Ζοφρ ανακάλεσε την επίθεση.

Επακόλουθα Επεξεργασία

Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, οι συμμαχικές δυνάμεις έχασαν 50.000 άνδρες (στις μάχες), οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Σέρβοι. Επιπλέον, οι Σύμμαχοι έχασαν 80.000 άνδρες που είτε είχαν πεθάνει είτε είχαν μεταφερθεί σε άλλη περιοχή λόγω ασθένειας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια 130.000 ανδρών που ήταν το 1/3 όλων των συμμαχικών δυνάμεων στην περιοχή.[6] Το μέτωπο μεταφέρθηκε μονάχα κατά 50 χιλιόμετρα και τελικά η επίθεση δεν απότρεψε την ήττα της Ρουμανίας ούτε ανάγκασε τη Βουλγαρία σε έξοδο από τον πόλεμο.

Οι βουλγαρικές και οι γερμανικές δυνάμεις έχασαν συνολικά 61.000 άνδρες και παρά το γεγονός ότι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από το Μοναστήρι, οι νέες θέσεις που βρίσκονταν λίγα χιλιόμετρα προς τα βόρεια παρείχαν εξαιρετικές συνθήκες για άμυνα και έδωσε το πλεονέκτημα στο πυροβολικό των Βουλγάρων. Η γραμμή έμεινε άθικτη μέχρι το τέλος του πολέμου στη Μακεδονία, όταν οι βουλγαρικές και οι γερμανικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν λόγω της ήττας στη μάχη του Ντόμπρο Πόλε.

Το αποτέλεσμα της επίθεσης ήταν ικανοποιητικό για τους Σέρβους, καθώς είχαν επιστρέψει στα σύνορα της χώρας τους. Οι Βούλγαροι και οι Γερμανοί ήσαν επίσης ικανοποιημένοι λόγω της αντίστασης τους στην επίθεση ανώτερων δυνάμεων της Αντάντ. Ο στρατηγός Ζέκοφ δήλωσε πως η μάχη του ποταμού Τσέρνα ήσαν «θρυλική» χάρη στην αντοχή της βουλγαρικής άμυνας.[7]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Дошкинов. Боятъ на Малка Нидже 12–14.09.1916.Артилерийски прегледъ, година 5, кн. 7 и 8, януарий 1932 Αρχειοθετήθηκε 2020-05-07 στο Wayback Machine. σελ. 722.
  2. Корсун (1939). Балканский фронт.Подготовка к наступлению восточных армий в связи с ожидавшимся выступлением Румынии. Воениздат НКО СССР.
  3. 3,0 3,1 Tucker, Spencer (2005). World War I: encyclopedia. M - R, Volume 3. σελ.810
  4. Luigi Villari.The Macedonian campaign.σελ.42
  5. Hall, Richard (2010). Balkan Breakthrough: The Battle of Dobro Pole 1918. Indiana University Press. σελ. 74. ISBN 0-253-35452-8. 
  6. Корсун (1939). Балканский фронт.Продолжение наступления восточных армий. Овладение Монастырем. Воениздат НКО СССР.
  7. Hall, Richard (2010). Balkan Breakthrough: The Battle of Dobro Pole 1918. Indiana University Press. σελ. 78. ISBN 0-253-35452-8. 

Πηγές Επεξεργασία

 
 
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Monastir Offensive της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).