Ο κουβουκλείσιος ήταν τίτλος ο οποίος απονεμόταν από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες σε εκκλησιαστικούς αρχιθαλαμηπόλους, ειδικότερα εκείνους του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Η ύπαρξη του τίτλου αναφέρεται για πρώτη φορά κατά την διάρκεια της Β΄ Συνόδου της Νίκαιας, το 787, ενώ εμφανίζεται σε γραπτές πηγές και σφραγίδες των κατόχων του έως τα τέλη του 11ου αιώνα, όταν και πιθανώς καταργήθηκε.[1] Οι κουβουκλείσιοι ήσαν το εκκλησιαστικό αντίστοιχο των οικειακών υπηρετών του αυτοκράτορα, των κουβικουλάριων. Αρχικά ο συγκεκριμένος τίτλος παραχωρείτο από τους αυτοκράτορες, αν και κατά την διάρκεια του 11ου αιώνα ο ισχυρός πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος ανέλαβε ο ίδιος το συγκεκριμένο προνόμιο.[1]

Σύμφωνα με το Τακτικόν Μπενέσεβιτς, το οποίο χρονολογείται περί το 934/944, υπήρχαν δύο κατηγορίες κουβουκλείσιων, οι ιερείς και οι διάκονοι. Η συγκεκριμένη θέση, συνήθως, συνδυαζόταν με άλλα αξιώματα της εκκλησιαστικής διοικήσεως, όπως εκείνα του χαρτοφύλακα ή του σκευοφύλακα. Ήταν επίσης δυνατό να κατέχεται από μοναχούς.[1]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 Kazhdan 1991, σελ. 1155.

Πηγές Επεξεργασία