Κερί (ουσία)
Ο όρος κερί αναφέρεται σε μια κατηγορία χημικών ενώσεων που είναι εύπλαστης στερεάς μορφής σε θερμοκρασίες περιβάλλοντος και λιώνουν σε θερμοκρασίες πάνω από περίπου 41° C δίνοντας ένα χαμηλού ιξώδους υγρό. Τα κεριά είναι αδιάλυτα στο νερό αλλά διαλυτά σε οργανικούς διαλύτες. Όλα τα κεριά είναι οργανικές ενώσεις, τόσο τα συνθετικά όσο και τα φυσικά. Αποτελούνται κατά κανόνα από μακριές αλυσίδες αλκυλίων. Τα φυσικά κεριά είναι συνήθως εστέρες λιπαρών οξέων και αλκοόλες μακράς αλυσίδας. Τα συνθετικά κεριά είναι μακράς αλυσίδας υδρογονάνθρακες άνευ χαρακτηριστικής ομάδας.
Με τον όρο κερί αναφέρεται επίσης και κερί σχηματοποιημένο σε κυλινδρική μορφή με πυρήνα από φιτίλι, το οποίο χρησιμοποιείται για φωτιστικούς και λατρευτικούς σκοπούς. Βάζοντας φωτιά στο φιτίλι, το κερί τροφοδοτεί τη φλόγα, με αποτέλεσμα τη σταδιακή καύση του κεριού και την παραγωγή φλόγας.
Φυτικά και ζωικά κεριά
ΕπεξεργασίαΤο πιο γνωστό ζωικό κερί είναι το κερί της μέλισσας. Κύριο συστατικό του κεριού μέλισσας είναι ένας εστέρας γνωστός με την ονομασία παλμιτική μυρικύλη[1] (myricyl palmitate), ουσία που χρησιμοποιούν οι μέλισσες για την κατασκευή των κηρηθρών τους. Το σημείο τήξης του είναι στους 62-67° C. Ένα άλλο αρκετά γνωστό ζωικά παραγόμενο κερί είναι το κητόσπερμα[2] το οποίο εξάγεται από τις κοιλότητες του κεφαλιού της φάλαινας φυσητήρα, έχει μια σειρά από ιδιαίτερες ιδιότητες χρήσιμες σε συγκεκριμένες εφαρμογές και έχει ως εκ τούτου αποτελέσει έναν από τους λόγους φαλαινοθηρίας αυτού του είδους φάλαινας.
Κεριά παράγωγα πετρελαίου
ΕπεξεργασίαΤα κεριά που προέρχονται από το αργό πετρέλαιο αποκαλούνται κεριά παραφίνης (ή και απλά παραφίνη) και είναι μίγματα κυρίως κανονικών αλκανίων και ισο-αλκανίων με αλυσίδες από 20 έως 40 ατόμων άνθρακα, δηλαδή με γενικό τύπο CnH2n+2 και 20 ≤ n ≤ 40, αλλά περιέχουν σε μικρό ποσοστό και ναφθένια και αρωματικά.
Σημειώσεις - Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Χημικός τύπος: CH3(CH2)14COO(CH2)12CH3. Για ονομασία κατά IUPAC και λεπτομερείς πληροφορίες μπορείτε να δείτε και την σχετική καταχώριση Αρχειοθετήθηκε 2012-03-10 στο Wayback Machine. στο www.chemindustry.com και τη σχετική καταχώριση στο pubchem.ncbi.nlm.nih.gov.
- ↑ Spermaceti, όρος που αποδίδεται ως κητόσπερμα ή σωστότερα λίπος κήτους. Η αρχική ονομασία πιθανά προέρχεται από παλιότερη λανθασμένη αντίληψη ότι αποτελεί το σπέρμα του κήτους.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επεξεργασία
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Wax της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες). |
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |