Κοντάκιον λέγεται μία υμνογραφική σύνθεση που αποτελείται από το προοίμιο και τους οίκους, που έχουν πρότυπο το προοίμιο. Αποτελεί δε ιδιαίτερο είδος της εκκλησιαστικής ποίησης, που ιστορικά άκμασε τον 6ο αι. με τον Ρωμανό τον Μελωδό και τον 7ο αι. Για τη Βυζαντινή μουσική είναι, έπειτα από μακρόχρονη εξελικτική πορεία, το πρώτο μεγάλο και ολοκληρωμένο είδος της. Το νέο αυτό είδος πλούτισε την Ποίηση με έργα μεγάλα και ένδοξα και από τον 8ο αι. αντικαταστάθηκε από τον Κανόνα. Από τα μακροσκελή Κοντάκια επέζησε το προοίμιο (κοντάκιο).

Ονομασία

Επεξεργασία

Ο Ρωμανός ο Μελωδός αγνοεί τον όρο και ονομάζει τα Κοντάκιά του ύμνους, αίνους, ψαλμούς, ωδές, προσευχές, κ.τ.ό. Περί το έτος 1000 επικράτησε ο όρος και οι συλλογές Κοντακίων ονομάστηκαν Κοντακάρια. Σε μεταγενέστερους χρόνους και μετά την επικράτηση τού Κανόνα, από τα εκτενή Κοντάκια επιβίωσε μόνο το προοίμιο, που ως τροπάριο ονομάζεται κοντάκιο, π.χ. το "Η Παρθένος σήμερον..." είναι ό,τι έμεινε από το Κοντάκιον τού Ρωμανού στη Γέννηση τού Χριστού.

Το όνομα Κοντάκιον (κοντός = βραχύς, σύντομος) οφείλεται στο γεγονός, ότι το προοίμιο ήταν μία περίληψη τού θέματος, που αναπτυσσόταν στους οίκους. Άλλοι το ετυμολογούν από το «κοντό» (= την τράπεζα ψαλτηρίου), όπου οι ψάλτες ακουμπούσαν συχνά τα λειτουργικά κείμενα. Άλλοι τέλος από το ξύλινο στέλεχος (κοντάρι) γύρω από το οποίο τυλισσόταν η μεμβράνη (κόνταξ), παράβαλε το διπλωματικό οφφίκιο τού άρχοντος των κοντακίων.

Η μορφή του

Επεξεργασία

Το προοίμιο αναφέρεται περιληπτικά στο θέμα του Κοντακίου. Ακολουθείται από τις στροφές, που ονομάζονται οίκοι. Η λέξη είναι μετάφραση της εβραϊκής αντίστοιχης, που σημαίνει οίκος, αλλά και στροφή (παράβαλε ιταλ. stanza = σπίτι, αλλά και στροφή). Οι οίκοι είναι απόλυτα όμοιοι μεταξύ τους και ακολουθούν ποιητικά και μουσικά το προοίμιο, τού οποίου η στιχουργική δομή είναι εντελώς διαφορετική. Συνδετικό στοιχείο τού προοιμίου με τους οίκους είναι: α) το εφύμνιο, που μπορεί να είναι ένας, δύο ή τρεις στίχοι που επαναλαμβάνονται ακριβώς οι ίδιοι (ή με ελαφρές παραλλαγές) στο προοίμιο και όλους τους οίκους. Π.χ. στο Κοντάκιο τού Ακαθίστου Ύμνου (τους Χαιρετισμούς όπως λέγεται πιο απλά) εφύμνιο είναι το «Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε» εναλλάξ με το «Αλληλούια». β) Επίσης το προοίμιο και οι οίκοι μελίζονται στον ίδιο μουσικό Ήχο.

Η ακροστιχίδα

Επεξεργασία

Συνεκτικό στοιχείο των οίκων είναι η ακροστιχίδα, που αποτελείται από το πρώτο γράμμα κάθε οίκου· το προοίμιο δεν περιλαμβάνεται ποτέ σε αυτήν. Μπορεί να είναι:

  • αλφαβητική (Α-Ω ή Ω-Α). Π.χ. στο Κοντάκιο τού Ακαθίστου είναι Α-Ω.
  • ονομαστική (φράση σχετική με τον ύμνο ή τον δημιουργό του). Π.χ. «Τού ταπεινού Ρωμανού ύμνος» (Κοντάκιο τού Ρωμανού τού Μελωδού) στη Γέννηση τού Χριστού.

Η ακροστιχίδα είναι πάντα πεζή, σε αντίθεση με τον Κανόνα, όπου -αν υπάρχει ακροστιχίδα- είναι πάντα έμμετρη (ιαμβική ή δακτυλική, προσωδιακή). Η ακροστιχίδα έχει ανατολική προέλευση: στους Ψαλμούς 33, 119, 145 τού Δαβίδ οι στίχοι αποτελούν ακροστιχίδα κατά το Εβραϊκό αλφάβητο· επίσης στους Θρήνους τού Ιερεμία. Οι Έλληνες και οι Λατίνοι τη γνώριζαν ως στιχουργικό παιχνίδι.

Άλλες μορφές ακροστιχίδας είναι: με διπλασιασμό των γραμμάτων:

Εις τον ΧΧρρυυσσόόσσττομον (ανωνύμου Κοντάκιο στον Άγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο) από τον Κώδικα 212 της Πάτμου.

Με μεσοστιχίδα και τελεστιχίδα:

Ζωήν ιδούσα Κυρίαν ξενοτρόπωΣ
Ασωμάτων τε Ράβδον ως άσπασΕ
Χορεί' επλάγη, Ηίσε χαρά και φόβΩ
Ανθήσασάν γε Σω τόκω, ω ΜαριάΜ
Ρυσαμένην σε Απ'αράς πάντ'έθνεΑ
Ινί πέλοντα Δούλα Σατάν πριν κέαΡ
Άχραντε ουκούν Ελπίς ούσα ιθύναΙ
Σώσουσα δ' ίθι Ικέτιν σοι ΚυρίΑ

όπου τα πρώτα γράμματα φτιάχνουν την ακροστιχίδα "Ζαχαρίας", τα μεσαία τη μεσοστιχίδα "Κρης άδει" και αυτά στο τέλος την τελεστιχίδα "σε, Ω Μαρία", που η ένωσή τους φτιάχνει μία φράση.

Οι ποιητές των Κοντακίων χρησιμοποιούν γλώσσα απλή και κατανοητή, σχεδόν δημώδη. Έτσι το έργο πλησιάζει την απέριττη και ανεπιτήδευτη γλώσσα των αρχαίων συναξαριακών κειμένων. Ωστόσο δεν λείπουν και οι σπάνιες ποιητικές και ρητορικές λέξεις, ανάλογα με την παιδεία και την πνευματική συγκρότηση τού υμνογράφου.

Παραδείγματα ομοιοκαταληξίας από τον Ακάθιστο Ύμνο: η χαρά εκλάμψει - η αρά εκλείψει, ανθρωπίνοις λογισμοίς – αγγέλων οφθαλμοίς, νεουργείται – βρεφουργείται, μύστις – πίστις, κ.λ.π.

Η μετρική

Επεξεργασία

Για πολλούς αιώνες (ως τα τέλη τού 19ου αι.) οι λόγιοι είχαν την άποψη, ότι οι χριστιανικοί ύμνοι ήταν πεζά κείμενα, που ζωντάνευαν με τη μουσική. Η άποψη υποστηρίχθηκε από τους: Λέοντα Αλάτιο, Κ. Σάθα, Ch. Loparev, E. Legrand. Άλλη άποψη ήθελε τους ύμνους να ακολουθούν τα αρχαία προσωδιακά μέτρα και υποστηρίχθηκε από τους W. Christ, Μ. Παρανίκα. Οι δύο απόψεις αυτές δεν υποστηρίζονται πια, καθώς έγινε αποδεκτό, ότι οι Βυζαντινοί ύμνοι ακολουθούν ρυθμοτονικά μέτρα, δηλ. βασίζονται, στο ότι κάθε στίχος έχει ίδιο αριθμό συλλαβών (ισοσυλλαβία) και τονίζονται οι ίδιες συλλαβές (ομοτονία). Αυτό παρατήρησε πρώτος ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων το 1830 στο έργο του "Περί της γνησίας προφοράς της Ελληνικής Γλώσσης".

