Η εραλδική ή ασπιλογία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους βοηθητικούς κλάδους μελετών της ιστορίας, με αντικείμενο μελέτης τη μελέτη και την εξέλιξη των οικογενειακών σημάτων (δηλαδή θυρεών και οικοσήμων, εθνικών εμβλημάτων, διασίμων των ιπποτικών και εκκλησιαστικών ταγμάτων), από τα πανάρχαια χρόνια έως και τις μέρες μας[1]. Η εραλδική περιλαμβάνει την οικοσημολογία, τη γενεαλογία, τη βιβλιοσημολογία, καθώς και άλλες ιστορικές μελέτες των μεσαιωνικών χρόνων, ιπποτικών χρόνων και μετέπειτα που λαμβάνουν εξ αντικειμένου αντίστοιχες ονομασίες.

Παρουσίαση «οικοσήμων» (ή ασπίδων) κατά τη διάρκεια αναπαράστασης μεσαιωνικού τουρνουά.

Αν και η χρήση διάφορων θυρεών και οικοσήμων για την ανάδειξη ατόμων και ομάδων, χρονολογείται από την αρχαιότητα, τόσο η μορφή όσο και η χρήση τέτοιων σημάτων ποικίλλουν ευρέως και η έννοια των της εραλδικής δεν αναπτύχθηκε μέχρι τον Μεσαίωνα.[2] Η χρήση της περικεφαλαίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δυσχέρανε την αναγνώριση των στρατιωτών από τους στρατηγούς, γεγονός που καθιστούσε αναγκαία την ανάπτυξη της εραλδικής ως «συμβολικής γλώσσας.[2][3]

Η ομορφιά και η γοητεία των εραλδικών σχεδίων τους επέτρεψαν να επιβιώσουν στη σταδιακή εγκατάλειψη της πανοπλίας στο πεδίο της μάχης κατά τον 17ο αιώνα. Στη σύγχρονη εποχή, η εραλδική χρησιμοποιείται από άτομα, δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς, εταιρείες καθώς και πόλεις και περιοχές για να συμβολιστούν η κληρονομιά, τα επιτεύγματά και οι προσδοκίες τους.[4]


Ο όρος εραλδική είναι η ελληνική απόδοση του γαλλικού όρου héraldique, που προέρχεται από το ουσιαστικό herauld (αρχαία ελληνικά: κήρυξ), που με τη σειρά του προέρχεται από την αρχαιότερη γερμανική λέξη herwald, η οποία αποδόθηκε στα μεσαιωνικά λατινικά ως haraldus. Ο όρος herwald φέρεται να διαδόθηκε και να επικράτησε κατά τον Μεσαίωνα, όταν οι σιδηρόφρακτοι τότε ιππότες εισέρχονταν στο στίβο αγώνων όπου οι κήρυκες διαλαλούσαν τα εμβλήματά τους, και εξ αυτών τα ονόματα και την καταγωγή τους. Συνέπεια αυτών ήταν τελικά τα ίδια τα φερόμενα σύμβολα, εμβλήματα, θυρεοί, σημαίες και χρώματα να αποτελούν και τα σημάδια αναγνώρισης των ίδιων των ιπποτών σε οποιονδήποτε χώρο και αν βρίσκονταν.

Η εραλδική διαδόθηκε ευρέως στη Δυτική Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα, ιδίως μεταξύ των τάξεων των Ιπποτών, ευγενών, αριστοκρατών και βασιλέων. Όμως, έλκει την καταγωγή της από την Ελλάδα, στην οποία προϋπήρχε και αναπτύχθηκε αρκετούς αιώνες νωρίτερα, ενώ η αρχή της χάνεται στα βάθη των χιλιετιών της ελληνικής ιστορίας. Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν από τους πρώτους λαούς που χρησιμοποίησαν σύμβολα προκειμένου να αναγνωρίζουν έναν πολεμιστή, μία φυλή ή ένα κράτος. Στην τραγωδία του Αισχύλου «Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας» υπάρχει η πρώτη εγγραφή οικοσήμου.[5]

Ιστορική αξία

Επεξεργασία

Γενικά οι ιστορικές μελέτες επί των παραπάνω, οι καλούμενες «εραλδικές μελέτες», είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στους ιστορικούς ερευνητές των γενεαλογιών, στην ιστορική διπλωματία, όπως βεβαίως και στη στρατιωτική ιστορία. Ειδικά για την ιστορική αξία της εραλδικής ο Γάλλος ιστορικός συγγραφέας Ζεράρ ντε Νερβάλ (Gerard de Nerval) έφθασε στο σημείο να αναγνωρίσει ότι «η γνώση των οικοσήμων είναι η κλείδα της ιστορίας της Γαλλίας». Σήμερα πολλά εθνόσημα και σημαίες χωρών προέρχονται από παλαιότερα εμβλήματα, θυρεούς και σημαίες, που αποτελούν αντικείμενο μελέτης της εραλδικής.

Συγγενείς κλάδοι

Επεξεργασία

Η εραλδική, μαζί με τη νομισματική, τη σιγιλλογραφία, την επιγραφική και την παλαιογραφία, αποτελούν βοηθητικούς κλάδους της γενικότερης επιστήμης της ιστορίας.

Σημειώσεις

Επεξεργασία
  • Οι παραπάνω υπαγωγές των βοηθητικών αυτών κλάδων της ιστορίας δεν είναι ευρύτατα αποδεκτές από χώρα σε χώρα. Έτσι πολλοί τους θεωρούν αυτόνομους και ανεξάρτητους μεταξύ τους κλάδους, με συνέπεια κάποιοι εξ αυτών, στο ερευνητικό πεδίο, να θεωρούνται σχεδόν συνώνυμοι, όπως π.χ. οικοσημολογία και εραλδική, όπου η μεν πρώτη είναι τέχνη παραγωγής σημάτων και εμβλημάτων, ενώ η δεύτερη γενικότερα η ιστορική μελέτη επ' αυτών.
  • Οι ασχολούμενοι ιδιαίτερα με την εραλδική ονομάζονται «εραλδιστές».

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Εραλδικά σύμβολα και διάσημα του Βασιλείου της Ελλάδος, σελ. 25, Ανδρέας Μέγκος, ISBN 978-618-82085-1-3.
  2. 2,0 2,1 Fox-Davies, A Complete Guide to Heraldry, pp. 1–18.
  3. John Brooke-Little, An Heraldic Alphabet, Macdonald, London (1973), p. 2.
  4. Fox-Davies, A Complete Guide to Heraldry, pp. 19–26.
  5. Εραλδικά σύμβολα και διάσημα του Βασιλείου της Ελλάδος, σελ. 26, Ανδρέας Μέγκος, ISBN 978-618-82085-1-3.
  • "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" τομ. ΙΑ΄, σ. 436.
  • Τυπάλδος-Λασκαράτος, Ιωάννης, και Π. Δ. Καγκελάρης. «Οι Κεφαλονίτες σπουδαστές του Πανεπιστημίου της Πάδοβας και τα οικόσημά τους από τον ανέκδοτο Κώδικα 482 του Archivio Antico», Κεφαλληνικά Χρονικά 2 (1977).
  • Τυπάλδος-Λασκαράτος, Ιωάννης, Νικόλαος Οικονόμου, και Μάριος Μπλέτας, Π. Δ. Καγκελάρης. «Τα οικόσημα του ανέκδοτου Κώδικα 482 του Archivio Antico della Università di Padova», Δελτίο Εραλδικής και Γενεαλογικής Εταιρείας Ελλάδος 6 (1986).

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία