Μονή Αγίου Νικάνορος Γρεβενών

χριστιανικό μοναστήρι - προστατευόμενος ως διατηρητέο κτίριο
(Ανακατεύθυνση από Ιερά Μονή Ζάβορδας)

Συντεταγμένες: 39°58′47″N 21°47′44.07″E / 39.97972°N 21.7955750°E / 39.97972; 21.7955750

Η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακη Μονή Αγίου Νικάνορος ή Ιερά Μονή Ζάβορδας ή Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού βρίσκεται στη Δυτική Μακεδονία, στα όρια Γρεβενών με Κοζάνη. Είναι κτισμένη στην κορυφή του όρους Καλλίστρατο με υψόμετρο 535 μέτρων, σε επιβλητική θέση πάνω από τον ποταμό Αλιάκμονα. Απέχει 57 χλμ. ΝΑ.-Α. από τα Γρεβενά, 52 χλμ. Ν.-ΝΔ. από Κοζάνη, 65 χλμ. Δ.-ΒΔ. από την Ελασσόνα και 24 χλμ. (οδικά) Β. από τη Δεσκάτη.

Ιερά Μονή Αγίου Νικάνορος

Ιστορία Μονής Επεξεργασία

Η Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἱδρύθηκε τὸ 1534 (κατὰ κάποιους μελετητὲς λίγο ἀργότερα). Αἰτία τῆς ἀνεγέρσεως τῆς Μονῆς ἦταν ἡ εὕρεση τῆς εἰκόνας τοῦ Ζωοδότου Χριστοῦ, κατόπιν θαυμαστοῦ ὁράματος τοῦ ὁσίου Νικάνορος. Ἡ ὀνομασία Ζάβορδα ἢ Ζάμπουρντα ἔχει πολλὲς ἑρμηνεῖες ἡ ἐπικρατέστερη τῶν ὁποίων ὑποστηρίζει ὅτι κοντὰ στὴν μονὴ ὑπῆρχε οἰκισμὸς μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα, ποὺ σταδιακὰ διαλύθηκε δίνοντας τὸ ὄνομα του στὸ μοναστήρι. Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία παράδοση ποὺ ἀποδίδει τὴν ἐπωνυμία τοῦ μοναστηριοῦ στὸ παρακάτω περιστατικό: Ἕνας πλούσιος μπέης τῆς περιοχῆς στὴν ἐποχὴ τοῦ ὁσίου εἶχε ἕνα μονάκριβο παιδί ποὺ ἀρρώστησε βαριά. Ἀπελπισμένος ἀπὸ τοὺς γιατροὺς καὶ χοτζάδες ἄκουσε γιὰ τὸν ἅγιο καλόγερο ποὺ ἀσκήτευε στὸ Καλλίστρατο ὄρος. Κατέφυγε λοιπὸν στὸν ὅσιο καὶ τὸ παιδί του ἔγινε καλά. Μὲ εὐγνωμοσύνη τότε ὁ μπέης ἀνέβασε τὸν ὅσιο σέ κοντινὸ βουνὸ καὶ δείχνοντάς του δάση καὶ χωράφια τοῦ εἶπε τουρκιστὶ «ζάπτ μπουρντά», δηλαδὴ πᾶρε ἀπὸ αὐτὰ ἐδῶ ὅ,τι θέλεις.Ἡ μονὴ ἐξ ἀρχῆς ἦταν Σταυροπηγιακὴ καὶ ὑπαγόταν στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος μέχρι τὸ 1767, ἔτος ποὺ ὑπήχθη στὸ κλίμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὅπου παραμένει μέχρι καὶ σήμερα ὑπὸ τοὺς ὅρους τῆς Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1928. Τὸ κυρίως συγκρότημα τῆς μονῆς βρίσκεται ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους Καλλιστράτου. Ἡ ὀνομασία του προέρχεται ἀπὸ τὸν ὅσιο Καλλίστρατο πρῶτο οἰκιστὴ τοῦ τόπου καὶ ἱδρυτὴ τῆς Σκήτης τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Ἔχει ὕψος 150 μέτρων καὶ ἀπὸ τὴ βάση του χωρίζεται ἀπὸ τὸ ὄρος τῆς Βουνάσας μὲ ἕνα φαράγγι ποὺ μέσα του κυλάει ἥσυχα ὁ ποταμὸς Ἁλιάκμονας. Ἀπὸ τὰ παλαιὰ κτίσματα τῆς μονῆς σώζεται τὸ Καθολικὸ (κεντρικὸς ναός), ποὺ εἶναι ἀφιερωμένο στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶναι κατάγραφο μὲ ἐξαίρετες τοιχογραφίες τοῦ Φράγκου Κατελάνου (16ος αἰ.). Ἑκατέρωθεν ἔχει δύο παρεκκλήσια τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου καὶ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὅπου καὶ ὁ τάφος τοῦ ὁσίου Νικάνορος. Παλαιὸ κτίσμα τῆς μονῆς εἶναι καὶ τὸ πέτρινο καμπαναριὸ ὕψους 20 μέτρων, ποὺ εἶναι ἔργο τοῦ 1873. Τὰ ὑπόλοιπα κτήρια εἶναι νεώτερα καὶ κτίστηκαν μετὰ τὸν καταστροφικὸ σεισμὸ τοῦ 1995. Τὸ μοναστήρι στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν ἀνέπτυξε μεγάλη δράση καὶ εὐεργέτησε ὅλη τὴν περιοχὴ τῆς δυτικῆς Μακεδονίας. Μὲ τὴν ἀκτινοβολία του καὶ τὰ θαύματα Του ὁ ὅσιος στάθηκε φραγμὸς στὸν ἐξισλαμισμό, ποὺ ἐκεῖνα τὰ χρόνια εἶχε πάρει μεγάλες διαστάσεις. Μὲ τὶς περιοδεῖες τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου οἱ μοναχοὶ κήρυτταν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ στήριζαν τὴν ἐθνικὴ καὶ θρησκευτικὴ συνείδηση τῶν σκλαβωμένων Ἑλλήνων. Ἡ μονὴ, κτισμένη σὲ παλαιὸ σταυροδρόμι ποὺ ἕνωνε τὸν Θεσσαλικὸ κάμπο μὲ τὴν Ἤπειρο καὶ τὴν Μακεδονία, ἦταν τό καταφύγιο τῶν ὁδοιπόρων. Σὲ παλαιὰ ἀρχεῖα διαβάζουμε ὅτι καθημερινὰ ἡ μονὴ σίτιζε πάνω ἀπὸ 250 ἄτομα. Μεγάλη εἶναι καὶ ἡ προσφορά της στὴν τοπικὴ κοινωνία. Σχεδὸν τὸ σύνολον τῶν κατοίκων τῶν γειτονικῶν χωριῶν δούλευαν στὰ κτήματα καὶ στὰ ζῶα τῆς μονῆς καὶ μέχρι σήμερα οἱ παπποῦδες περιγράφουν μὲ εὐγνωμοσύνη τὴ φροντίδα καὶ τὶς εὐεργεσίες ποὺ ἀπήλαυσαν ἀπὸ τὴ μονὴ σὲ δύσκολα χρόνια. Δυστυχῶς ἡ περιουσία τῆς μονῆς σταδιακὰ μειώθηκε ἢ καταπατήθηκε μὲ ἀποτέλεσμα ὅλη αὐτὴ ἡ δραστηριότητα νὰ σταματήσει, γεγονὸς ποὺ συνετέλεσε καταλυτικὰ στὴν ἐρήμωση πολλῶν χωριῶν. Ἡ Μονή τὸ 1952 παρεχώρησε 50.000 στρέμματα σὲ ἀκτήμονες τῆς περιοχῆς, ἐνῶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν κοπαδιῶν της εἶχε κλαπεῖ ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες κατὰ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο. Εἶναι ἱστορικὰ βεβαιωμένο ὅτι ὅσοι κατεπάτησαν ἢ ἔκλεψαν ὁ,τιδήποτε ἀπὸ τὸ μοναστήρι εἶχαν τραγικὸ τέλος. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ὁ μεγάλος κτηνοτρόφος Κατσανίκας ἀπὸ τὴ Βλάστη ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸ μοναστήρι 2000 κατσίκια καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ καταστράφηκε ὁλόκληρη ἡ περιουσία του, ἐνῶ ὁ ἴδιος παραφρόνησε. Παράλληλα οἱ αὐθαίρετες ἐπεμβάσεις τῶν τοπικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν στὴν περιουσία τῆς μονῆς ἔπαιξαν καταλυτικὸ ρόλο στὴν παρακμή της. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἡ ἀναγκαστικὴ ἐκποίηση 5.000 στρεμμάτων στήν κοινότητα Κρόκου Κοζάνης τὸ 1952 γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ Ἐπισκοπείου Γρεβενῶν, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ἡ μονὴ ἀναγκαζόταν λόγῳ ἔνδειας νὰ καταφύγει σὲ δανεισμὸ ἀπὸ τὴν Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος. Συγχρόνως οἱ παράλογες ἀπαιτήσεις τοῦ ἄρτι συσταθέντος τότε Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου ὁδήγησε τὴ Ζάβορδα μαζὶ μὲ πλῆθος ἄλλων Μονῶν σὲ οἰκονομικὸ ἀφανισμό. Σπουδαία ὅμως ἦταν καὶ ἡ ἐκπαιδευτικὴ δράση τῆς μονῆς. Μὲ χορηγίες της συντηροῦσε σχολεῖα σὲ πολλὰ χωριὰ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς Βεντζίων (Σαρακίνα, Παναγία κ.ἄ.), σπούδαζε πολλοὺς ἄπορους νέους σὲ πανεπιστήμια, ἐνῶ στήριζε οἰκονομικὰ καὶ τὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης. Ἐξίσου σημαντικὴ εἶναι καὶ ἡ ἐθνικὴ δράση τῆς μονῆς. Ἐνίσχυσε τὸν ἀγῶνα τοῦ 1821 λιώνοντας ὅλα τὰ ἀσημένια καντήλια χάριν τῆς Ἐπαναστάσεως. Κατὰ τὸν Μακεδονικὸ Ἀγῶνα τὸ μοναστήρι ἀποτελοῦσε τὸ πρῶτο ὀργανωμένο κέντρο ὑποδοχῆς μετὰ τὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα. Ὑπῆρξε καταφύγιο καὶ κρυψώνα πολεμοφοδίων πολλῶν μακεδονομάχων, ἐνῶ οἱ μοναχοὶ χρησιμοποιῶντας τὴν σπαρτίνα (μεταλλικὸ σύρμα ποὺ ἕνωνε τὸν Ἁλιάκμονα) περνοῦσαν κρυφὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους τοὺς Μακεδονομάχους στὴν Μακεδονία. Τὸ 1941, μετὰ τὴν πτῶση τοῦ Ἀλβανικοῦ μετώπου στὸ μοναστήρι βρῆκαν φροντίδα καὶ προστασία δεκάδες στρατιωτῶν. Οἱ μοναχοὶ λοιπὸν τῆς Ζάβορδας μέσα ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀντιξοότητες στάθηκαν στὸ ὕψος τῆς ἀποστολῆς τους καὶ τῆς παρακαταθήκης τοῦ ἁγίου κτίτορός τους. Οἱ δυσκολίες ὅμως αὐτές συνετέλεσαν στὴ σταδιακὴ παρακμὴ τῆς μονῆς. Ἔτσι ἐνῶ μέχρι τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα ἀριθμοῦσε σαράντα πατέρες στὰ μέσα τοῦ 20ου εἶχαν ἀπομείνει μόλις ὀκτώ. Χαριστικὴ βολὴ στὴ ζωὴ τῆς μονῆς ἦταν ἡ ἀναίτια δολοφονία τοῦ ἡγουμένου Γαβριὴλ καὶ τοῦ μοναχοῦ Γερασίμου καὶ ἡ πλήρης λεηλασία τῆς μονῆς ἀπὸ τοὺς ἀριστεροὺς ἀντάρτες τὸ 1947. Ἔκτοτε ὁ ἀριθμὸς τῶν πατέρων ἔφθινε διαρκῶς μέχρι καὶ τὸν θάνατο τοῦ τελευταίου ἡγουμένου τῆς μονῆς Ἀρχιμ. Ἀμφιλοχίου τοῦ Ἰμβρίου τὸ 1984. Η νέα Ἀδελφότητα,πού έγκαταστάθηκε τὸ 2015, μὲ ζῆλο ἀγωνίζεται νὰ δώσει ξανὰ στὸ ἱστορικὸ αὐτὸ μοναστήρι τὸ ἀρχαῖο του κάλλος.

Τα Ιερά Λείψανα του Αγίου τα οποία είναι τοποθετημένα σε αργυρή λάρνακα . Τέλος πολύ σημαντικά θεωρούνται τα χειρόγραφά της και κυρίως το χειρόγραφο αρ.95

Βίος Αγίου Νικάνορος, ιδρυτού της Μονής Επεξεργασία

Ο Όσιος Νικάνωρ γεννήθηκε στα 1491 μ.Χ. στην Πρωτεύουσα της Μακεδονίας την Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του Ιωάννης και Μαρία ήταν ευσεβείς και κατοικούσαν στην συνοικία του Αγίου Μηνά. Όλη η πόλη των Θεσσαλονικέων καλοτύχιζε και επαινούσε τους γονείς του Αγίου τόσο για τον πλούτο τους όσο και την ευγένεια τους, αλλά κυρίως για την πίστη και την αρετή που τους διέκρινε. Ήταν ελεήμονες και σπλαχνικοί και η ζωή τους έργο αγάπης προς τους πάσχοντες αδελφούς. Όμως ο Θεός ήθελε να τους δοκιμάσει με προσωρινή ατεκνία. Στείρα σαν την Αγία Άννα η μητέρα του οσίου Νικάνορα κάθε μέρα προσευχόταν στην εκκλησία του Αγίου Μηνά να τους δώσει ο Θεός ένα παιδί για παρηγοριά. Οι προσευχές, οι νηστείες, οι αγρυπνίες των γονέων του εισακούσθηκαν από τον Κύριο μας και Θεό μας και κατά την ώρα που η ευσεβής γυναίκα προσευχόταν στο Θεό στο Ναό του Αγίου Μηνά της απεκαλύφθη το θέλημα του Κυρίου: «Εισήκουσε ο Θεός τας δεήσεις σου ω γυνή ως ποτέ της χήρας Άννης και έλυσε τα δεσμά της στειρώσεως σου μόνο πορεύου εις τον οίκον σου και θέλεις συλλάβεις και γεννήσεις Υιών όστις θέλει γίνει δοχείον καθαρόν του Παναγίου Πνεύματος και πολλούς θέλει εισάγει εις τον Κύριον δια της αγγελικής αυτού και εναρέτου διαγωγής». Έτσι, ως Θείο δώρο ήρθε στον κόσμο ο Νικόλαος (αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του αγίου) και οι γονείς του τον παρέδωσαν σ΄ ένα ευσεβή δάσκαλο να του μάθει τα Ιερά γράμματα.

Ο νεαρός Νικόλαος ευφυής στο νου σε λίγο χρονικό διάστημα απέκτησε μεγάλη ευχέρεια περί τα εκκλησιαστικά και αγάπη για την εκκλησία του Χριστού όπως όλοι οι άγιοι. Από μικρός κατάλαβε την κλήση του Θεού μοναδικός του πόθος ήταν να μονάσει και να γίνει μιμητής των οσίων πατέρων της εκκλησίας μας. Ήθελε σ’ όλη του τη ζωή να υπηρετήσει ολοκληρωτικά ψύχη τε και σώματι τον Κύριο. Γι’ αυτό περνούσε τη ζωή του με νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές. Σε μικρή ηλικία χάνει τον προσφιλή πατέρα του και μένει με τη μητέρα του. Η ευσεβής του μητέρα μη γνωρίζοντας τον πόθο του παιδιού της ήθελε να τον παντρέψει με κάποια ενάρετη κοπέλα και ενώ από τη μια μεριά ο όσιος ποθούσε να εγκαταλείψει κάθε τι εγκόσμιο και να μονάσει, να αφιερωθεί εξολοκλήρου στον Θεόν. Από την άλλη όμως δεν ήθελε να στενοχωρήσει και τη μητέρα του, γι αυτό ανέβαλε συνεχώς την πραγματοποίηση της επιθυμίας του να γίνει μοναχός.

Ο Θεός που προνοεί τα πάντα ύστερα από ορισμένο χρονικό διάστημα πήρε την μητέρα του από τον κόσμο και έτσι άνοιξε ο δρόμος για ν’ ακολουθήσει ο Νικόλαος τη μοναχική ζωή. Χωρίς να χάσει καιρό μοίρασε την πατρική του περιουσία στους φτωχούς και τα ορφανά και ενώ μπορούσε να λάβει αξιώματα λόγω της επιφανούς θέσεως των γονέων του, τα θεώρησε όλα αυτά σκύβαλα μπροστά στη μεγάλη του αγάπη προς το Χριστό. Ελεύθερος πλέον από κάθε φροντίδα του κόσμου γίνεται μοναχός με το όνομα Νικάνωρ. Ως μοναχός πολλαπλασίασε τα χαρίσματα που του δώσε ο Θεός.

Η φήμη που απέκτησε έφθασε στον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ο οποίος τον χειροτόνησε διάκονο και πρεσβύτερο με σκοπό να τον κάνει διάδοχο του. Ως κληρικός της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης ο Νικάνωρ επέδειξε μεγάλο ζήλο και η προσφορά του ήταν αξεπέραστη. Η ώρα όμως είχε φθάσει για εκείνο που τον είχε προορίσει ο Θεός. Σε μια από τις νυχτερινές του προσευχές και ενώ ικέτευε με θερμά δάκρυα τον Θεό άκουσε φωνή από τον ουρανό να του λέγει: «Νικάνωρ έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και πορεύου εις το Καλλίστρατου όρους και αγωνίσου εκεί καλώς και εγώ θα είμαι μαζί σου να σε διαφυλάττω όλες τις ημέρες της ζωής σου και θα κάνω το όνομα σου ξακουστό και θα σε δοξάσω εις πάντας τους αιώνας». Ύστερα απ’ αυτή τη Θεϊκή εντολή ο Άγιος έφυγε από την Θεσσαλονίκη σε σχετικά νεαρή ηλικία περίπου 27 ετών και τράβηξε να πάει εκεί όπου τον είχε καλέσει ο Θεός. Στο δρόμο και στα χωριά που συναντούσε δίδασκε ως άλλος απόστολος τους απελπισμένους χριστιανούς να φυλάγουν την πίστη τους.

Φθάνοντας ο Άγιος Νικάνωρ στο όρος Καλλίστρατου και βλέποντας το ήσυχο μέρος ο άγιος έλαβε εσωτερική πληροφορία από τον Κύριο ότι εδώ θα είναι η ασκητική του παλαίστρα. Δόξασε τον Θεόν και άρχισε να επιδίδεται σε ασκητικούς αγώνες. Πέρασαν 16 ολόκληρα χρόνια σκληρού αγώνα με την σάρκα και τους δαίμονες. Αγρυπνίες, νηστείες, κόπους για την αγάπη του Χριστού. Σιωπή, έλλειψη ανθρώπινης παρηγοριάς τον έκανα δοχείο του Άγιου Πνεύματος. Κατόπιν κατ΄έντολή τοῦ Χριστού ίδρυσε τη Μονή μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, αφού πρώτα βρήκε με θαυμαστό τρόπο την Εικόνα του Ζωοδότου Χριστού (1534).

Η φήμη του απλώθηκε παντού όπως του είχε πει ο Κύριος. Πλήθος ανθρώπων από τη γύρω περιοχή έτρεχε στο μοναστήρι να ευλογηθεί από τον άγιο ν΄ ακούσουν την ψυχοσωτήρια διδασκαλία το και να θεραπευτούν αφού πολλά ήταν τα θαύματα που έκανε ο όσιος. Ό Άγιος αφού έζησε ενάρετα και αγγελικώς ήρθε ο καιρός να μεταβεί στην άλλη ζωή την αιώνια και αληθινή. Προγνώρισε το θάνατό του και κάλεσε γύρω του μοναχούς και λαϊκούς τους ευλόγησε τους συμβούλεψε και παρέδωσε το πνεύμα του στο Λυτρωτή μας Χριστό στις 7 Αυγούστου 1549 μ.Χ. Οι μοναχοί της Μονής θρήνησαν τον άγιο που τους παρηγορούσε και τον έθαψαν στο παρεκκλήσι του Τιμίου Προδρόμου της Μονής. Από τότε το αγιασμένο Λείψανο του τελεί ως σήμερα πολλά θαύματα.

