Η μαννόζη είναι μονοσακχαρίτης C6H12O6 (όπως και η γλυκόζη και η φρουκτόζη) που απαντάται στη Φύση και που χημικά ανήκει στη σειρά των αλδοεξοζών, ή απλά εξοζών, ήτοι στους απλούς υδατάνθρακες με έναν εξαδακτύλιο. Το όνομά της βασίζεται στο Βιβλικό μάννα. Είναι ένα σάκχαρο που είναι C-2 επιμερές (δηλ. στερεοϊσομερές που διαφέρει σε μεμονωμένο στερεογονικό κέντρο) της γλυκόζης. Αυτό απλά σημαίνει ότι είναι ολόιδιο χημικώς με τη γλυκόζη με μόνη διαφορά, στη θέση του άνθρακα C-2. Η μαννόζη είναι σημαντική στον ανθρώπινο μεταβολισμό, ειδικά στη γλυκοζυλίωση ορισμένων πρωτεϊνών.

Η χημική δομή της μαννόζης.

Αρκετές συγγενείς διαταραχές της γλυκοζυλίωσης σχετίζονται με μεταλλάξεις ενζύμων που εμπλέκονται στο μεταβολισμό της μαννόζης.[1] Η μαννόζη δεν είναι απαραίτητο θρεπτικό συστατικό. Μπορεί να παραχθεί στο ανθρώπινο σώμα από γλυκόζη, ή να μετατραπεί σε γλυκόζη. Αποβάλλεται εν μέρει στα ούρα.

Οι στερεοχημικοί τύποι της μαννόζης, D- και L-.

Στη φύση τη συναντάμε σε δύο ισομερή, την D-μαννόζη και την L-μαννόζη, με πολύ πιο συχνή την πρώτη μορφή. Πρόσθετα, η μαννόζη υπάρχει συνήθως στη μορφή δύο δακτυλίων διαφορετικού μεγέθους, σε μορφή πυρανόζης (δηλ. εξαμελής) και σε μορφή φουρανόζης (δηλ. πενταμελής). Απαντάται αρκετά, άλλα όχι συχνά, στο φυτικό και ζωικό βασίλειο, λ.χ. στο φυσικό ελεφαντόδοντο, στις ρίδες της ορχιδέας, στα δένδρα των πεύκων, σε μύκητες και βακτήρια.[2]

Η D-μαννόζη είναι ένας τύπος σακχάρου που μοιάζει πολύ με τη γλυκόζη. Και τα δύο μονοσάκχαρα υπάρχουν φυσικά στο σώμα αλλά υπάρχουν και σε πολλά φυτά με τη μορφή αμύλου. Διάφορα φρούτα και λαχανικά περιέχουν D-μαννόζη είναι: το κράνμπερι (και ο χυμός του), τα μήλα, τα πορτοκάλια, τα ροδάκινα, το μπρόκολο και τα πράσινα φασόλια. Δρα σαν γλυκοθρεπτικό συστατικό στο σώμα, ενώ ενεργοποιεί πρωτεΐνες όταν συνδέεται με αυτές -σχηματίζονται οι γλυκοπρωτεΐνες- και έτσι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε πολλούς ιστούς και όργανα.[3] Έρευνες έδειξαν ότι μπορεί να είναι ωφέλιμη έναντι παθήσεων του διαβήτη.[4]

Παραπομπές

Επεξεργασία