Ωστόσο δημιουργήθηκαν τρεις τρόποι, που εφαρμόζεται το ρυθμοτονικό μέτρο: Πρώτα ο καρδινάλιος J. B. Pitra (1812-1889) ισχυρίστηκε πως η ρυθμοτονία είναι κανόνας απαράβατος και όπου δεν ετηρείτο έκανε διορθώσεις. Σε αυτό αντιπαρατέθηκε ο Κ. Krumbacher. Δεύτερη άποψη είναι αυτή των P. Maas, K. Trypanis, G. Grosdidier de Matons, Κ. Μητσάκη, οι οποίοι δέχονται την ισοσυλλαβία και ομοτονία· όπου αυτό δεν ήταν εφικτό για τον ποιητή, είχε την ελευθερία να επιλέξει άλλο μέτρο. Και αυτοί έκαναν παρεμβάσεις, υιοθετώντας τύπους όπως αγκάλων, θαλάσσων, νυμφιού, σάββατου, Άγγελους, Θώμας, κ.ά. Τρίτη ομάδα μελετητών διατύπωσαν, πως η μουσική είναι το προέχον στοιχείο και όχι η στιχουργία. Υπάρχει η ισοσυλλαβία και η ομοτονία και όπου δεν είναι εμφανής, μπορεί να αποκατασταθεί από τη μουσική, δηλ. υπάρχει ισοχρονία. Το φαινόμενο λέγεται τονή. Αυτό παρατήρησε ο H. Geisser το 1903 μελετώντας τους ειρμούς τού Κανόνα τού Πάσχα και τον ακολούθησε ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης, ο Νικόλαος Τωμαδάκης, ο Π. Τρέμπελας. Τα μέτρα βρίσκονται από τη μουσική, όχι από τις συλλαβές. Η ισοσυλλαβία και η ομοτονία δεν είναι απαρέγκλιτοι κανόνες.

Δημιουργός τού Κοντακίου φέρεται ο Ρωμανός ο Μελωδός, όπως αναφέρει ο Νικηφόρος Κάλλιστος ο Ξανθόπουλος, η συναξαριακή και μοναστική παράδοση, ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης, ο H.J.W. Tillyard, ο Egon Wellesz. Άλλοι ωστόσο ερευνητές θεωρούν, ότι το Κοντάκιο ήταν Συριακό δημιούργημα, που εισήγαγε στο Βυζάντιο ο Ελληνο-Σύρος Ρωμανός ο Μελωδός. Πράγματι υπήρχαν στην πλούσια Συριακή μουσική παράδοση οι ύμνοι madrasha και sugitha, που έχουν δομή με εφύμνιο, ακροστιχίδα και διάλογο. Υπάρχει ομοιότητα της έμμετρης ομιλίας τού Εφραίμ τού Σύρου (4ος αι.) με το Κοντάκιο τού Ρωμανού στη Δευτέρα Παρουσία. Την άποψη υποστήριξαν οι W. Meyer 1885, Th. M. Wehofer 1907, P. Maas, K. Trypanis, J. Grosdidier de Matons. Τρίτη άποψη θέλει το Κοντάκιο καθαρά Ελληνικό εύρημα, καθώς ο ύμνος "Παρθένιον" τού Μεθοδίου Πατάρων (απεβ. 311) έχει στροφές, εφύμνιο και ακροστιχίδα. Ο ύμνος θεωρείται πρόδρομος τού Κοντακίου. Επίσης η ομιλία στο Πάσχα τού Μελίτωνος Σάρδεων (2ος αι.) έχει έμμετρη κατασκευή· από την ομιλία προέρχεται η υμνολογία των Παθών. Ακόμη η ομιλία στον Ευαγγελισμό τού Πρόκλου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (434-446) περιέχει διάλογο με ομοιοκαταληξία και ακροστιχίδα. Επιπρόσθετα, πολλά κοντάκια εμπνέονται από ομιλίες Πατέρων της Εκκλησίας.

Φαίνεται πως η αλήθεια βρίσκεται στη γόνιμη σύζευξη των ξένων επιδράσεων με την Ελληνική παράδοση, όπως διατύπωσε ο Κ. Μητσάκης. Έτι προέκυψε νέο και καθαρό είδος, ιδιότυπο προϊόν τού Βυζαντινού Πολιτισμού. Και ο K. Krumbacher αναφέρει πως "τα προσωδιακά μέτρα των Αρχαίων δεν χρησιμοποιήθηκαν, καθώς στον Μεσαίωνα δεν υπήρχε πια ο διαχωρισμός σε μακρές και βραχείες συλλαβές. Δημιουργήθηκε ο ρυθμικός πεζός λόγος, που επαναλάμβανε ομοιόμορφα συμπλέγματα".

