Λαβραδορίτης

(Ανακατεύθυνση από Λαβραδόριο)

Το λαβραδόριο (αγγλ. labradorite) είναι τεκτοπυριτικό ορυκτό της ομάδας των αστρίων, υποομάδας πλαγιοκλάστων. Το όνομά του προέρχεται από την χερσόνησο του Λαμπραντόρ του Καναδά, όπου πρωτοβρέθηκε.

Λαβραδόριο
Λαβραδόριο. Προέλευση: Μαδαγασκάρη
Γενικά
ΚατηγορίαΤηκτοπυριτικά: Άστριοι, Πλαγιόκλαστα
Χημικός τύπος(Ca,Na)(Si,Al)4O8
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά
Πυκνότητα2,7 gr/cm3
ΧρώμαΛευκό, γκρίζο, γκριζομέλαν, χαρακτηριστικού ιριδισμού
Σύστημα κρυστάλλωσηςΤρικλινές
ΚρύσταλλοιΛεπτοπλακώδεις
ΥφήΣυμπαγής έως κοκκώδης
ΔιδυμίαΧαρακτηριστική αστρίων (Νόμοι Carlsbad, Baveno, Manebach)
Σκληρότητα6 - 6,5
ΣχισμόςΤέλειος {001} ατελής {010}
ΘραύσηΚογχοειδής έως ανώμαλη
ΛάμψηΥαλώδης, μαργαριτώδης (από σχισμό)
Γραμμή κόνεωςΛευκή
ΠλεοχρωισμόςΌχι

Είναι κοινότατο ορυκτό, ανευρισκόμενο σε σιδηρομαγνησιούχα εκρηξιγενή πετρώματα και ανορθοσίτες. Σπανιότερα βρίσκεται σε μεταμορφωσιγενή πετρώματα, ενώ απαντά και σε ιζηματογενή πετρώματα υπό μορφή θραυσμάτων. Σχετίζεται με ολιβίνη, πυροξένους, αμφιβόλους και μαγνητίτη.

Είναι από τους ελάχιστους αστρίους που εμφανίζουν κάποια οικονομική σημασία, καθώς χρησιμοποιείται για την κατασκευή διακοσμητικών αντικειμένων, λόγω του έντονου μπλε - ιώδους ιριδισμού που εμφανίζει. Αποτελεί, επίσης, συστατικό του ημιπολύτιμου λίθου λάπις λάζουλι.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks, READ BOOKS, 2008 ISBN 1443742244
  • Frederick H. Pough, Roger Tory Peterson, Jeffrey (PHT) Scovil, A Field Guide to Rocks and Minerals, Houghton Mifflin Harcourt, 1988 ISBN 039591096X
  • Walter Schumann, R. Bradshaw, K. A. G. Mills, Handbook of Rocks, Minerals and Gemstones, Houghton Mifflin Harcourt, 1993 ISBN 0395511372