Η Γυφτοπούλα

μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Η Γυφτοπούλα είναι το τρίτο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, και αυτό με το οποίο έγινε γνωστός και αποδεκτός τόσο στο κοινό όσο και στον πνευματικό κόσμο.[1] Πρωτοδημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολις από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο του 1884 ενώ σε βιβλίο εκδόθηκε το 1912 από τις Εκδόσεις Φέξη. [2] «Η Γυφτοπούλα» είναι το πρώτο έργο το οποίο ο συγγραφέας το υπογράφει με το πραγματικό του όνομα και είναι το έργο που τον καθιέρωσε στον πνευματικό κόσμο της εποχής εκείνης. Η επί έξι μήνες δημοσίευση του μυθιστορήματος στην εφημερίδα, τον έκανε γνωστό και στο ευρύ κοινό αφού το έργο διαβάστηκε και αγαπήθηκε ιδαίτερα. Ενδεικτικό της επιτυχίας του μυθιστορήματος είναι ότι σχεδόν αμέσως μετά την ολοκλήρωση της δημοσίευσης, μεταφράστηκε στα ιταλικά. Η ιταλική μετάφραση χρησιμοποιήθηκε για τη διασκευή του σε θεατρικό έργo (δράμα), το οποίο κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1885. [3]

Η Γυφτοπούλα
Ο Παπαδιαμάντης φωτογραφημένος από τον Παύλο Νιρβάνα στη Δεξαμενή της Αθήνας το 1906.
ΣυγγραφέαςΑλέξανδρος Παπαδιαμάντης
ΤίτλοςἩ Γυφτοπούλα
Ημερομηνία δημοσίευσης1884
Μορφήιστορικό μυθιστόρημα
Πρώτη έκδοσηΕκδοτικός οίκος Γ. Φέξη
ΠροηγούμενοΟι Έμποροι των Εθνών
ΕπόμενοΧρήστος Μηλιόνης
Δημοσιεύθηκε στοΑκρόπολις
Αριθμός Σελίδων313

Το ιστορικό πλαίσιο του μυθιστορήματος είναι οι τελευταίες μέρες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, λίγο πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453.Το θέµα είναι η αναζήτηση της ταυτότητας μιας νεαρής κοπέλας, της οποίας η μοίρα είναι συνυφασμένη με την πτώση της Πόλης. Η δράση εκτυλίσσεται κυρίως στον Μυστρά.[4]

Όπως και τα δύο προηγούμενα μυθιστορήματά του, Η Μετανάστις και Οι Έμποροι των Εθνών, ο συγγραφέας επέλεξε ως χρονολογικό πλαίσιο το παρελθόν, με τα ιστορικά γεγονότα να χρησιμεύουν ως βάση για την ανάπτυξη της ιστορίας. Ένα από τα ιστορικά πρόσωπα που εμφανίζονται είναι ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων.[5]

Η γλώσσα στα αφηγηματικά μέρη του μυθιστορήματος είναι η ιδιότυπη καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη ενώ στους διαλόγους χρησιμοποιείται η δημώδης μεσαιωνική γλώσσα της εποχής.

Υπόθεση Επεξεργασία

Το μυθιστόρημα αρχίζει στη Ρόδο. Ένας μυστηριώδης άνδρας (αργότερα αποκαλύπτεται ότι είναι ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πλήθων[6]) ρίχνει ένα 6χρονο κοριτσάκι σε ένα βάραθρο. Τη σκηνή παρακολουθεί τυχαία ο βοσκός Βράγγης, ο οποίος σώζει το κορίτσι αλλά στη συνέχεια του το αρπάζουν οι ιππότες που καταδίωκαν τον άνδρα. Το παιδί καταλήγει σε μοναστήρι όπου το προσέχει η µοναχή Σιξτίνα. Ο άνδρας (Πλήθων) καταφέρνει να το πάρει από εκεί, ταξιδεύει στην Πελοπόννησο και εμπιστεύεται το παιδί σε µια οικογένεια Αθίγγανων κοντά στον Μυστρά, οι οποίοι τη µεγαλώνουν σαν δικό τους παιδί με το όνομα Αϊμά. Η κοπέλα µεγαλώνει σαν γυφτοπούλα, η οικογένεια έχει και δύο αγόρια, τον Μάχτο και τον Βούγκο, που τους θεωρεί αδελφούς της. Ο θετός πατέρας της, ο σιδεράς Πρωτόγυφτος, είναι βαρύθυμος και βίαιος και η µητέρα της µια ταλαιπωρημένη γυναίκα. Η Ἀϊµά μεγαλώνει σ’ αυτό το περιβάλλον και αντιµετωπίζει την περιφρόνηση, τις αδικίες και τις προσβολές των άλλων ανθρώπων προς τη φυλή της με στωικότητα. Βοηθά στις δουλειές του σπιτιού και μόνη ευχαρίστησή της είναι ένας μικρός κήπος που προσπαθεί να καλλιεργήσει, ο μόνος που της παραστέκεται σ'αυτό είναι ο Μάχτος, κρυφά και ανομολόγητα ερωτευμένος μαζί της.[7]

 
Ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων

Δέκα χρόνια περίπου αργότερα, τον Μάιο του 1453, συναντά τυχαία έναν άρχοντα και στο πρόσωπό του αναγνωρίζει τον άνδρα που την είχε ρίξει στο βάραθρο. Ο άνδρας προσπαθεί να πάρει τη γυφτοπούλα από την οικογένεια, τελικά ο Πρωτόγυφτος του την πουλάει. Μετά από προσπάθειες διαφυγής, η κοπέλα µεταφέρεται σε ένα καθολικό μοναστήρι όπου κρατείται φυλακισμένη σε ένα κελί. Εκεί συναντά τη µοναχή Σιξτίνα που την είχε περιποιηθεί στη Ρόδο, η οποία την αναγνωρίζει και αρχίζει να της µιλά σχετικά με την καταγωγή της, αλλά η εμφάνιση της ηγουµένης σταματάει τη συζήτηση.

Ο Μάχτος, για τον οποίο ήδη γνωρίζουμε ότι είναι ερωτευµένος µε την Ἀϊµά, προσπαθεί να βρει τρόπο να την πάρει από το µοναστήρι, ωστόσο εµπλέκονται και άλλοι στην απαγωγή της και τελικά ένας νεαρός άνδρας προσποιούµενος ότι είναι ο Μάχτος την παίρνει από το μοναστήρι. Στη διαδροµή βρίσκουν καταφύγιο σε ένα σπίτι, όπου ο απαγωγέας σκοτώνεται από έναν παλιό του εχθρό. Εκεί παρουσιάζεται ο Πρωτόγυφτος, ο οποίος την παίρνει λέγοντας της πως την οδηγεί πίσω στο σπίτι τους (την οδηγεί όμως στο άντρο του Πλήθωνα).

Στο άντρο, η Αϊµά τρομάζει και νιώθει ότι εξαπατήθηκε από τον θετό πατέρα της. Ο Πλήθων εμφανίζεται και η κοπέλα τον παρακαλεί να της αποκαλύψει την καταγωγή της. Αυτός της προτείνει να την παντρέψει µε τον Μάχτο και της υπόσχεται ότι µετά τον γάµο θα της αποκαλύψει τα πάντα. Η Αϊµά δέχεται την πρόταση αν και δεν αισθάνεται καμία έλξη προς τον Μάχτο, το µόνο που την ενδιαφέρει είναι η υπόσχεση για την αποκάλυψη της καταγωγής της.

Όταν ο Μάχτος φτάνει στη σπηλιά, βρίσκει την κοπέλα να κοιµάται, εξαντλημένη από την ταλαιπωρία. Ο Μάχτος τη φιλά µε λαχτάρα και νιώθει ευτυχισµένος. Ωστόσο, εκείνη τη στιγµή ένας µεγάλος σεισµός γκρεμίζει τη σπηλιά, οι υπόλοιποι σώζονται αλλά το νεαρό ζευγάρι καταπλακώνεται από τα αρχαιοελληνικά αγάλµατα του Πλήθωνα και την επόμενη μέρα τους βρίσκουν νεκρούς.[7]

Στο τέλος του μυθιστορήματος εµφανίζεται ο βοσκός Βράγγης που την αναζητά, αλλά ο Πλήθων του ανακοινώνει τον θάνατό της και του δίνει ένα µεγάλο ποσό για να τον ανταμείψει που την έσωσε όταν εκείνος την έριξε στο βάραθρο.[8]

Η καταγωγή της Γυφτοπούλας Επεξεργασία

Παρόλο που σε όλο το μυθιστόρημα επικρατεί η αγωνία για την ανακάλυψη της καταγωγής της ηρωίδας, ο συγγραφέας µέχρι το τέλος σκόπιμα δεν διευκρινίζει το μυστήριο. Η Αϊμά σκοτώνεται πριν προλάβει ο Πλήθων να της αποκαλύψει την καταγωγή της και η πραγµατική σχέση του φιλοσόφου µε την κοπέλα παραμένει ασαφής.

Στο τέλος του μυθιστορήματος, ο Παπαδιαµάντης παραθέτει εικασίες και αναφορές χρονικών, για τα οποία επισημαίνει ότι του φαίνονται απίθανα, αλληλοσυγκρουόμενα και ότι ο ίδιος δεν τα πιστεύει:

  • το κορίτσι ήταν «η προσωποποίησις αὐτῆς τῆς ἰδέας ἣν κατεδίωκεν ὁ Πλήθων, ἤτοι τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ»
  • το κορίτσι ήταν πλάσμα του διαβόλου που δημιούργησε και ανέθρεψε ο ειδωλολολάτρης φιλόσοφος Πλήθων για να επιδείξει τη δύναμή του στους μαθητές του
  • και άλλο χρονικό ανέφερε ότι ήταν βασιλοπούλα πορφυρογέννητη που είχε κλαπεί από τα ανάκτορα, καθώς η Ευδοκία, νύφη του βασιλιά Ιωάννη, γέννησε ένα κορίτσι που χάθηκε μετά τη γέννηση και παρά τις έρευνες δεν βρέθηκε, την έκλεψαν Αθίγγανοι και την ανέθρεψαν χωρίς να γνωρίζει τους γονείς της.

