Κάρολος Α΄ της Αγγλίας

Μονάρχης των τριών βασιλείων της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ιρλανδίας

Ο Κάρολος Α΄ (αγγλ. Charles I of England, 19 Νοεμβρίου 1600 - 30 Ιανουαρίου 1649)[α] ήταν μονάρχης των τριών βασιλείων της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ιρλανδίας από τις 27 Μαρτίου του 1625 έως τη δημόσια εκτέλεσή του το 1649.

Κάρολος Α΄
Περίοδος27 Μαρτίου 162530 Ιανουαρίου 1649
Στέψη2 Φεβρουαρίου 1626
ΠροκάτοχοςΙάκωβος Α΄ της Αγγλίας
ΔιάδοχοςΚάρολος Β΄ της Αγγλίας (de jure)
Αγγλικό Συμβούλιο του Κράτους (de facto)
Περίοδος27 Μαρτίου 162530 Ιανουαρίου 1649
Στέψη18 Ιουνίου 1633
ΠροκάτοχοςΙάκωβος ΣΤ΄ της Σκωτίας
ΔιάδοχοςΚάρολος Β΄ της Αγγλίας
Γέννηση19 Νοεμβρίου 1600
Ανάκτορο Ντανφέρμλιν, Ντανφέρμλιν, Σκωτία
Θάνατος30 Ιανουαρίου 1649
Ουάιτχωλ, Λονδίνο
Τόπος ταφήςΠαρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου, Κάστρο του Ουίνδσορ, Αγγλία
ΣύζυγοςΕρριέττα Μαρία της Γαλλίας
ΕπίγονοιΚάρολος Ιάκωβος
Κάρολος Β΄
Μαρία
Ιάκωβος Β΄
Ελισάβετ
Άννα
Αικατερίνη
Ερρίκος
Ερριέττα
ΟίκοςΟίκος των Στιούαρτ
ΠατέραςΙάκωβος Α΄ της Αγγλίας
ΜητέραΆννα της Δανίας
ΘρησκείαΑγγλικανός
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Κάρολος ήταν δευτερότοκος γιος του Ιακώβου ΣΤ΄ της Σκωτίας & Α΄ της Αγγλίας και έγινε διάδοχός μετά τον θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του Ερρίκου Φρειδερίκου το 1612. Μετά από μία αντιδημοφιλή και αποτυχημένη προσπάθεια να νυμφευθεί με μια πριγκίπισσα των Αψβούργων της Ισπανίας, νυμφεύθηκε την Ερριέττα Μαρία της Γαλλίας.

Μετά την άνοδο του στον θρόνο, ο Κάρολος ήλθε σε σύγκρουση με το Κοινοβούλιο της Αγγλίας, το οποίο προσπαθούσε να περιστείλει τα βασιλικά του προνόμια. Ο Κάρολος πίστευε στο "θείο δικαίωμα των βασιλέων" και νόμιζε ότι μπορούσε να κυβερνά σύμφωνα με τη δική του συνείδηση. Πολλοί υπήκοοί του αντιτέθηκαν στις πολιτικές του, ειδικά στην επιβολή φόρων χωρίς κοινοβουλευτική συναίνεση, και θεώρησαν τις πράξεις του τυραννικές. Η θρησκευτική του πολιτική σε συνδυασμό με τον γάμο του με μια Ρωμαιοκαθολική, γέννησε την αντιπάθεια και τη δυσπιστία μεταρρυθμιστικών ομάδων όπως οι Πουριτανοί και οι Σκώτοι Πρεσβυτεριανοί, οι οποίοι θεωρούσαν τις απόψεις του πολύ Καθολικές. Υποστήριξε τους ιερωμένους της Άνω Εκκλησίας, όπως ο Ρίτσαρντ Μόνταγκιου και ο Ουίλλιαμ Λωντ, και απέτυχε να βοηθήσει επιτυχώς τις Προτεσταντικές δυνάμεις κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο. Οι προσπάθειές του να επιβάλει στην Εκκλησία της Σκωτίας Αγγλικανικές πρακτικές οδήγησε στους Πολέμους των Επισκόπων, που ενίσχυσαν τη θέση του αγγλικού και του σκωτικού κοινοβουλίου και βοήθησαν στην προετοιμασία της δικής του πτώσης.

Από το 1642 ο Κάρολος πολεμούσε τους στρατούς του αγγλικού και του σκωτικού κοινοβουλίου στον Αγγλικό Εμφύλιο Πόλεμο. Μετά την ήττα του το 1645, παραδόθηκε σε μια Σκωτική δύναμη η οποία τελικά τον παρέδωσε στο Αγγλικό Κοινοβούλιο. Ο Κάρολος αρνήθηκε να δεχθεί τους όρους αυτών που τον αιχμαλώτισαν για τη δημιουργία μιας συνταγματικής μοναρχίας, και δραπέτευσε τον Νοέμβριο του 1647. Όντας πάλι φυλακισμένος στη Νήσο Ουάιτ, ο Κάρολος δημιούργησε μια συμμαχία με τη Σκωτία, αλλά περί το τέλος του 1648 ο στρατός που συγκρότησε ο Όλιβερ Κρόμγουελ (New Model Army) είχε εδραιώσει τον έλεγχο του στην Αγγλία. Ο Κάρολος δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε για έσχατη προδοσία τον Ιανουάριο του 1649. Η μοναρχία καταργήθηκε και ανακηρύχθηκε δημοκρατία με το όνομα Κοινοπολιτεία της Αγγλίας, η οποία διήρκεσε μέχρι το 1660 οπότε η μοναρχία αποκαταστάθηκε (Παλινόρθωση) με τον γιο του Καρόλου, Κάρολο Β΄ της Αγγλίας.

Νεανικά χρόνια

Επεξεργασία
 
Σιμόν ντε Πας: Χαρακτικό του Καρόλου και των γονέων του, βασιλιά Ιακώβου και βασίλισσας Άννας, περ. 1612.

Τέταρτο παιδί και δευτερότοκος γιος του Ιακώβου ΣΤ΄ της Σκωτίας και της Άννας της Δανίας, ο Κάρολος γεννήθηκε στο Παλάτι Ντανφέρμλιν, στο Φάιφ, στις 19 Νοεμβρίου 1600.[1] Σε μια Προτεσταντική τελετή στο Βασιλικό Παρεκκλήσι του Ανακτόρου Χόλυρουντ στο Εδιμβούργο στις 23 Δεκεμβρίου 1600, βαπτίσθηκε από τον Ντέηβιντ Λίντσεϋ, Επίσκοπο του Ρος, και πήρε τον τίτλο του δούκα του Ώλμπανυ, που απονεμόταν στον δευτερότοκο του βασιλιά της Σκωτίας, καθώς επίσης και τους τίτλους του μαρκησίου του Όρμοντ, του κόμητα του Ρος και του λόρδου Άρντμαννοχ.[2]

Ο Ιάκωβος ΣΤ΄ ήταν μικρανεψιός της Ελισάβετ Α΄ της Αγγλίας και, όταν εκείνη πέθανε άτεκνη τον Μάρτιο του 1603, έγινε βασιλιάς της Αγγλίας ως Ιάκωβος Α΄. Ο Κάρολος ήταν ένα αδύναμο και φιλάσθενο βρέφος και ενώ οι γονείς του και τα μεγαλύτερα αδέλφια του έφυγαν για την Αγγλία τον Απρίλιο και στις αρχές Ιουνίου εκείνου του έτους, εκείνος λόγω της εύθραυστης υγείας του παρέμεινε στη Σκωτία, στην επιμέλεια του φίλου του πατέρα του, Αλεξάντερ Σήτον, Λόρδου Φάιβυ.

Το 1604 ο Κάρολος ήταν τριάμισι ετών και καθώς μπορούσε να περπατήσει όλο το μήκος του μεγάλου διαδρόμου στο Παλάτι Ντανφέρμλιν χωρίς βοήθεια, αποφασίστηκε ότι ήταν αρκετά δυνατός για να κάνει το ταξίδι στην Αγγλία και να ενωθεί με την οικογένειά του. Στα μέσα Ιουλίου 1604, ο Κάρολος άφησε το Ντανφέρμλιν για την Αγγλία όπου επρόκειτο να περάσει σχεδόν όλη την υπόλοιπη ζωή του.[3] Στην Αγγλία ο Κάρολος τέθηκε υπό την επιμέλεια της Λαίδης Ελίζαμπεθ Κάρεϋ, συζύγου του αυλικού Σερ Ρόμπερτ Κάρεϋ, Κόμη του Μόνμουθ, ο οποίος του φόρεσε μπότες από ισπανικό δέρμα και ορείχαλκο για να τον βοηθήσει να ενισχύσει τα αδύναμα γόνατά του.[4] Η ανάπτυξη του λόγου του ήταν επίσης αργή και διατήρησε ένα τραύλισμα και μια διστακτική ομιλία για το υπόλοιπο της ζωής του.[5]

Τον Ιανουάριο του 1605, ο Κάρολος έγινε δούκας της Υόρκης, όπως συνηθίζεται για τον δεύτερο γιο του Άγγλου ηγεμόνα, και ιππότης του Μπαθ.[6] Ο Τόμας Μάρρεϋ, ένας Πρεσβυτεριανός Σκώτος, διορίστηκε παιδαγωγός του.[7] Ο Κάρολος απέκτησε τις καθιερωμένες γνώσεις κλασσικών σπουδών, γλωσσών, μαθηματικών και θρησκευτικών.[8] Το 1611, χρίστηκε ιππότης της Περικνημίδας.[9]

 
Πορτραίτο του Καρόλου ως δούκα της Υόρκης και του Ώλμπανυ από τον Ρόμπερτ Πηκ του Πρεσβύτερου, περ. 1610.

Τελικά, ο Κάρολος φάνηκε πως νίκησε τη σωματική του αδυναμία,[9] η οποία ίσως προκλήθηκε από ραχίτιδα.[4] Έγινε έμπειρος ιππέας και σκοπευτής, και άρχισε να ασκείται στην ξιφασκία.[8] Παρ' όλα αυτά όμως, η δημόσια εικόνα του παρέμενε επισκιασμένη από αυτήν του σωματικά δυνατότερου και ψηλότερου[β] μεγαλύτερου αδελφού του, Ερρίκου Φρειδερίκου, Πρίγκιπα της Ουαλίας, τον οποίο ο Κάρολος λάτρευε και προσπαθούσε να μιμηθεί.[10] Όμως στις αρχές Νοεμβρίου 1612, ο Ερρίκος πέθανε σε ηλικία 18 ετών πιθανότατα από τυφοειδή πυρετό (ή ίσως πορφυρία).[11] Ο Κάρολος, που συμπλήρωσε τα 12 του χρόνια δύο εβδομάδες μετά, έγινε ο διάδοχος του θρόνου. Ως ο πρεσβύτερος εν ζωή γιος του ηγεμόνα, ο Κάρολος αυτόματα απέκτησε αρκετούς τίτλους (περιλαμβανομένου του δούκα της Κορνουάλης και του δούκα του Ρόθσεϋ). Τέσσερα χρόνια μετά, τον Νοέμβριο του 1616, έγινε Πρίγκιπας της Ουαλίας και κόμης του Τσέστερ.[12]

