Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Κτήσιππος είναι γνωστός ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης. Ο πατέρας του λεγόταν Πολυθέρσης. Ο Κτήσιππος αναφέρεται σε δύο διαφορετικές ραψωδίες στην Οδύσσεια του Ομήρου. Στη ραψωδία υ, στίχοι 287 κ.ε., χαρακτηρίζεται ως «ανήρ αθεμίστια ειδώς» («πιο διαστρεμμένος» κατά τη μετάφραση του Ζ. Σίδερη), με πολλά πλούτη, καταγόμενος από τη Σάμη. Λέει στους άλλους μνηστήρες ότι θα χαρίσει κι αυτός κάτι στον μεταμφιεσμένο σε ζητιάνο Οδυσσέα «γιατί είναι κρίμα κι άδικο του Τηλεμάχου οι ξένοι / όσοι έρχονται στο σπίτι του να μείνουν στερημένοι», και ευθύς πετάει ένα πόδι βοδιού για να χτυπήσει τον Οδυσσέα: «... μα χτύπησε το στερεωμένο τοίχο, / γιατί ο Δυσσέας έγειρε την κεφαλή του λίγο / να το ξεφύγει και πικρά χαμογελούσε εντός του.» Ο Τηλέμαχος, που είναι παρών, κατακρίνει τον Κτήσιππο: «Αυτό όπως ήρθε, Κτήσιππε, καλό δικό σου βγήκε. / Τον ξένο δεν τον πέτυχες, γιατί έσκυψε μονάχος, / ειδέ με λάζο μυτερό θα σου άνοιγα τα σπλάχνα. / Τότε ο πατέρας σου ταφή θα ετοίμαζε αντί γάμο / εδώ. Γι' αυτό μην κάνετε στο σπίτι μου αηδίες.» (υ 300-308).

Στη ραψωδία χ (στίχοι 279 κ.ε.) ο Κτήσιππος εμφανίζεται να μάχεται κατά τη μνηστηροφονία: «Και του Ευμαίου ο Κτήσιππος πιο πάνω απ' την ασπίδα / του χάραξε τον ώμο του με το μακρύ κοντάρι, / κι έτσι όπως πέρασε ψηλά, έπεσε πίσω κάτω». Στη συνέχεια ωστόσο ο βουκόλος χτύπησε το Κτήσιππο στο στήθος και του είπε: «Να, Κτήσιππε, περίγελο, άλλη φορά να μάθεις / να μην παινιέσαι αστόχαστα, μον τους θεούς ν' αφήνεις, / πούναι από σένα ανώτεροι, αυτοί ν' αποφασίζουν. / Σε πλέρωσα για την κλωτσιά που του θεϊκού Δυσσέα / τούδωσες μεσ' στο σπίτι του σαν ήρθε σα ζητιάνος» (χ 287-291)


Πηγές Επεξεργασία

  • Κρουσίου: Λεξικόν Ομηρικόν, διασκευή από την έκτη γερμανική έκδ. υπό Ι. Πανταζίδου, έκδοση «Βιβλιεκδοτικά καταστήματα Αναστασίου Δ. Φέξη», Αθήνα 1901, σελ. 504
  • Ομήρου Οδύσσεια, αρχαίον κείμενον - έμμετρος μετάφρασις Ζησίμου Σίδερη, εκδ. οίκος Ιωάννου & Π. Ζαχαροπούλου, Αθήνα 1939