Ιερά Κειμήλια Επεξεργασία

Στὴν Ἱερά Μονή φυλλάσεται μεγάλο πλῆθος ιερών κειμηλίων και ιερών λειψάνων. Ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Γρεβενῶν Σέργιος μὲ πολὺ κόπο συνέλεξε ὅλα τὰ κειμήλια, τὰ ὁποῖα καὶ ἐφύλαξε ἐπιμελῶς σὲ κρύπτη ἐντὸς τῆς μονῆς, ἐνῶ παράλληλα δημοσίευσε τὸν κατάλογό τους τὸ ἔτος 1991. Ἡ νέα ἀδελφότητα ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ἐγκαταστάσεώς της (2015) ἔδωσε προτεραιότητα στὴ συντήρηση καὶ ἀνάδειξη τῆς μεγάλης αὐτῆς κληρονομιᾶς καὶ ἀποτελεῖ πρωτεύοντα στόχο της ἡ ἵδρυση σύγχρονου σκευοφυλακίου. Ὁ σπουδαιότερος θησαυρὸς τῆς μονῆς εἶναι τὰ τίμια λείψανα τοῦ κτίτορος ὁσίου Νικάνορος, ποὺ διασώθηκαν σχεδὸν στὸ σύνολό τους, παρὰ τὶς κατὰ καιροὺς δυσκολίες. Ἀκόμη στὸ μοναστήρι φυλάσσονται σὲ περίτεχνες λειψανοθῆκες λείψανα δεκάδων ἁγίων, μεγάλο τεμάχιο Τιμίου Ξύλου καὶ ἄλλα πολλὰ σεβάσματα. Σπουδαία εἶναι καὶ ἡ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς ποὺ περιέχει 207 χειρόγραφα καὶ χιλιάδες ἔντυπα βιβλία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς τυπογραφίας μέχρι σήμερα. Ἀπὸ αὐτὰ γνωστότερο εἶναι τὸ περίφημο Λεξικὸ τοῦ Φωτίου, μοναδικὸ παγκοσμίως ἀφοῦ μόνο αὐτὸ περιέχει ὁλόκληρο τὸ ὁμώνυμο ἔργο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἱεράρχου. Ένα από τα σημαντικότερα κειμήλια της μονής είναι η εικόνα του Σωτήρος Χριστού, η οποία φέρει αργυρά επένδυση και την οποία ανακάλυψε ο Άγιος Νικάνωρ κατόπιν οράματος που έγινε αφορμή να ξεκινήσει το κτίσιμο της μονής. Τέλος, τὸ ὑπόλοιπο σκευοφυλάκιο περιέχει ἑκατοντάδες πολύτιμα ἐκκλησιαστικὰ ἀντικείμενα ὅπως σταυρούς, ἅγια ποτήρια, εἰκόνες καὶ χρυσοκέντητα ἄμφια καὶ καλύμματα. Ξεχωριστὴ θέση κατέχουν τὰ προσωπικὰ ἀντικείμενα τοῦ ἁγίου Νικάνορος, ὅπως ἡ σιδερένια ράβδος, τὸ ἐπιτραχήλιον, τὸ εὐχολόγιο Του κ.ἄ.

Διοικητικά Επεξεργασία

Η μονή αναφέρεται και απογράφεται επίσημα ως οικισμός με την παλιά ονομασία Μονή Ζάπουρτα από το 1918 στο ΦΕΚ 260Α - 31/12/1918 που ανήκε στην τότε κοινότητα Τουργιουκίου (σημερινή Παναγία). Από το 1927 με το ΦΕΚ 18Α - 01/02/1927 καταγράφεται αρχικά ως Μονή Οσίου Νικάνορος και από το 1928 τελικά ως Μονή Αγίου Νικάνορα.[1] .

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Διοικητικές Μεταβολές Οικισμών». ΕΕΤΑΑ. Ανακτήθηκε στις 2 Απριλίου 2020.