Ιταλοτουρκική Σύμβαση (1932)
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Η Ιταλοτουρκική σύμβαση του 1932 υπεγράφη στην Άγκυρα στις 4 Ιανουαρίου 1932 από τον ιταλό πληρεξούσιο πρέσβη Πομπέο Αλόιζι και τον τούρκο υπουργό εξωτερικών Τεβφίκ Ρουστού Αράς, διευθετώντας ένα κενό της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923 που αφορούσε την κυριαρχία σε ένα αριθμό νησίδων και βραχονησίδων των Δωδεκανήσων και οριοθετώντας τα χωρικά ύδατα μεταξύ των ακτών της Ανατολίας και του Καστελλόριζου, που ήταν ιταλική επικράτεια από το 1921.
Μέσω της σύμβασης αυτής, τα νησάκια που βρίσκονταν μέσα στον κόλπο του λιμανιού του Καστελλόριζου, μαζί με τα νησιά Ρω και Στρογγύλη πιο μακριά, παρέμειναν μέρος των Ιταλικών Δωδεκανήσων, ενώ όλα τα άλλα νησάκια στη γύρω περιοχή δόθηκαν στην Τουρκία.
Επιπλέον, η ιταλική Κυβέρνηση αναγνώρισε την κυριαρχία της Τουρκίας στο νησάκι Αρκός, που βρίσκεται μπροστά από την πόλη της Αλικαρνασσού.
Σε ένα Προσάρτημα που υπεγράφη τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, οι δύο χώρες συμφώνησαν να επεκτείνουν τη σύμβαση ώστε να οριοθετηθούν τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ των ακτών της Ανατολίας και των υπόλοιπων ιταλικών Δωδεκανήσων. Αυτό έγινε με τον καθορισμό τριάντα πέντε σημείων που ισαπείχαν μεταξύ της ιταλικής και τουρκικής επικράτειας.
Το προσάρτημα αυτό επανήλθε στο προσκήνιο πολλά χρόνια αργότερα στο πλαίσιο της κρίσης στο Αιγαίο το 1996, μετά την κρίση των Ιμίων. Η τουρκική κυβέρνηση το απέρριψε ως νομικά άκυρο, με την αιτιολογία ότι δεν είχε κατατεθεί στην Κοινωνία των Εθνών στη Γενεύη. Αυτό, σύμφωνα με την τουρκική θέση, σημαίνει ότι η κυριαρχία σε έναν άγνωστο αριθμό μικρών νησίδων και βραχονησίδων στα Δωδεκάνησα παραμένει απροσδιόριστη και πρέπει να καθοριστεί με κάποια καινούργια σύμβαση. Αντίθετα, η ελληνική θέση υποστηρίζει την εγκυρότητα του προσαρτήματος αυτού. Πάντως το κύρος της ίδιας της σύμβασης, όσον αφορά την περιοχή του Αρκού και Καστελόριζου, δεν είναι υπό αμφισβήτηση.