Μαιρί σε γαλλόφωνα κράτη και περιοχές είναι μικρού μεγέθους δημοτική αυτοδιοίκηση, ενίοτε με ληξιαρχείο και δημοτολόγιο, καθώς και το κτίριο που στεγάζει τις υπηρεσίες αυτές.[1] Συναντάται σε μικρές επαρχίες, που δεν είναι ενταγμένες σε κάποια μεγαλύτερη πόλη. Συχνά συναντάται σε συνδυασμό και με αίθουσα μικρού σχολείου, οπότε ονομάζεται Μαιρί-Εκόλ (Mairie-École). Αντίστοιχό του στις μεγαλύτερες πόλεις είναι το Οτέλ ντε Βίλ ή δημαρχείο.

Μαιρί στην κοινότητα Ετρετά (Γαλλία).
Μαιρί στο Σαο ε Λουάρ

Η ετυμολογική προέλευση του όρου είναι από το λατινικό maior, και το γαλλικό maire, τον δήμαρχο.[2]. Συναντάται από τον 13ο αιώνα, ενώ στον 14ο αιώνα συναντάται και ως mairerie.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Sachs-Villatte: Enzyklopädisches Französisch-Deutsches Wörterbuch, Langenscheidtsche Verlagsbuchhandlung, Berlin.
  2. [Maire. Trésor de la Langue Française informatisé. Académie, 9ème édition. Outils et Ressources pour un Traitement Optimisé de la Langue http://www.cnrtl.fr/definition/academie9/maire]