Κωνσταντίνος Λιψ

Βυζαντινός ναύαρχος

Ο Κωνσταντίνος Λιψ (αποβιώσας στις 20 Αυγούστου 917) ήταν Βυζαντινός αριστοκράτης και ναύαρχος ο οποίος έζησε κατά την διάρκεια του ύστερου 9ου αιώνα και των αρχών του 10ου αιώνα. Σκοτώθηκε το 917 κατά την διάρκεια της Μάχης του Αχελώου ενάντια στους Βούλγαρους. Ο Κωνσταντίνος Λιψ είναι περισσότερο γνωστός ως ο ιδρυτής μοναστηριού το οποίο και έφερε το όνομά του στην Κωνσταντινούπολη.

Κωνσταντίνος Λιψ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση9ος αιώνας[1]
Θάνατος917
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααξιωματικός του ναυτικού
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςναύαρχος

Βιογραφία

Επεξεργασία
 
Εσωτερικό της εκκλησίας της Θεοτόκου Παναχράντου, η οποία ανεγέρθη από τον Λιψ.

Τα στοιχεία αναφορικά με τον βίο του Κωνσταντίνου είναι συγκεχυμένα και αποτελούν αντικείμενο εικασιών. Είναι γνωστό πως κατά την περίοδο της βασιλείας του Αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού (βασίλευσε μεταξύ 886-912), αναστήλωσε μοναστήρι ευρισκόμενο πλησίον της Εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, το οποίο, σήμερα, είναι ταυτοποιημένο με το Φεναρί Ίσα Τζαμί, χάρη σε μια τμηματική επιγραφή η οποία μνημονεύει την αφιέρωσή της στη Θεοτόκο. Η ημερομηνία του εγκαινιασμού συνήθως τοποθετείται περί το 907/908.[2][3][4] Ο Κωνσταντίνος Λιψ συμμετείχε, επίσης, στην αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος υπό τον εξέχοντα στρατηγό Κωνσταντίνο Δούκα εναντίον του νομίμου διαδόχου του θρόνου, Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, (βασίλευσε μεταξύ 913-959) τον Ιούλιο του 913, μετά τον θάνατο του αδερφού και διαδόχου του Λέοντα, Αλεξάνδρου (βασίλευσε μεταξύ 912-913). Μετά την καταστολή του, αριθμός ευγενών οι οποίοι ήσαν ή υπήρχαν υποψίες πως ήσαν αναμειγμένοι στο πραξικόπημα εκτελέστηκαν, ενώ άλλοι διέφυγαν της πόλης, μεταξύ αυτών και ο Κωνσταντίνος Λιψ.[2][5] Στις 20 Αυγούστου 917, σκοτώθηκε κατά την διάρκεια της Μάχης του Αχελώου, πολεμώντας εναντίον βουλγαρικών στρατευμάτων υπό την ηγεσία του Συμεών Α΄.[2][6]

Ο Κωνσταντίνος Λιψ έχει επίσης ταυτιστεί από σύγχρονους ακαδημαϊκούς με άλλα δύο άτομα τα οποία έφεραν το όνομα Λιψ, των οποίων οι δραστηριότητες πιστεύεται πως έχουν εσφαλμένα αποδοθεί σε ύστερη χρονική περίοδο από βυζαντινές πηγές.[7] Ο πρώτος εξ'αυτών έχει καταγραφεί από τον Κωνσταντίνο Ζ΄ ως πρωτοσπαθάριου και δομέστικου της υπουργίας (επικεφαλής βοηθός του επί της τραπέζης), ενώ αργότερα (πιθανώς κατά την εποχή της απόπειρας πραξικοπήματος του 913) ανήλθε στα αξιώματα του πατρικίου και μεγάλου εταιρειάρχη.[2][3] Υπηρέτησε, επίσης, ως αυτοκρατορικός απεσταλμένος στον Γρηγορίου Α΄, του Αρμένιου ηγεμόνα του Ταρών. Κατά την πρώτη διπλωματική αποστολή, επέστρεψε συνοδευόμενος από τον υιό του Γρηγορίου, Ασώτιο, ο οποίος έγινε δεκτός από τον Λέοντα και έλαβε το αξίωμα του πρωτοσπαθάριου. Ο Λιψ συνόδευσε τον Ασώτιο κατά την επιστροφή στον πατέρα του, ενώ επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη συνοδευόμενος από τον αδερφό του Γρηγορίου (γνωστόν μόνον με το αραβικό όνομά του, Αμπού Γανίμ), ο οποίος επίσης έλαβε το αξίωμα του πρωτοσπαθάριου.[8] Ο Κωνσταντίνος συνόδευσε και τον Αμπού Γανίμ κατά το ταξίδι της επιστροφής του. Όταν ο τελευταίος επισκέφτηκε εκ νέου την Κωνσταντινούπολη λίγα χρόνια αργότερα, παντρεύθηκε μια κόρη του Κωνσταντίνου. Σε άλλη διπλωματική αποστολή η οποία έλαβε χώρα λίγο καιρό αργότερα, ο Λιψ έπεισε τον ίδιο τον Γρηγόριο να επισκεφτεί την Κωνσταντινούπολη, όπου και έγινε δεκτός με μεγαλοπρέπεια και έλαβε το ύψιστο αξίωμα του μάγιστρου και τον τίτλο του στρατηγού του Ταρών. Έπειτα από μια παρατεταμένη παραμονή, συνοδεύτηκε κατά την επιστροφή του στα εδάφη του από τον Λιψ.[8]

Τα μεταγενέστερα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως επίσης αναφέρονται σε κάποιον Λιψ, πατρίκιο και δρουγγάριο του στόλου, ο οποίος ίδρυσε μοναστήρι και ξενώνα κατά την διάρκεια της ύστερης περιόδου βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ΄, ωστόσο είναι αδύνατο να ειπωθεί με βεβαιότητα κατά πόσο πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.[2][9]

Ο Κωνσταντίνος Λιψ είχε έναν υιό, τον πατρίκιο Βάρδα Λιψ, ο οποίος ενεπλάκη σε συνωμοσία εναντίον του Αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄ (βασίλευσε μεταξύ 959-963) το 962. Αποτελεί, επίσης, τον τελευταίο γνωστό εκπρόσωπο της οικογένειας Λιψ.[9]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Ανακτήθηκε στις 23  Νοεμβρίου 2018.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Guilland 1967, σελ. 189.
  3. 3,0 3,1 Kazhdan 1991, σελίδες 1232–1233.
  4. van Millingen 1912, σελίδες 123–125, 131.
  5. Kazhdan 1991, σελ. 657; van Millingen 1912, σελίδες 126–127.
  6. Kazhdan 1991, σελ. 1232; van Millingen 1912, σελ. 127.
  7. πρβλ. Whittow 1996, σελ. 232.
  8. 8,0 8,1 Guilland 1967, σελ. 188.
  9. 9,0 9,1 Kazhdan 1991, σελ. 1233.
  • Guilland, Rodolphe (1967). Recherches sur les Institutions Byzantines, Tome II (στα Γαλλικά). Berlin: Akademie-Verlag. 
  • Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. New York and Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-504652-6. 
  • Lilie, Ralph-Johannes; Ludwig, Claudia; Zielke, Beate και άλλοι., επιμ. (2013) (στα γερμανικά). Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit Online. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften. Nach Vorarbeiten F. Winkelmanns erstellt. De Gruyter. http://www.degruyter.com/view/db/pmbz. 
  • van Millingen, Alexander (1912). Byzantine Churches of Constantinople. London, United Kingdom: MacMillan & Company. 
  • Whittow, Mark (1996). The Making of Byzantium, 600–1025. Berkeley and Los Angeles, California: University of California Press. ISBN 0-520-20496-4.