Ευρωπαϊκός κοινός κατάλογος ποικιλιών

Ο ευρωπαϊκός κοινός κατάλογος ποικιλιών απαριθμεί τις ποικιλίες των ειδών των φυτών και κηπευτικών που οι σπόροι τους μπορούν να διατεθούν στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης[1]. Ο κατάλογος βασίζεται στην εγγραφή των ποικιλιών στις χώρες της Ε.Ε., όπου υπόκεινται σε τεχνικό έλεγχο και κατόπιν κοινοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η εγγραφή μιας ποικιλίας αποτελεί προϋπόθεση για την πιστοποίηση των σπόρων. To Ευρωπαϊκό αρμόδιο όργανο για τη σύνταξη του καταλόγου είναι η υπηρεσία ποικιλιών φυτού (Community Plant Variety Office). Ο κατάλογος ορίζεται βάσει δύο οριζόντιων οδηγιών περί του κοινού καταλόγου ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτικών ειδών[2] και περί εμπορίας σπόρων προς σπορά κηπευτικών[3] και έντεκα καθέτων οδηγιών (για συγκεκριμένες ποικιλίες).

Κριτήρια Επεξεργασία

Για να περιληφθεί μια ποικιλία στον κατάλογο, πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προδιαγραφές (ΔΟΣ):

  • Διακριτότητα
  • Ομοιομορφία
  • Σταθερότητα

Επίσης ο σπόρος πρέπει να έχει αξία για καλλιέργεια και χρήση. Για τον καθορισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η απόδοση της παραγωγής, η ανθεκτικότητα στους επιβλαβείς οργανισμούς, η συμπεριφορά στο περιβάλλον και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, εμπόδια και αντιδράσεις Επεξεργασία

Με τους καταλόγους διευκολύνεται η βιομηχανοποίηση της γεωργίας, επιτυγχάνεται ομοιογένεια και εναρμόνιση σε προδιαγραφές ποιότητας[4]. Επίσης διδαδίδονται και επιλέγονται ποικιλίες υψηλής απόδοσης. Οι προδιαγραφές ΔΟΣΑ ρυθμίζονται από τη νομοθεσία και θεσμοθετημένους φορείς. Μέσα από τις ποιοτικές διαδικασίες που προβλέπονται και τη νομοθεσία διασφαλίζεται ο καταναλωτής.Όμως δεν λείπει και η αρνητική κριτική: Υποβιβάθμίζεται η βιοποικιλότητα και περιορίζονται τα δικαιώματα των αγροτών[5] ενώ μειώνεται η εξελικτική προσαρμοστικότητα γεγονός που διογκώνετται με την κλιματική αλλαγή. Το καθεστώς διακίνησης σπόρων γίνεται ασφυκτικό. Για να μπορέσει ένας παραγωγός να αγοράσει σπόρους και να καλλιεργήσει αγροτικά φυτά, θα πρέπει οι συγκεκριμένοι σπόροι να είναι εγγεγραμμένοι στον Ευρωπαϊκό Κατάλογο. Τα κριτήρια όμως αποκλείουν χιλιάδες ποικιλίες παραδοσιακών σπόρων. Η μεγάλη γενετική βάση των παραδοσιακών ποικιλιών, δηλαδή η ίδια η φυσική εξέλιξη, γίνεται η αιτία αποκλεισμού των σπόρων από τους καταλόγους και τελικά την παραγωγή. .Εισάγεται ένα απαγορευτικό κόστος σε χρήμα και χρόνο ενώ ταυτόχρονα η γραφειοκρατία από μόνη της αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα[6]. Τελικά ευνοούνται οι βιομηχανικοί σπόροι που παράγονται από πολυεθνικές εταιρείες αφού έχουν και τα χαρακτηριστικά ΔΟΣ που τους τοποθετούν σε πλεονεκτική θέση. Για να επιδοτηθεί κάποιος αγρότης πρέπει να καλλιεργεί εγγεγραμμένο σπόρο, καθώς όλα τα προγράμματα επιδότησης είναι συνδεδεμένα με τον κατάλογο.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Plant variety catalogues, databases & information systems». european commission. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2017. 
  2. «Οδηγία 2002/53/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί του κοινού καταλόγου ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτικών ειδών». EU law and publications. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2017. 
  3. «Οδηγία 2002/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί εμπορίας σπόρων προς σπορά κηπευτικών». Δίκαιο και εκδόσεις της ΕΕ. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2017. 
  4. Prip, Christian; Fauchald, Ole Kristian (Νοεμβρίου 2016). «Securing Crop Genetic Diversity: Reconciling EU Seed Legislation and Biodiversity Treaties». Review of European, Comparative & International Environmental Law 25 (3): 363–377. doi:10.1111/reel.12178. 
  5. Kastler, Guy. «Seed laws in Europe: locking farmers out». Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2017. 
  6. «Πρόταση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή». «ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» A Nonprofit Nongovernmental Organization. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2017.