Η λυσοζύμη (αγγλ. Lysozyme), επίσης λευκοκυτταρική λυσοζύμη, είναι ένζυμο, γνωστό χημικώς ως μουραμιδάση (N-acetylmuramide glycanhydrolase), το οποίο ως αντιμικροβιακό ένζυμο, παίζει καθοριστικό ρόλο στο ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού. Ανακαλύφτηκε από τον σπουδαίο βιολόγο Σερ Αλεξάντερ Φλέμινγκ το 1922.[1]

Κρύσταλλοι λυσοζύμης χρωματισμένοι με κυανούν ή μπλε του μεθυλενίου.

Η λυσοζύμη είναι μια υδρολάση γλυκοσιδίου η οποία καταλύει την υδρόλυση του 1,4-β-δεσμού μεταξύ του Ν-ακετυλομουραμικού οξέως και του κατάλοιπου Ν-ακέτυλο-D-γλυκοσαμίνης στην πεπτιδογλυκάνη, η οποία είναι το κύριο συστατικό στο κυτταρικό τοίχωμα των θετικών κατά γκραμ βακτηρίων.[2] Η υδρόλυση στη συνέχεια υπονομεύει την ακεραιότητα του βακτηριακού τοιχώματος, με αποτέλεσμα τη λύση του βακτηρίου.

Από βιοχημικής άποψης, η λυσοζύμη είναι ένα πολυπεπτίδιο που δομείται από 129 διαφορετικά αμινοξέα και η δράση της είναι εξόχως βακτηριοκτόνος. Απαντάται με φυσικό τρόπο στον ανθρώπινο οργανισμό και αποτελεί "όπλο" στο αμυντικό σύστημα της βλεννογόνου, ενώ έχει συνεχή δράση στον φάρυγγα αποτρέποντας την εκεί προσκόλληση επιβλαβών βακτηρίων. Πρόσθετα, απαντάται στη χημική σύσταση των δακρύων -ουσιαστικά αποτελεί περίπου το 25% των συνολικών πρωτεϊνών των- και συντίθεται στους δακρυϊκούς αδένες καθώς στον αδένα του επιπεφυκότα. Με τη συνεχή δράση της, μειώνει την πιθανότητα των λοιμώξεων και των προσβολών από βακτήρια, στους οφθαλμούς.

Παραπομπές Επεξεργασία