Διάδοχος

Επεξεργασία

Το 1613, η μεγαλύτερη αδελφή του Καρόλου, Ελισάβετ, παντρεύτηκε τον Φρειδερίκο Ε΄ του Παλατινάτου και πήγε στη Χαϊδελβέργη.[13]. Το 1618 οι Βοημοί εξεγέρθηκαν, εκπαραθυρώνοντας τους Καθολικούς κυβερνήτες. Τον Αύγουστο 1619, η βοημική Δίαιτα καθαίρεσε τον Αψβούργο αυτοκράτορα Φερδινάνδο Β΄, ένθερμο Καθολικό, και επέλεξε για μονάρχη τον Φρειδερίκο Ε΄, ο οποίος ήταν ηγέτης της Προτεσταντικής Ένωσης. Η αποδοχή από τον Φρειδερίκο του βοημικού στέμματος ήταν πρωτίστως θρησκευτική πρόκληση και σήμανε την έναρξη του Τριακονταετούς Πολέμου. Η σύγκρουση, αρχικά περιορισμένη στη Βοημία, εξελίχθηκε τελικά σε έναν ευρύτερο ευρωπαϊκό πόλεμο, τον οποίον το Αγγλικό Κοινοβούλιο και η κοινή γνώμη της Αγγλίας έφτασαν να θεωρούν ως μια πολωτική ηπειρωτική διαμάχη μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών.[14] Το 1620, ο γαμπρός του Καρόλου, Φρειδερίκος του Παλατινάτου, ηττήθηκε στη Μάχη του Λευκού Όρους κοντά στην Πράγα και στα εδάφη του Παλατινάτου εισέβαλαν δυνάμεις των Αψβούργων από τις Ισπανικές Κάτω Χώρες.[15] Ο Ιάκωβος, όμως, στόχευε σε έναν γάμο μεταξύ του Καρόλου και της ανιψιάς του αυτοκράτορα Φερδινάνδου, Μαρίας Άννας της Ισπανίας, και άρχισε να βλέπει το ισπανικό συνοικέσιο ως ένα πιθανό διπλωματικό μέσο επίτευξης ειρήνης στην Ευρώπη.[16]

Δυστυχώς για τον Ιάκωβο, η διαπραγμάτευση με την Ισπανία αποδείχτηκε γενικά αντιδημοφιλής, τόσο στην αυλή όσο και στον λαό.[17] Το Αγγλικό Κοινοβούλιο ήταν ενεργά εχθρικό προς την Ισπανία και τον Καθολικισμό, και έτσι, όταν συγκλήθηκε από τον Ιάκωβο το 1621, τα μέλη του έλπιζαν σε μια εφαρμογή των αντικαθολικών νόμων, σε μια ναυτική εκστρατεία εναντίον της Ισπανίας και σε έναν Προτεσταντικό γάμο για τον Πρίγκηπα της Ουαλίας.[18] Ο Λόρδος Καγκελάριος του Ιακώβου, ο περίφημος λόγιος Σερ Φράνσις Μπέικον, παραπέμφθηκε στη Βουλή των Λόρδων για διαφθορά.[19] Η παραπομπή ήταν η πρώτη από το 1459 χωρίς την επίσημη έγκριση του βασιλιά. Το περιστατικό αυτό καθιέρωσε ένα σημαντικό προηγούμενο καθώς η διαδικασία παραπομπής θα χρησιμοποιούνταν αργότερα ενάντια στον Κάρολο και τους υποστηρικτές του: τον Τζορτζ Βίλλερς, Δούκα του Μπάκιγχαμ, τον Αρχιεπίσκοπο Ουίλλιαμ Λωντ, και τον Τόμας Ουέντγουορθ, Κόμη του Στράφορντ. Ο Ιάκωβος επέμεινε η Βουλή των Κοινοτήτων να ασχολείται μόνο με εσωτερικά ζητήματα, ενώ τα μέλη διαμαρτύρονταν ότι είχαν το προνόμιο του ελεύθερου λόγου εντός του Κοινοβουλίου, απαιτώντας πόλεμο με την Ισπανία και μια Προτεστάντισσα πριγκίπισσα για τον Κάρολο.[20] Ο Κάρολος, όπως ο πατέρας του, θεωρούσε τη συζήτηση του γάμου του στο Κοινοβούλιο ως αυθάδεια και παραβίαση του βασιλικού προνομίου του πατέρα του.[21] Τον Ιανουάριο του 1622, ο Ιάκωβος διέλυσε το Κοινοβούλιο, οργισμένος με ό,τι θεωρούσε ως αναίδεια και αδιαλλαξία των μελών του.[22]

 
Ντανιίλ Μάιτενς: Ο Κάρολος ως πρίγκιπας της Ουαλίας, περ. 1623.

Ο Κάρολος και ο Δούκας του Μπάκιγχαμ, ευνοούμενος του Ιακώβου και άνθρωπος με μεγάλη επιρροή στον Πρίγκηπα,[23] ταξίδεψαν ινκόγκνιτο στην Ισπανία τον Φεβρουάριο του 1623 για να προσπαθήσουν να ολοκληρώσουν το χρονίως εκκρεμές ισπανικό συνοικέσιο.[24] Αλλά το ταξίδι απέτυχε οικτρά [25] Η Ινφάντα θεωρούσε τον Κάρολο σχεδόν άπιστο, και οι Ισπανοί κατ' αρχάς απαίτησαν να μεταστραφεί στον Ρωμαιοκαθολικισμό ως προϋπόθεση για το συνοικέσιο.[26] Οι Ισπανοί επέμεναν για ανεκτικότητα προς τους Καθολικούς στην Αγγλία και την ανάκληση των ποινικών νόμων, κάτι που ο Κάρολος ήξερε ότι ουδέποτε θα αποδεχόταν το Κοινοβούλιο, και για την παραμονή της Ινφάντας στην Ισπανία επί ένα χρόνο μετά τον γάμο ώστε να διασφαλιστεί η εφαρμογή των όρων του συμφώνου από την Αγγλία.[27] Μια προσωπική διαμάχη ξέσπασε μεταξύ του Μπάκιγχαμ και του Γασπάρ δε Γουθμάν, Κόμη-Δούκα του Ολιβάρες, του κορυφαίου Ισπανού υπουργού, και έτσι ο Κάρολος διεξήγαγε τις τελικά μάταιες διαπραγματεύσεις προσωπικά.[28] Όταν ο Κάρολος επέστρεψε στο Λονδίνο τον Οκτώβριο, χωρίς νύφη και μέσα σε ένα εκστατικό και ανακουφισμένο δημόσιο καλωσόρισμα,[29] εκείνος και ο Μπάκιγχαμ πίεσαν τον διστακτικό βασιλιά Ιάκωβο να κηρύξει πόλεμο στην Ισπανία.[30]

Με τη ενθάρρυνση των Προτεσταντών συμβούλων του, ο Ιάκωβος συγκάλεσε το Κοινοβούλιο για να ζητήσει κεφάλαια για έναν πόλεμο. Ο Κάρολος και ο Μπάκιγχαμ υποστήριζαν την παραπομπή του Λόρδου Θησαυροφύλακα, Λάιονελ Κράνφιλντ, 1ου Κόμη του Μίντλσεξ, ο οποίος αντιτίθετο στον πόλεμο λόγω του υπέρογκου κόστους και ο οποίος έπεσε σύντομα με τον ίδιο τρόπο σχεδόν που είχε πέσει και ο Μπέικον.[31] Ο Ιάκωβος είπε στον Μπάκιγχαμ ότι ήταν ανόητος, και προειδοποίησε εκ των προτέρων τον γιο του ότι θα μετάνιωνε για την αναβίωση της παραπομπής ως κοινοβουλευτικού εργαλείου.[32] Ένας ελλιπώς χρηματοδοτούμενος πρόχειρος στρατός υπό τον Ερνστ φον Μάνσφελντ ξεκίνησε για να ανακτήσει το Παλατινάτο, αλλά ήταν τόσο άσχημα τροφοδοτούμενος που ποτέ δεν προχώρησε πέραν της ολλανδικής ακτής.[33]

Από το 1624, οπότε η κατάσταση της υγείας του Ιακώβου άρχισε να επιδεινώνεται, ο Κάρολος και ο Μπάκιγχαμ ασκούσαν de facto τη βασιλική εξουσία μέχρι τον θάνατο του Ιακώβου (Μάρτιος του 1625) οπότε ο Κάρολος έγινε βασιλιάς. [34]

