Η χιονοθύελλα (Πούσκιν)

διήγημα του Αλεξάντρ Πούσκιν

Η χιονοθύελλα (ρωσικός τίτλος: Мете́ль) είναι διήγημα του Αλεξάντρ Πούσκιν που γράφτηκε το φθινόπωρο του 1830 στο κτήμα του συγγραφέα στο Μπολντίνο και δημοσιεύτηκε το 1831 στη συλλογή Οι ιστορίες του αείμνηστου Ιβάν Πέτροβιτς Μπέλκιν.[1]

Η χιονοθύελλα
Εικονογράφηση γαλλικής έκδοσης, περ. 1843
ΣυγγραφέαςΑλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν
ΤίτλοςМетель
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1830
Ημερομηνία δημοσίευσης1831
Μορφήδιήγημα

Δύο νεαροί ερωτευμένοι αποφασίζουν να παντρευτούν κρυφά, ωστόσο στο δρόμο για την εκκλησία μια χιονοθύελλα τους εμποδίζει να εκπληρώσουν τα σχέδιά τους καθώς συμβαίνουν εντελώς απροσδόκητα γεγονότα με απρόβλεπτες συνέπειες. [2]

Υπόθεση Επεξεργασία

Η έναρξη της δράσης χρονολογείται το 1811. Η Μαρία Γαβρίλοβνα, 17χρονη κόρη πλούσιου ευγενή γαιοκτήμονα στο χωριό Νεναράντοβο, «μεγάλωσε με γαλλικά μυθιστορήματα και κατά συνέπεια ήταν ερωτευμένη». Ο αγαπημένος της είναι ο φτωχός αξιωματικός Βλαντιμίρ Νικολάγιεβιτς αλλά οι γονείς της αποδοκιμάζουν τη σχέση, η οποία συνεχίζεται και τον χειμώνα μέσω αλληλογραφίας. Τελικά αποφασίζουν να παντρευτούν κρυφά και μετά να ριχτούν στα πόδια των γονιών της για να ζητήσουν συγχώρεση.[3]

Το σχέδιο ήταν να φύγει η Μαρία στη μέση μιας χειμωνιάτικης νύχτας και να φθάσει με το έλκηθρο στην εκκλησία ενός γειτονικού χωριού, όπου θα τη συναντούσε ο αγαπημένος της για το γάμο. Το επίμαχο βράδυ μαινόταν χιονοθύελλα, αλλά η κοπέλα κατάφερε να φτάσει στην εκκλησία. Ο Βλαντιμίρ, όμως, οδηγώντας μόνος, έπεσε στην ισχυρή χιονοθύελλα, έχασε το δρόμο του και όταν έφθασε στην εκκλησία με πολλές ώρες καθυστέρηση δεν τη βρήκε εκεί.

Το επόμενο πρωί, η Μαρία βρέθηκε πάλι στο σπίτι της σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, αλλά πολύ άρρωστη. Σε ένα πυρετώδες παραλήρημα, είπε αρκετά για να καταλάβει η μητέρα της ότι ήταν απελπιστικά ερωτευμένη με τον νεαρό αξιωματικό. Οι γονείς της, αποφάσισαν να δώσουν την άδειά τους για τον γάμο. Όταν όμως έγραψαν για να ενημερώσουν τον αξιωματικό, η απάντησή του ήταν σχεδόν ασυνάρτητη. Σε ένα μισότρελο γράμμα τους παρακάλεσε να τον συγχωρέσουν, συμπληρώνοντας ότι δεν θα πατούσε ποτέ το πόδι του στο σπίτι τους και ότι η μόνη του ελπίδα ήταν ο θάνατος. Έφυγε για τον στρατό (ήταν τώρα το 1812, όταν ο Ναπολέων άρχισε τη γαλλική εισβολή στη Ρωσία), τραυματίστηκε στη μάχη του Μποροντίνο και πέθανε.[4]

Εν τω μεταξύ, ο πατέρας της Μαρίας πέθανε, αφήνοντάς την την πιο πλούσια νεαρή στην περιοχή της. Οι μνηστήρες πίεζαν για το χέρι της, αλλά εκείνη απέρριπτε τις προτάσεις. Έμοιαζε να ζει μόνο με τη μνήμη της χαμένης της αγάπης.

Τρία χρόνια αργότερα, γνώρισε έναν συνταγματάρχη των Ουσάρων, τον 26χρονο Μπουρμίν, ο οποίος ήρθε να αναρρώσει στο κοντινό κτήμα του. Ο Μπουρμίν ήταν ένας όμορφος άντρας που κάποτε είχε τη φήμη του διαβόητου γλετζέ, αλλά τώρα ήταν ήσυχος και σεμνός. Οι δυο τους ανέπτυξαν μια ζεστή φιλία και η Μαρία απορούσε που δεν της έκανε ερωτική εξομολόγηση ή επίσημη πρόταση. Τελικά έσπασε τη σιωπή του και της εξομολογήθηκε ότι την αγαπούσε με πάθος αλλά δεν μπορούσε να ελπίζει σε καμία ευτυχία μαζί της γιατί ήταν ήδη παντρεμένος, είχε παντρευτεί πριν τέσσερα χρόνια, με μια γυναίκα που δεν γνωρίζει και δεν μπορεί να ξαναβρεί.[5]

Στην έκπληκτη Μάσα, εξηγεί ότι, τον χειμώνα του 1812, προσπαθώντας να φθάσει στο σύνταγμά του, έπεσε σε μια τρομερή χιονοθύελλα και χάθηκε σε μια άγνωστη περιοχή. Βλέποντας ένα φως μακριά, πλησίασε και βρέθηκε σε μια εκκλησία όπου κάποιοι του φώναξαν να σπεύσει, του είπαν ότι η νύφη λιποθύμησε. Μέσα στην εκκλησία, ο παπάς τον ρώτησε αν ήταν έτοιμος να αρχίσουν το μυστήριο. Ο Μπουρμίν, βλέποντας την όμορφη νύφη, αποφάσισε για αστείο να δεχθεί. Η εκκλησία ήταν σκοτεινή, φωτιζόταν μόνο από μερικά κεριά. Όταν, στο τέλος, του είπαν να φιλήσει τη νύφη, που είχε πια συνέλθει, εκείνη κατάλαβε ότι δεν ήταν ο αγαπημένος της και λιποθύμησε πάλι. Καθώς οι μάρτυρες τον κοιτούσαν τρομαγμένοι, έτρεξε έξω και έφυγε.

Εξηγεί στη Μαρία ότι δεν γνωρίζει ούτε το όνομα του χωριού όπου παντρεύτηκε ή ποια μπορεί να ήταν η νύφη. Η ιστορία τελειώνει τα λόγια της Μαρίας: «Θεέ μου, Θεέ μου! Λοιπόν ήσουν εσύ! Και δεν με αναγνωρίζεις;» Ο Μπουρμίν «χλόμιασε και ρίχτηκε στα πόδια της».[6]

Ύφος Επεξεργασία

Ο Πούσκιν σ'αυτό το διήγημα παρωδεί κλασικά θέματα της γοτθικής μυθοπλασίας, όπως παρουσιάζονταν σε δημοφιλή έργα της εποχής, όπως το γερμανικό ποίημα Λενόρα ή η Σβετλάνα του Βασίλι Ζουκόφσκι. Και στα δύο αφηγηματικά ποιήματα, η κοπέλα ονειρεύεται και φαντάζεται ότι ζει με τον νεκρό αγαπημένο της. Ο Πούσκιν διακωμωδεί αυτήν την ιδέα παρουσιάζοντας τη Μαρία στην ίδια κατάσταση. Ωστόσο, λόγω τυχαίων και απρόβλεπτων περιστάσεων, η ηρωίδα του είναι παντρεμένη με τον ζωντανό εραστή της. Ο Πούσκιν μιμείται το ύφος αυτών των έργων, αλλά το αναδημιουργεί μέσα από μια σειρά ρεαλιστικών γεγονότων. [7]

Διασκευή Επεξεργασία

Το 1964 ιστορία διασκευάστηκε σε ταινία από τον σκηνοθέτη Vladimir Basov. [8]Η μουσική της ταινίας ήταν του Georgy Sviridov, ο οποίος αργότερα την τροποποίησε σε μια ομώνυμη μουσική σουίτα.

Μετάφραση στα ελληνικά Επεξεργασία

  • Η Χιονοθύελλα, μετάφραση: κ. Λύμπη, εκδόσεις, Μαρή και Κοροντζή, 1943, σε συλλογή διηγημάτων του Πούσκιν.
  • Η Χιονοθύελλα, μετάφραση: Ανδρέας Σαραντόπουλος, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 1990, σε συλλογή διηγημάτων του Πούσκιν.[9]
  • Η Χιονοθύελλα, μετάφραση: Κώστας Μιλτιάδης, εκδόσεις Κοροντζή, 2005 στη συλλογή Τα διηγήματα της φωτιάς [10]

Παραπομπές Επεξεργασία