Η προσωπική γνώμη του συγγραφέα, που την αναφέρει «ὡς εἷς τῶν ἀναγνωστῶν», είναι ότι ο Πλήθων έλαβε υπό την προστασία του και ανέθρεψε ένα ορφανό κορίτσι. Όταν καταδιώχθηκε από την Κωνσταντινούπολη πήρε το παιδί μαζί του στη Ρόδο, αλλά διωκόμενος από Φράγκους ιππότες το έριξε στο βάραθρο για να το προστατέψει από φρικτό και βασανιστικό θάνατο σε περίπτωση σύλληψης, γιατί ο κόσμος πίστευε ότι ήταν κόρη δαιμόνων, «τέρας δαιμονόληπτον». Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Πελοπόννησο και έδωσε το κορίτσι στους Αθίγγανους για να το κρύψει.[9]

Η σύνδεση με την πτώση της Κωνσταντινούπολης Επεξεργασία

 
Φανταστική αναπαράσταση της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης το 1453 από τους Οθωμανούς. Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου με την καθοδήγηση του Μακρυγιάννη.

Λίγο πριν την πωλήσει ο Πρωτόγυφτος, η Αϊμά δέχθηκε στο φτωχικό της την επίσκεψη μιας αρχόντισσας. Η γυναίκα κάθισε και συζητώντας με την κοπέλα της είπε παράξενα λόγια: ότι τη λυπάται γιατί την αγαπά, την γνωρίζει από το λίκνο της και πριν ακόμη γεννηθεί, ότι έχει εχθρούς και διώκτες και ότι θα τη βρουν χειρότερες δυστυχίες γιατί είναι ανάγκη να πληρωθεί το πεπρωμένο. Και συμπλήρωσε ότι και η ίδια είναι ακόμη πιο δυστυχισμένη και καταδιώκεται. Και στην απορία της κοπέλας συμπλήρωσε: «-Πολιορκοῦµαι, Ἀϊµά, καὶ µέχρι τέλους δὲν θὰ σωθῶ.». Τελικά την φιλά και εξαφανίζεται. Η Αϊμά μένει τόσο έκπληκτη που αργότερα δεν μπορεί να αναγνωρίσει αν αυτή η γυναίκα ήταν πραγματική ή οπτασία.

Οι μελετητές του Παπαδιαμάντη θεωρούν ότι «ένας από τους αφηγηµατικούς άξονες του µυθιστορήµατος είναι η παράλληλη µοιραία πορεία προς το θάνατο της ηρωίδας Ἀϊµᾶς (από την απόπειρα δολοφονίας µέχρι την κατάρρευση του άντρου) και της Κωνσταντινούπολης. [10]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

Διασκευές Επεξεργασία

  • Το μυθιστόρημα διασκευάσθηκε το 1974 σε ασπρόμαυρη τηλεοπτική σειρά από την ΕΡΤ.[12]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Σπύρος Κοκκίνης, από τον πρόλογο του μυθιστορήματος που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Εστία», το 2012
  2. . «helioskiosk.gr/Η γυφτοπούλα». 
  3. Γεώργιος Βαλέτας (1940). ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ - Η ζωή - Το έργο - Η εποχή του. Αθήνα. σελ. 150. 
  4. . «offlinepost.gr/2021/04/19/i-giftopoula-gnorizontas-to-teleytaio-mithistorima-tou-alexandrou-papadiamanti/». 
  5. Ο Πλήθων πέθανε το 1452, πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, ενώ ο Παπαδιαµάντης τον κάνει το 1453 να ζει (και να πεθαίνει µετά από πολλά χρόνια).
  6. ο Πλήθων οραματιζόταν την αναβίωση του αρχαιοελληνικού πανθέου και της κλασικής παράδοσης
  7. 7,0 7,1 . «eranistis.net/wordpress/2015/Ο Παπαδιαμάντης, η γυφτοπούλα και η χρησιμοθηρική όψη του ρατσισμού». 
  8. . «ikee.lib.auth.gr/Ύπαρξη και χώρος στον Αλ. Παπαδιαμάντη.pdf» (PDF). 
  9. . «papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/syggrafiko-ergo/mythistorimata/-gyftopoyla-meros-ii-kefalaion-idiografon». 
  10. G. Saunier, Εωσφόρος και Άβυσσος, ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, σελ. 211-214.
  11. . «papadiamantis.net/». 
  12. . «youtube.com/Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ 1ο επεισόδιο ΥΕΝΕΔ 4-11-1974».