Δεν πρέπει να συγχέεται με την φυλή Μαχλί των ομόσπονδων πολιτειών της Ινδίας: Δυτικής Βεγγάλης και Τζαρκάντ ή με το χωριό Μαλλί του Αζερμπαϊτζάν ή το ινώδες υλικό μαλλί.

Οι Μαλλοί ή Μαλχί (αγγλικά: Malhi) είναι φυλή κυρίως της κάστας των παραδοσιακών κτηνοτρόφων Τζατ από την περιοχή της Πενταποταμίας (σήμερα Παντζάμπ), ανάμεσα στην Ινδία και το Πακιστάν. Οι Μαλχί είναι κυρίως Ινδουιστές και Σιχ στην Ινδία, και κυρίως Μουσουλμάνοι στο Πακιστάν. Η προηγούμενη διαμονή τους ήταν κυρίως στην περιοχή γύρω από την περιφέρεια Σιαλκότ (περιοχή στην πρώην περιφέρεια του Δυτικού Παντζάμπ, στο Πακιστάν). Οι Μαλχί ήταν συχνά πλούσιοι γαιοκτήμονες που ζούσαν στο βορειοανατολικό Παντζάμπ.

Ιστορία Επεξεργασία

  • Οι Μαλλοί ή Μάλλοι ή Μαλλιανοί, στην αρχαιότητα ήλεγχαν την ομώνυμη περιοχή τους, το βασίλειο των Μαλλών με πρωτεύουσα πόλη την ομώνυμη πόλη των Μαλλών (άρθρο σε ονομαστική πληθυντικού: οι Μάλλοι ή οι Μαλλοί), πιθανόν τη σημερινή πόλη του Μουλτάν στο Πακιστάν,[1] τις γύρω περιοχές και τα μέρη της γεωγραφικής περιοχής Μάλβα (αγγλικά: Malwa) του Ρατζαστάν.
  • Η επιρροή τους είχε συρρικνωθεί κυρίως στον έλεγχο μόνο της πρωτεύουσάς τους και των κοντινών περιχώρων κατά τη στιγμή που έφτασε ο Μέγας Αλέξανδρος με τη στρατιά του, το 326 π.Χ..[2][3][4] Ο Αλέξανδρος προέβη στην Πολιορκία των Μαλλών αμέσως μόλις οι Μαλλοί αρνήθηκαν το αίτημά του για άνευ όρων παράδοση σε αντάλλαγμα της ζωής τους και της διατήρησης των προνομίων τους στην περιοχή τους. Η πολιορκία ήταν παρατεταμένη και αιματηρή (ο ίδιος δε ο Αλέξανδρος τραυματίσθηκε βαριά, από βέλος),[5][6] και τελείωσε με την ήττα των Μαλλών και τη σφαγή των κατοίκων της πρωτεύουσάς τους.[7]
  • Μετά την ήττα που υπέστησαν από τον Αλέξανδρο, ο πληθυσμός των Μαλλών συρρικνώθηκε σημαντικά, οι Μαλλοί απώλεσαν τον έλεγχο πάνω στα περισσότερα από τα προηγούμενα εδάφη τους και η ιστορική ύπαρξή τους ξεθώριασε ή εμφανίστηκε έκτοτε πολύ σπάνια.
  • Καθώς τα ποτάμια στην περιοχή Μουλτάν άρχισαν να στερεύουν, οι Μαλλοί μετακινήθηκαν προς τα ανατολικά σε ανεύρεση περισσότερης εύφορης γης και έφτασαν έως τη βορειοανατολική Πενταποταμία (Παντζάμπ), όπως και πολλές άλλες φυλές παραδοσιακών κτηνοτρόφων Τζατ.
  • Την εποχή της βασιλείας του, ο Σάχη Τζαχάν (αγγλικά: Shah Jahan ή Shahjahan ή Rai Jani, που προσηλυτίστηκε στον ισλαμισμό, και μετονομάσθηκε Muhammad Jani), ο οποίος ήταν πρόγονος της οικογένειας Μπαντχομάλχι (αγγλικά: Badhomalhi) και απόγονος των Μπάντο (αγγλικά: Baddo) διευκόλυνε ένα μεγάλο μέρος των Μαλχί να μετατραπούν σε ισλαμιστές και με τη σειρά τους τούς παραχωρήθηκαν φεουδαρχικά δικαιώματα τύπου Τζαγκίρ (αγγλικά: Jagir). Τα δικαιώματα αυτά εκτείνονταν από την πόλη Εμιναμπάντ (αγγλικά: Eminabad) της περιοχής Γκουτζρανβάλα (αγγλικά: Gujranwala) έως την πόλη Ναουραγκαμπάντ (αγγλικά: Naurangabad) της περιοχής Ράγια (αγγλικά:tehsil Raya). [8]

Λιοντάρια Μαλχί Επεξεργασία

  • Σχετικά με τα λιοντάρια Μαλχί, υπάρχει επίσης βιβλιογραφική αναφορά, είτε πρόκειται περί ενός διαφορετικού τύπου των Αιλουρίδων, είτε απλά για εξημερωμένα λιοντάρια, που λέγεται ότι προσφέρθηκαν στον Μέγα Αλέξανδρο από τους Μαλχί στη βόρεια Ινδία.[9]

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές - σημειώσεις Επεξεργασία

  1. «Home - City District Government Multan». www.multan.gov.pk. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2011. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2018. 
  2. Arrian 1893, Σελ. 304.
  3. Dodge 1890, Σελ. 601.
  4. Arrian 6.8 Αρριανός, «Αλεξάνδρου Ανάβασις». Βιβλίο 6, παράγραφοι 6.8: «[6.8] Μείνας δὲ αὐτοῦ μίαν ἡμέραν καὶ ἀναπαύσας τὴν στρατιὰν τῇ ὑστεραίᾳ προὐχώρει ὡς ἐπὶ τοὺς ἄλλους Μαλλούς. καὶ τὰς μὲν πόλεις ἐκλελοιπότας καταλαμβάνει, αὐτοὺς δὲ ἔμαθεν ὅτι πεφευγότες εἶεν ἐς τὴν ἔρημον. καὶ ἐνταῦθα αὖθις μίαν ἡμέραν ἀναπαύσας τὴν στρατιὰν ἐς τὴν ἐπιοῦσαν Πείθωνα μὲν καὶ Δημήτριον τὸν ἱππάρχην πρὸς τὸν ποταμὸν ὀπίσω ἀπέπεμψεν, ὧν τε αὐτοὶ ἡγοῦντο ἄγοντας καὶ πρὸς τούτοις ψιλῶν τάξεις δοὺς αὐτοῖς ὅσαι ἱκαναὶ πρὸς τὸ ἔργον. προσέταξε δὲ παρὰ τῇ ὄχθῃ τοῦ ποταμοῦ ἰόντας, εἴ τισι περιτυγχάνοιεν τῶν ἐς τὰς ὕλας ξυμπεφευγότων, αἳ δὴ πολλαὶ πρὸς τῇ ὄχθῃ τοῦ ποταμοῦ ἦσαν, τούτους κτείνειν, ὅσοι μὴ ἐθελονταὶ σφᾶς ἐνδιδοῖεν. καὶ πολλοὺς καταλαβόντες ἐν ταῖς ὕλαις οἱ ἀμφὶ Πείθωνά τε καὶ Δημήτριον ἀπέκτειναν. Αὐτὸς δὲ ἦγεν ἐπὶ τὴν μεγίστην τῶν Μαλλῶν πόλιν, ἵνα καὶ ἐκ τῶν ἄλλων πόλεων πολλοὺς ξυμπεφευγέναι αὐτῷ ἐξηγγέλλετο. ἀλλὰ καὶ ταύτην ἐξέλιπον οἱ Ἰνδοὶ ὡς προσάγοντα Ἀλέξανδρον ἔμαθον. διαβάντες δὲ τὸν Ὑδραώτην ποταμὸν ἐπὶ ταῖς ὄχθαις αὐτοῦ, ὅτι ὑψηλαὶ αἱ ὄχθαι ἦσαν, παρατεταγμένοι ἔμενον, ὡς εἴρξοντες τοῦ πόρου Ἀλέξανδρον. καὶ ταῦτα ὡς ἤκουσεν, ἀναλαβὼν τὴν ἵππον τὴν ἅμα αὐτῷ πᾶσαν ᾔει ὡς ἐπὶ τὸν Ὑδραώτην, ἵναπερ παρατετάχθαι τοὺς Μαλλοὺς ἐξηγγέλλετο. οἱ δὲ πεζοὶ ἕπεσθαι αὐτῷ ἐτάχθησαν. ὡς δὲ ἀφίκετό τε ἐπ´ αὐτὸν καὶ ἐν τῷ πέραν τοὺς πολεμίους τεταγμένους κατεῖδεν, ὡς εἶχεν ἐκ τῆς ὁδοῦ ἐμβάλλει ἐς τὸν πόρον ξὺν τῇ ἵππῳ μόνῃ. οἱ δὲ ἰδόντες ἐν μέσῳ τοῦ ποταμοῦ ὄντα ἤδη Ἀλέξανδρον κατὰ σπουδὴν μέν, ξυντεταγμένοι δὲ ὅμως ἀπεχώρουν ἀπὸ τῆς ὄχθης• καὶ Ἀλέξανδρος ξὺν μόνῃ τῇ ἵππῳ εἵπετο. ὡς δὲ κατεῖδον ἱππέας μόνους, ἐπιστρέψαντες οἱ Ἰνδοὶ καρτερῶς ἐμάχοντο πλῆθος ὄντες ἐς πέντε μυριάδας. καὶ Ἀλέξανδρος ὡς τήν τε φάλαγγα αὐτῶν πυκνὴν κατεῖδε καὶ αὐτῷ οἱ πεζοὶ ἀπῆσαν, προσβολὰς μὲν ἐποιεῖτο ἐς κύκλους παριππεύων, ἐς χεῖρας δὲ οὐκ ᾔει τοῖς Ἰνδοῖς. καὶ ἐν τούτῳ παραγίγνονται αὐτῷ οἵ τε Ἀγριᾶνες καὶ ἄλλαι τάξεις τῶν ψιλῶν, ἃς δὴ ἐπιλέκτους ἅμα οἷ ἦγε, καὶ οἱ τοξόται• οὐ πόρρω δὲ οὐδὲ ἡ φάλαγξ ἐφαίνετο τῶν πεζῶν. καὶ οἱ Ἰνδοὶ ὁμοῦ σφισι πάντων τῶν δεινῶν προσκειμένων ἀποστρέψαντες ἤδη προτροπάδην ἔφευγον ἐς πόλιν ὀχυρωτάτην τῶν πλησίον. καὶ Ἀλέξανδρος ἑπόμενός τε αὐτοῖς πολλοὺς ἔκτεινε καὶ ὡς ἐς τὴν πόλιν οἱ διαφυγόντες κατειλήθησαν, πρῶτα μὲν τοῖς ἱππεῦσιν ἐξ ἐφόδου ἐκυκλώσατο τὴν πόλιν• ὡς δὲ οἱ πεζοὶ αὐτῷ παρῆσαν, ταύτῃ μὲν τῇ ἡμέρᾳ περιστρατοπεδεύει ἐν κύκλῳ τοῦ τείχους, ὅτι οὐ πολύ τε τῆς ἡμέρας ὑπελείπετο ἐς τὴν προσβολὴν καὶ ἡ στρατιὰ αὐτῷ ὑπότε πορείας μακρᾶς οἱ πεζοὶ καὶ ὑπὸ διώξεως συνεχοῦς οἱ ἵπποι καὶ οὐχ ἥκιστα κατὰ τὸν πόρον τοῦ ποταμοῦ τεταλαιπωρήκεσαν». [1].
  5. Arrian 6.9 Αρριανός, «Αλεξάνδρου Ανάβασις». Βιβλίο 6, παράγραφοι 6.9: «[6.9] Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ διχῇ διελὼν τὸν στρατὸν τοῦ μὲν ἑτέρου αὐτὸς ἡγούμενος προσέβαλλε τῷ τείχει, τὸ δὲ ἕτερον Περδίκκας προσῆγε. καὶ ἐν τούτῳ οὐ δεξάμενοι οἱ Ἰνδοὶ τῶν Μακεδόνων τὴν ὁρμὴν τὰ μὲν τείχη τῆς πόλεως λείπουσιν, αὐτοὶ δὲ ἐς τὴν ἄκραν ξυνέφευγον. Ἀλέξανδρος μὲν οὖν καὶ οἱ ἀμφ´ αὐτὸν πυλίδα τινὰ κατασχίσαντες παρῆλθον ἐς τὴν πόλιν πολὺ πρὸ τῶν ἄλλων• οἱ δὲ ὁμοῦ Περδίκκᾳ τεταγμένοι ὑστέρησαν ὑπερβαίνοντες κατὰ τὰ τείχη οὐκ εὐπετῶς, οὐδὲ τὰς κλίμακας οἱ πολλοὶ αὐτῶν φέροντες, ὅτι ἑαλωκέναι αὐτοῖς ἐδόκει ἡ πόλις, ἐρημούμενα τῶν προμαχομένων τὰ τείχη ὡς κατεῖδον. ὡς δὲ ἡ ἄκρα ἐχομένη πρὸς τῶν πολεμίων καὶ πρὸ ταύτης τεταγμένοι εἰς τὸ ἀπομάχεσθαι πολλοὶ ἐφάνησαν, ἐνταῦθα δὴ οἱ μὲν ὑπορύσσοντες τὸ τεῖχος, οἱ δὲ προσθέσει ὅπῃ παρείκοι τῶν κλιμάκων βιάσασθαι ἐπειρῶντο ἐς τὴν ἄκραν. Ἀλέξανδρος δέ, ὡς βλακεύειν αὐτῷ ἐδόκουν τῶν Μακεδόνων οἱ φέροντες τὰς κλίμακας, ἁρπάσας κλίμακα ἑνὸς τῶν φερόντων προσέθηκε τῷ τείχει αὐτὸς καὶ εἰληθεὶς ὑπὸ τῇ ἀσπίδι ἀνέβαινεν• ἐπὶ δὲ αὐτῷ Πευκέστας ὁ τὴν ἱερὰν ἀσπίδα φέρων, ἣν ἐκ τοῦ νεὼ τῆς Ἀθηνᾶς τῆς Ἰλιάδος λαβὼν ἅμα οἷ εἶχεν Ἀλέξανδρος καὶ πρὸ αὐτοῦ ἐφέρετο ἐν ταῖς μάχαις• ἐπὶ δὲ τούτῳ Λεοννάτος ἀνῄει κατὰ τὴν αὐτὴν κλίμακα ὁ σωματοφύλαξ• κατὰ δὲ ἄλλην κλίμακα Ἀβρέας τῶν διμοιριτῶν τις στρατευομένων. ἤδη τε πρὸς τῇ ἐπάλξει τοῦ τείχους ὁ βασιλεὺς ἦν καὶ ἐρείσας ἐπ´ αὐτῇ τὴν ἀσπίδα τοὺς μὲν ὤθει εἴσω τοῦ τείχους τῶν Ἰνδῶν, τοὺς δὲ καὶ αὐτοῦ τῷ ξίφει ἀποκτείνας γεγυμνώκει τὸ ταύτῃ τεῖχος• καὶ οἱ ὑπασπισταὶ ὑπέρφοβοι γενόμενοι ὑπὲρ τοῦ βασιλέως σπουδῇ ὠθούμενοι κατὰ τὴν αὐτὴν κλίμακα συντρίβουσιν αὐτήν, ὥστε οἱ μὲν ἤδη ἀνιόντες αὐτῶν κάτω ἔπεσον, τοῖς δὲ ἄλλοις ἄπορον ἐποίησαν τὴν ἄνοδον. Ἀλέξανδρος δὲ ὡς ἐπὶ τοῦ τείχους στὰς κύκλῳ τε ἀπὸ τῶν πλησίον πύργων ἐβάλλετο, οὐ γὰρ πελάσαι γε ἐτόλμα τις αὐτῷ τῶν Ἰνδῶν, καὶ ὑπὸ τῶν ἐκ τῆς πόλεως, οὐδὲ πόρρω τούτων γε ἐσακοντιζόντων (ἔτυχε γάρ τι καὶ προσκεχωσμένον ταύτῃ πρὸς τὸ τεῖχος), δῆλος μὲν ἦν Ἀλέξανδρος ὢν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι καὶ τῷ ἀτόπῳ τῆς τόλμης, ἔγνω δὲ ὅτι αὐτοῦ μὲν μένων κινδυνεύσει μηδὲν ὅ τι καὶ λόγου ἄξιον ἀποδεικνύμενος, καταπηδήσας δὲ εἴσω τοῦ τείχους τυχὸν μὲν αὐτῷ τούτῳ ἐκπλήξει τοὺς Ἰνδούς, εἰ δὲ μή, καὶ κινδυνεύειν δέοι, μεγάλα ἔργα καὶ τοῖς ἔπειτα πυθέσθαι ἄξια ἐργασάμενος οὐκ ἀσπουδεὶ ἀποθανεῖται - ταῦτα γνοὺς καταπηδᾷ ἀπὸ τοῦ τείχους ἐς τὴν ἄκραν. ἔνθα δὴ ἐρεισθεὶς πρὸς τῷ τείχει τοὺς μέν τινας ἐς χεῖρας ἐλθόντας καὶ τόν γε ἡγεμόνα τῶν Ἰνδῶν προσφερόμενόν οἱ θρασύτερον παίσας τῷ ξίφει ἀποκτείνει• ἄλλον δὲ πελάζοντα λίθῳ βαλὼν ἔσχε καὶ ἄλλον λίθῳ, τὸν δὲ ἐγγυτέρω προσάγοντα τῷ ξίφει αὖθις. οἱ δὲ βάρβαροι πελάζειν μὲν αὐτῷ οὐκέτι ἤθελον, ἔβαλλον δὲ πάντοθεν περιεστηκότες ὅ τι τις ἔχων βέλος ἐτύγχανεν ἢ ἐν τῷ τότε ἔλαβεν». [2].
  6. Dodge 1890, Σελ. 603.
  7. Rama Shankar Tripathi (1960). History of Ancient India.  Ράμα Σανκάρ Τριπαθί: «Ιστορία της Αρχαίας Ινδίας».
  8. Hukum Singh Panwar (Pauria). The Jats: Their Origin, Antiquity and Migrations.  Χουκούμ Σινγκ Πανβάρ (Παουρία): «Οι Τζατ: Προέλευσή τους, αρχαιότητα και μεταναστεύσεις».
  9. Smith, Vincent Arthur (1924). The Early History of India. Oxford: Clarendon Press. σελίδες 97. 

Αρχαίες πηγές Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία