Πυροβολείο ονομάζεται οποιοδήποτε οχυρωματικό έργο από το οποίο εκτελούνται βολές από ένα ή περισσότερα πυροβόλα. Παλαιότερα λεγόταν κανονιοστάσιο και ορίζονταν ως θέση των κανονιών πάνω στα φρούρια και σε άλλες οχυρωματικές θέσεις. Στη σύγχρονη μόνιμη οχυρωματική τα πυροβολεία αποτελούν συνήθως πύργους ή γοργύρους (χαμηλά ημικυκλικά ή ολοκυκλικά κτίσματα με υπόγεια σήραγγα ή περιφερειακό όρυγμα). Στην "οχυρωματική εκστρατείας" κατασκευάζονται ταχύεργα πυροβολεία με ανασκαφή των γαιών για την προστασία των πυροβολητών από τα εχθρικά πυρά.
Για την προκάλυψη του υλικού, από την όψη του εχθρού, χρησιμοποιούνται διάφορα φυσικά επιπροσθήματα π.χ. θάμνοι, συστάδες δένδρων, φυσικές κοιλότητες κ.λπ. ή ταχνητά παρόμοια όπως ειδικά δίκτυα παραλλαγής με τα οποία και καλύπτονται.

Γενικά η θεση τους προσδιορίζεται αφενός από τη σπουδαιότητα του χώρου και το σκοπό κάλυψης, αφετέρου συνδυάζοντας και το μέγιστο δυνατό ορατό τομέα ελέγχου. Τα αναγειρόμενα πυροβολεία σε ακτές προς αντιμετώπιση της από θαλάσσης προσβολής ονομάζονται επάκτια πυροβολεία. Τέτοια πυροβολεία υπήρχαν παλαιότερα στις εισόδους λιμένων και σε ακτές προσφερόμενες σε προσγειαλώσεις.
Μεγάλα πυροβολεία σε έκταση, επάνδρωση, και δύναμη πυρός ονομάζονται οχυρά, (π.χ. οχυρά Γραμμής Μεταξά). Σπουδαία πυροβολεία ήταν και εκείνα της φύλαξης γεφυρών, στενών διόδων κ.λπ.
Σημειώνεται επίσης ότι κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αναπτύχθηκε, περιορισμένα, από τον γερμανικό στρατό και ένα είδος "σιδηροδρομικού πυροβολείου" πάνω σε ειδικά διαμορφωμένο βαγόνι που παρέμεινε όμως στο στάδιο του πειραματισμού, λόγω του μεγάλου μειονεκτήματος της μοναδικής κατεύθυνσης βολής, εκείνης της σιδηροδρομικής γραμμής.

Στα πολεμικά πλοία οι πύργοι των πυροβόλων δεν ονομάζονται πυροβολεία, αλλά όλοι μαζί συγκροτούν το πυροβολικό του πλοίου, που λέγεται και ναυτικό πυροβολικό που διευθύνεται από τον Αξιωματικό Διευθυντή πυροβολικού (του πλοίου).

Δείτε επίσης

Επεξεργασία