Σήμερα στον Όρθρο, μετά την ς΄ ωδή τού Κανόνα αναγιγνώσκεται το προοίμιο (κοντάκιο) και ο α΄ οίκος, κατάλοιπα ενός Κοντακίου· ακολουθεί το Συναξάριο της ημέρας. Επίσης στη Θ. Λειτουργία ένα προοίμιο (κοντάκιο) ψάλλεται πριν το Αποστολικό Ανάγνωσμα. Αυτή η τάξη στο Τυπικό της Εκκλησίας δημιουργήθηκε μετά την επικράτηση τού Κανόνα· ποια όμως ήταν η θέση όλου τού Κοντακίου πιο πριν; Μάλλον πήρε τη θέση των αρχαίων ύμνων, που ανέπτυσσαν με απλό, δημώδη λόγο και διηγηματικά τη σημασία της εορτής, χωρίς υμνητικό τόνο (Νικόλαος Τωμαδάκης) ή τη θέση των Αγιολογικών εγκωμίων (P. Maas).

Ο τρόπος της εκτέλεσής του φαίνεται πως ήταν η ανάγνωση· ψαλλόταν μόνο το προοίμιο (Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμεύς) ή το εφύμνιο (J.B. Pitra). Ίσως ψαλλόταν όλο το Κοντάκιο, διότι στα χειρόγραφα αναφέρεται η ένδειξη τού Ήχου. Τα πρώτα σημάδια μουσικής σημειογραφίας είναι τού 10ου αι. και δεν ξέρουμε πως εκτελείτο το Κοντάκιο πιο πριν.

Από άποψη περιεχομένου (σκοπού) διαιρούνται σε:

  • Βιβλικά: με θέμα τη θυσία τού Αβραάμ, τον Νώε, τους Τρεις Παίδες στην κάμινο, τη Γέννηση τού Χριστού, τα θαύματα, τη Σταύρωση, την Ανάσταση, κ.λ.π.
  • Αγιολογικά: με θέμα τον βίο τού πανηγυριζομένου Αγίου. Ο Ρωμανός έγραψε 16 τέτοια Κοντάκια, αλλά το θέμα αυτό προτιμάτε την εποχή της παρακμής τού είδους.
  • Περιστασιακά: Ο Ρωμανός έγραψε για τη Στάση τού Νίκα, για τα εγκαίνια τού ναού της Σοφίας τού Θεού, "εις έκαστον σεισμόν και εμπρησμόν".

Από άποψη μουσικής εκτέλεσης χωρίζονται σε:

  • ιδιόμελα, όπου οι οίκοι δεν ακολουθούν το μέλος τού προοιμίου, αλλά δικό τους (ίδιον) μέλος.
  • αυτόμελα, όπου οι οίκοι έχουν το αυτό μέλος με το προοίμιο. Ο ποιητής έχει τη μουσική φόρμα, προς την οποία προσαρμόζει σχολαστικά το λόγο του. Έτσι όλα τα τροπάρια ισοσυλλαβούν και ομοτονούν.

Όταν το είδος δεν ήταν πια σε χρήση, για να μην χαθούν εκλεκτά ποιητικά κείμενα, δημιουργήθηκαν συλλογές, τα Κοντακάρια. Αυτό ξεκίνησε από τον 10ο αι. και τα σημαντικότερα είναι:

  • ο Βατοπεδικός κώδικας 1041 (10ου-11ου αι.) με 23 πλήρη Κοντάκια τού Ρωμανού και αποσπάσματα από 15 άλλους.
  • ο κώδικας Γ 27 της Μ. Λαύρας (10ου-11ου αι.) ίσως από τη Θεσσαλονίκη· ελλείπουν μερικά φύλλα. Ο Γ 28 της Μ. Λαύρας (11ου αι.) περιλαμβάνει Κοντάκια από την Ύψωση τού Σταυρού ως τη Μ. Τετάρτη.
  • ο 212 και 213 (11ου αι.) της Μ. Πάτμου με 33 πλήρη Κοντάκια των ακινήτων εορτών και 45 των κινητών αντίστοιχα, έργα τού Ρωμανού.
  • οι 925, 926, 927 τού Σινά (10ου, 11ου, 13ου αι.) περιέχουν συνολικά 9 πλήρη Κοντάκια τού Ρωμανού και 59 αποσπασματικά.