Το εφαλτήριο είναι όργανο γυμναστικής, κινητό ή ακίνητο, ένα από τα σπουδαιότερα της άλλοτε σουηδικής γυμναστικής, η της σύγχρονης ενόργανης γυμναστικής.

Εφάλτης πάνω σε ιππικό εφαλτήριο

Το όργανο αυτό αποτελείται κυρίως από τμήμα ξύλινου κυλίνδρου που περιβάλλεται από λεπτό στρώμα μαλακού υλικού καλυπτόμενο εξωτερικά από δέρμα ή κηρωτό ύφασμα και το οποίο στο σύνολό του στηρίζεται σε τέσσερα πόδια. Υπάρχουν δύο είδη εφαλτηρίων:

  1. Το απλό, στο οποίο ασκούνται συνηθέστερα οι μαθητές σχολείων καθώς και
  2. Το λεγόμενο "ιππικό εφαλτήριο" το οποίο είναι μεγαλύτερο του προηγουμένου και στο οποίο ασκούνται αθλητές "μετά ή άνευ φοράς" και χωρίς βατήρα. Το όργανο αυτό έχει συμπεριληφθεί εξ αρχής στους σύγχρονους Ολυμπιακούς αγώνες.

Στην άθληση με εφαλτήριο ασκούνται οι αθλητές ή αθλήτριες, χωριστά, συνηθέστερα κατά ομάδες. Τα εφαλτήρια ανδρών ή γυναικών έχουν ελάχιστη διαφορά ως προς το μήκος τους. Τα δε αθλήματα με το όργανο αυτό, χαρακτηριζόμενα ως ακροβατικής καλλιτεχνικής γυμναστικής, διακρίνονται σε πέντε βασικά είδη, ανάλογα της επιχειρούμενης στη συνέχεια εκτίναξης και της στροφής του αθλητή στον αέρα, καθώς και της ορθής - σωστής προσγείωσής του. Η επιχειρούμενη αναπήδηση (πήδημα) πάνω στο εφαλτήριο ονομάζεται έφαλση. Οι δε αθλούμενοι με το όργανο αυτό ονομάζονται εφάλτες - εφάλτριες.

Παρατηρήσεις

Επεξεργασία
  • Γενικά η άθληση με εφαλτήριο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και πολύ μεγάλης εξάσκησης λόγω των επικινδύνων τραυματισμών που εγκυμονούνται όπως και έχουν παρατηρηθεί τέτοιοι σε διεθνείς αθλητικές συναντήσεις.
  • Από το έτος 2000 χρησιμοποιείται νέος τύπος εφαλτηρίου που διαφέρει σε σχήμα παρέχοντας μεγαλύτερη επιφάνεια στήριξης των αθλουμένων.

Ετυμολογία

Επεξεργασία

Ο όρος προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα εφάλλομαι που σημαίνει υπερπηδώ, πηδώ πάνω από. Η λέξη μαρτυρείται από το 1855, από τον Γεώργιο Παγώνα.

  • "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου" τομ.8ος, σελ.576.
  • "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.25ος, σελ.250.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία