Μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου
Με τη φράση Μεγάλη Πυρκαγιά του Λονδίνου περιγράφεται η ιστορική πυρκαγιά, η οποία έλαβε χώρα στην Αγγλική πρωτεύουσα από την Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου έως την Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου του έτους 1666.[1] Η πυρκαγιά κατέκαψε το ιστορικό κέντρο του Λονδίνου, το οποίο περιβαλλόταν από τείχη της ρωμαϊκής εποχής, ενώ απείλησε -χωρίς όμως να καταστρέψει- και την ακριβοθώρητη πόλη του Ουέστμινστερ, τα Ανάκτορα Ουάιτχωλ του Καρόλου Β΄ καθώς και τις υποβαθμισμένες για την εποχή περιαστικές συνοικίες.[2] Θύματα της φωτιάς έπεσαν περί τις 13.200 σπίτια, 87 ενοριακές εκκλησίες, ο παλαιός καθεδρικός του Αγίου Παύλου και τα περισσότερα κυβερνητικά κτήρια, αφήνοντας άστεγους τους 70.000 από τους 80.000 κάτοικους της πόλης.[3] Οι ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν δεν έχουν υπολογιστεί με ακρίβεια, ωστόσο πιστεύεται πως ο αριθμός τους δεν ήταν μεγάλος, καθώς οι επιβεβαιωμένες περιπτώσεις δεν υπερέβησαν τις έξι. Οι πολέμιοι της παραπάνω παραδοσιακής εικασίας αντιτείνουν ότι η καταγραφή των θανάτων που αφορούσαν σε πτωχό και μικροαστικό πληθυσμό δεν τηρούνταν την εποχή εκείνη, καθώς και το γεγονός ότι λόγω της έντασης της πυρκαγιάς πολλά θύματα απανθρακώθηκαν σε τέτοιο βαθμό που δεν άφησαν κανένα δείγμα αναγνώρισής τους.
Η φωτιά ξέσπασε αρχικά στον φούρνο κάποιου Τόμας Φάρινερ, κάποια στιγμή μετά τα μεσάνυχτα της Κυριακής 2 Σεπτεμβρίου· λόγω των εύφλεκτων υλικών επεκτάθηκε γρήγορα στη δυτική πλευρά της πόλης, η οποία σύντομα είχε παραδοθεί στις φλόγες. Τα πυροσβεστικά μέσα της εποχής, κατεδαφίσεις και αναχώματα, ήταν μάλλον ανεπαρκή για το μέγεθος της πυρκαγιάς, ενώ κριτικής σημασίας ήταν η αργοπορία των πυροσβεστών, κυρίως εξ αιτίας της αναποφασιστικότητας του τότε δημάρχου της πόλης, Σερ Τόμας Μπλάντγουερθ. Όταν τα συνεργεία άρχισαν να κατεδαφίζουν τα φλεγόμενα κτήρια, η φωτιά - τροφοδοτούμενη από τους ισχυρούς ανέμους - είχε βγει εκτός ελέγχου, κατακαίοντας κατά τη διάρκεια της νύχτας ένα μεγάλο μέρος της πόλης. Το ξημέρωμα της Δευτέρας βρήκε τους κατοίκους σε μεγάλη αναστάτωση, καθώς οι φήμες απέδιδαν την πυρκαγιά σε δόλιους εμπρησμούς από ξένους. Αμέσως στοχοποιήθηκαν οι Γάλλοι και οι Ολλανδοί, καθώς ο Δεύτερος Αγγλο-Ολλανδικός Πόλεμος ήταν σε εξέλιξη, οι οποίοι και αποτέλεσαν τον αποδιοπομπαίο τράγο για τον μαινόμενο πλήθος. Την επόμενη μέρα η φωτιά είχε προχωρήσει στο μεγαλύτερο μέρος του Λονδίνου, καταστρέφοντας τον παλαιό καθεδρικό του Αγίου Παύλου και πλέον απειλούσε το παλάτι του Καρόλου Β΄. Οι προσπάθειες για την κατάσβεση υπήρξαν τιτάνιες, με καθοριστικό παράγοντα την παύση των ανατολικών ανέμων, καθώς και τις συντονισμένες προσπάθειες της φρουράς του Πύργου του Λονδίνου, η οποία, ανατινάσσοντας ορισμένες κατασκευές, κατόρθωσε να δημιουργήσει αναχώματα, τα οποία περιόρισαν την επέκταση της πύρινης λαίλαπας.
Τα κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν από την πυρκαγιά υπήρξαν ανυπέρβλητα. Ο Κάρολος Β΄, φοβούμενος τις οδομαχίες και τη γενική αναστάτωση, προέτρεψε τους κατοίκους να εγκαταλείψουν το Λονδίνο και να εγκατασταθούν αλλού. Εν μέσω πολυάριθμων προτάσεων και σχεδίων ανοικοδόμησης, το Λονδίνο εν τέλει ξαναχτίστηκε πάνω στην ίδια ρυμοτομική διάταξη που είχε πριν τη μεγάλη πυρκαγιά.[4]
Το Λονδίνο περί τα 1660
ΕπεξεργασίαΠερί τα 1660 το Λονδίνο ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Βρετανίας, με πληθυσμό άνω του μισού εκατομμυρίου κατοίκων, όσο δηλαδή ο πληθυσμός των υπολοίπων 50 μεγαλύτερων πόλεων αθροιστικά.[5] Σε σύγκριση με το Παρίσι, κατά την περιγραφή του Τζον Έβελιν, το Λονδίνο δεν ήταν παρά ένα «ξύλινο, βόρειο και άτεχνο[6] συνονθύλευμα από σπίτια»· ο χρονικογράφος αναφέρεται στα γραπτά του στην έλλειψη πυροπροστασίας και εντοπίζει μεγάλους κινδύνους στο εύφλεκτο των υλικών κατασκευής και το πυκνοδομημένο της περιοχής. Έχοντας υπάρξει ρωμαϊκή επαρχία για τέσσερις αιώνες, το Λονδίνο είχε αρχικά κατοικηθεί εντός των τειχών, φτάνοντας σε εξαιρετικά πυκνή δόμηση. Την εποχή της πυρκαγιάς, τα πτωχικά προάστιά του, όπως το Σόρντιτς, το Χόλμπορν και το Σάουθουαρκ, είχαν συνενωθεί με την κυρίως ειπείν πόλη, συμπεριλαμβάνοντας ακόμη και την ανεξάρτητη πόλη του Ουέστμίνστερ.[7]
Στα τέλη του 17ου αιώνα, το – εντός των τειχών – κέντρο του Λονδίνου ήταν μέρος μόνο της πόλης, καταλαμβάνοντας μια έκταση περίπου 700 εκταρίων και φιλοξενώντας περί τους 80.000 κάτοικους (το ένα έκτο του συνολικού πληθυσμού της ευρύτερης πόλης). Στο κέντρο στεγάζονταν οι περισσότερες επιχειρήσεις και δημόσιες υπηρεσίες, με κυριότερο το εμπορικό λιμάνι επί του ποταμού Τάμεση, ενώ οι περισσότεροι Λονδρέζοι κατοικούσαν στα περίχωρα.[8] Η δε αριστοκρατία είχε απορρίψει το κέντρο και ήταν εγκατεστημένη είτε σε απομακρυσμένες επαύλεις, ή στην περισπούδαστη πόλη του Ουέστμίνστερ, το σημερινό δυτικό κέντρο του Λονδίνου (West End), όπου ήταν άλλωστε και η έδρα του Καρόλου Β΄. Γενικώς, η άρχουσα τάξη απέφευγε το κέντρο λόγω της μεγάλης κίνησης, της έντονης βρωμιάς και τις τότε ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής, πολλώ δε μάλλον μετά το ξέσπασμα μιας επιδημίας πανώλης το 1665, η οποία έμεινε στην ιστορία ως η Μεγάλη Πανώλη του Λονδίνου.
Οι σχέσεις μεταξύ πολιτών και στέμματος υπήρξαν πολύ τεταμένες, καθώς κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου το 1642-1651, η Πόλη αποτέλεσε προπύργιο των Ρεπουμπλικανών, ενώ με τον πλούτο της και το οικονομικό της δυναμικό ήταν μια δυνάμει απειλή για τον Κάρολο Β΄. Άλλωστε, οι ταραχές στις αρχές του 1660, με τις μνήμες νωπές ακόμη από τον απολυταρχισμό του Καρόλου Α΄, είχαν ήδη αποτελέσει εθνικό τραύμα. Πλέον, οι Λονδρέζοι δεν είχαν κανέναν σκοπό να ανεχθούν παρόμοιες καταστάσεις από τον διάδοχο και όταν η πυρκαγιά ξέσπασε έφτασαν στο σημείο να αρνηθούν τη στρατιωτική και υλική βοήθεια που ο βασιλέας τους προσέφερε. Ακόμη και σ' αυτήν την περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, η ιδέα και μόνο να παρελαύνουν τα βασιλικά στρατεύματα στο κέντρο της πόλης, θα δυναμίτιζε την εύθραυστη πολιτική κατάσταση· όταν βέβαια ο Κάρολος Β΄ εκτόπισε τον αργόμισθο δήμαρχο και επιτέλους ανέλαβε δράση, η φωτιά ήταν ήδη εκτός ελέγχου.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Όλες οι χρονολογίες δίδονται με βάση το Ιουλιανό ημερολόγιο. Σημειωτέον ότι στην καταγραφή της βρετανικής ιστορίας χρησιμοποιούνται οι χρονολογίες όπως καταγράφηκαν την εποχή των γεγονότων. Οι ημερομηνίες που αφορούν την περίοδο 1 Ιανουαρίου έως 25 Μαρτίου έχουν τροποποιηθεί ώστε οι αντίστοιχές τους χρονολογίες να συνάδουν με την 1η Ιανουαρίου ως πρώτη μέρα του έτους, όπως εφαρμόζεται στο νεότερο ημερολόγιο (New Style).
- ↑ Porter, 69–80.
- ↑ Tinniswood, 4, 101.
- ↑ Reddaway, 27.
- ↑ Morgan, 293–4.
- ↑ Με τη λέξη άτεχνο (inartificial) ο Έβελιν εννοεί την έλλειψη ρυμοτομίας και την φυσική εξάπλωση του αστικού στοιχείου
- ↑ Porter, 80.
- ↑ Hanson (2001), 80.