Σκωτική και Αγγλική Μοναρχία
Οίκος των Στιούαρτ
 
Κάρολος Α'
   Κάρολος Β'
   Ιάκωβος Β' και Ζ'
   Ερρίκος, Δούκας του Γκλόστερ
   Μαίρη, Βασιλική Πριγκίπισσα
   Ενριέτ Ανν, Δούκισσα της Ορλεάνης
   Ελισάβετ


Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας

Επεξεργασία

Με την αποτυχία του ισπανικού συνοικεσίου, ο Κάρολος και ο Μπάκινγκχαμ έστρεψαν την προσοχή τους στη Γαλλία.[35] Την 1η Μαΐου 1625[36] ο Κάρολος παντρεύτηκε δι' αντιπροσώπου τη δεκαπεντάχρονη Ερριέττα Μαρία της Γαλλίας μπροστά στην είσοδο της Παναγίας των Παρισίων.[37] Ο Κάρολος είχε δει την Ερριέττα Μαρία στο Παρίσι καθ' οδόν προς την Ισπανία.[38] Το ζευγάρι παντρεύτηκε κανονικά στις 13 Ιουνίου 1625 στο Κάντερμπερυ.

Ο Κάρολος ανέβαλε την έναρξη του πρώτου του Κοινοβουλίου μέχρι μετά τη δεύτερη τελετή, για να προλάβει οποιαδήποτε αντίθεση στον γάμο.[39] Πολλά μέλη της Βουλής των Κοινοτήτων αντιτίθεντο στον γάμο του Βασιλιά με μια Ρωμαιοκαθολική, φοβούμενοι ότι ο Κάρολος θα ήρε τους περιορισμούς κατά των Καθολικών και θα υπονόμευε την επίσημα εγκαθιδρυμένη μεταρρυθμισμένη Εκκλησίας της Αγγλίας. Παρότι δήλωσε στο Κοινοβούλιο ότι δεν θα χαλάρωνε τους θρησκευτικούς περιορισμούς, υποσχέθηκε ακριβώς το αντίθετο σε ένα μυστικό γαμήλιο σύμφωνο που συνήψε με τον αδελφό της Ερριέττα Μαρίας, Λουδοβίκο ΙΓ΄ της Γαλλίας.[40] Επιπλέον, το σύμφωνο δάνειζε στους Γάλλους μια Αγγλική ναυτική δύναμη η οποία θα χρησιμοποιούνταν εναντίον των Ουγενότων στη Λα Ροσέλ. Ο Κάρολος στέφθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1626 στο Αββαείο του Ουέστμινστερ, αλλά χωρίς τη σύζυγό του στο πλευρό του επειδή εκείνη αρνήθηκε να συμμετάσχει σε μια Προτεσταντική θρησκευτική τελετή.[41]

Η δυσπιστία προς τη θρησκευτική πολιτική του Καρόλου αυξήθηκε λόγω της υποστήριξής του προς τον αμφιλεγόμενο αντικαλβινιστή ιερωμένο, τον Ρίτσαρντ Μόνταγκιου, προς τον οποίο έτρεφαν μεγάλη αντιπάθεια οι Πουριτανοί.[42] Στο φυλλάδιο του A New Gag for an Old Goose (1624), που ήταν απάντηση στο Καθολικό φυλλάδιο A New Gag for the New Gospel, ο Μόνταγκιου επιχειρηματολόγησε εναντίον του Καλβινιστικού Προκαθορισμού, του δόγματος ότι η σωτηρία και η τιμωρία ήταν προαποφασισμένες από τον Θεό. Οι αντικαλβινιστές – γνωστοί ως Αρμινιανοί – πίστευαν ότι τα ανθρώπινα όντα μπορούσαν να επηρεάσουν τη μοίρα τους με την ελεύθερη θέλησή τους.[43] Οι Αρμινιανοί ιερωμένοι ήταν από τους λίγους που υποστήριξαν το ισπανικό συνοικέσιο του Καρόλου.[44] Με την υποστήριξη του βασιλιά Ιακώβου, ο Μόνταγκιου εξέδωσε άλλο ένα φυλλάδιο, με τίτλο Appello Caesarem, το 1625 λίγο μετά τον θάνατο του παλαιού βασιλιά και την άνοδο του Καρόλου. Για να προστατεύσει τον Μόνταγκιου από την επίθεση των Πουριτανών του Κοινοβουλίου, ο Κάρολος έκανε τον κληρικό βασιλικό εφημέριο, αυξάνοντας τις υποψίες πολλών Πουριτανών ότι ευνοούσε τον Αρμινιανισμό ως μία εκ του πονηρού προσπάθεια επαναφοράς του Καθολικισμού.[45]

Αντί της άμεσης εμπλοκής στον Ευρωπαϊκό χερσαίο πόλεμο, το Αγγλικό Κοινοβούλιο προτίμησε μια σχετικά μη δαπανηρή ναυτική επίθεση στις ισπανικές αποικίες στον Νέο Κόσμο, επιδιώκοντας τη διαρπαγή των θησαυρών που μεταφέρονταν στην Ισπανία. Το Κοινοβούλιο ψήφισε χρηματοδότηση 140.000 λιρών, που ήταν ποσό ανεπαρκές για τα πολεμικά σχέδια του Καρόλου.[46] Επιπλέον, η Βουλή των Κοινοτήτων περιόρισε την εξουσιοδότηση της για την είσπραξη από τον Βασιλιά των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών σε ένα μόνο έτος, αν και οι προηγούμενοι ηγεμόνες μετά τον Ερρίκο ΣΤ΄ της Αγγλίας είχαν λάβει αυτό το δικαίωμα ισοβίως.[47] Το νομοσχέδιο δεν προχώρησε στη Βουλή των Λόρδων μετά την πρώτη του ανάγνωση.[48] Αν και δεν ελήφθη καμία Κοινοβουλευτική Πράξη για την επιβολή των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών, ο Κάρολος συνέχισε να συλλέγει τους φόρους.[49]

 
Πορτρέτο από τον Γκέρριτ βαν Χόντχορστ, 1628.

Μια επιπόλαια σχεδιασμένη και εκτελεσμένη ναυτική εκστρατεία εναντίον του Κάδιθ της Ισπανίας υπό την ηγεσία του Μπάκιγχαμ κατέληξε άσχημα και η Βουλή των Κοινοτήτων άρχισε τις διαδικασίες παραπομπής του Δούκα.[50] Τον Μάιο του 1626 ο Κάρολος πρότεινε τον Μπάκιγχαμ για καγκελάριο του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ σε μια επίδειξη υποστήριξης,[51] και συνέλαβε δύο μέλη της Βουλής που είχαν καταφερθεί εναντίον του Μπάκιγχαμ – τον Ντάντλεϋ Ντιγκς και τον Σερ Τζον Έλιοτ – στην είσοδο της Βουλής. Η Βουλή των Κοινοτήτων εξοργίστηκε από τη φυλάκιση των δύο μελών της και μετά από μια εβδομάδα σε αστυνομική επιτήρηση, αμφότεροι αφέθηκαν ελεύθεροι.[52] Στις 12 Ιουνίου 1626, οι Κοινότητες ξεκίνησαν μια απ' ευθείας διακήρυξη εναντίον του Μπάκιγχαμ που ανέφερε: "Διαμαρτυρόμαστε ενώπιον της Μεγαλειότητάς σας και όλου του κόσμου ότι μέχρι τη στιγμή που αυτό το υψηλό πρόσωπο παύσει να αναμειγνύεται με τα μεγάλα ζητήματα του κράτους, δεν έχουμε καμιάν ελπίδα για οποιαδήποτε επιτυχία· και να φοβάστε ότι όσα χρήματα δώσουμε ή μπορούμε να δώσουμε, εξ αιτίας της κακοδιαχείρισής του, θα μετατραπούν μάλλον σε πλήγμα και ζημία του βασιλείου σας αντί για κάτι άλλο, όπως έχουμε από οδυνηρή πείρα διαπιστώσει για εκείνες τις μεγάλες προμήθειες που δόθηκαν προηγουμένως και προσφάτως".[53] Παρά τις διαμαρτυρίες του Κοινοβουλίου, όμως, ο Κάρολος αρνήθηκε να απομακρύνει τον φίλο του. Αντ' αυτού διέλυσε το Κοινοβούλιο.[54]

Εν τω μεταξύ, οικογενειακές διαμάχες μεταξύ του Καρόλου και της Ερριέττας Μαρίας σκίαζαν τα πρώτα χρόνια του γάμου τους. Ήταν διαμάχες σχετικά με το τι θα της αναλογούσε σε περίπτωση θανάτου του Καρόλου, με τους ανθρώπους που την περιστοίχιζαν και με την άσκηση της λατρείας της. Οι διαμάχες αυτές κορυφώθηκαν με την εκδίωξη από τον Βασιλιά των περισσότερων Γάλλων αυλικών της τον Αύγουστο του 1626.[55] Παρά τη συμφωνία του Καρόλου να προμηθεύσει τους Γάλλους με αγγλικά πλοία προς εκπλήρωση των γαμήλιων όρων, το 1627 οργάνωσε μια επίθεση στη Γαλλική ακτή για να υπερασπιστεί τους Ουγενότους στη Λα Ροσέλ.[56] Η πράξη αυτή, με αρχηγό τον Μπάκιγχαμ, ήταν τελικά ανεπιτυχής. Η αποτυχία του Μπάκιγχαμ να προστατεύσει τους Ουγενότους- και η αποχώρησή του από το Σαιντ-Μαρτέν-ντε-Ρε – οδήγησε στην Πολιορκία της Λα Ροσέλ από τον Λουδοβίκο ΙΓ΄ και αύξησε την αποστροφή του λαού και του Αγγλικού Κοινοβουλίου προς τον Δούκα.[57]

Ο Κάρολος προκάλεσε περαιτέρω αναταραχή προσπαθώντας να συγκεντρώσει χρήματα για τον πόλεμο μέσω ενός "αναγκαστικού δανείου": ενός φόρου επιβεβλημένου χωρίς κοινοβουλευτική συναίνεση. Τον Νοέμβριο του 1627, ανώτατο δικαστήριο στο οποίο εκδικαζόταν η "υπόθεση των Πέντε Ιπποτών", απεφάνθη ότι ο βασιλιάς είχε προνομιακό δικαίωμα να φυλακίσει χωρίς δίκη εκείνους που αρνούνταν να πληρώσουν το αναγκαστικό δάνειο.[58] Όταν συγκλήθηκε και πάλι τον Μάρτιο του 1628 το Κοινοβούλιο, υιοθέτησε στις 26 Μαΐου το Υπόμνημα Δικαίου, με το οποίο καλούσε τον βασιλιά να αναγνωρίσει ότι δεν μπορούσε να επιβάλλει φόρους χωρίς τη συναίνεση του Κοινοβουλίου, να επιβάλλει στρατιωτικό νόμο σε πολίτες, να τους φυλακίζει χωρίς νόμιμη διαδικασία και να εγκαθιστά στρατεύματα στις περιοχές τους.[59] Ο Κάρολος συγκατένευσε στο υπόμνημα στις 7 Ιουνίου,[60] αλλά μέχρι το τέλος του μήνα είχε αναστείλει τη λειτουργία του το Κοινοβουλίου και επιβεβαίωσε το δικαίωμά του να συλλέγει δασμούς χωρίς την εξουσιοδότηση του Κοινοβουλίου.[61]

Στις 23 Αυγούστου 1628 ο Μπάκιγχαμ δολοφονήθηκε.[62] Ο Κάρολος ήταν συντετριμμένος. Σύμφωνα με τον Έντουαρντ Χάυντ, Κόμη του Κλάρεντον, έπεσε πάνω στο κρεβάτι του, θρηνώντας με πολύ πάθος και με αφθονία δακρύων.[63] Παρέμεινε θρηνώντας στο δωμάτιό του για δύο ημέρες.[64] Αντίθετα, ο λαός χάρηκε με τον θάνατο του Μπάκιγχαμ, ο οποίος μεγάλωσε την απόσταση μεταξύ της αυλής και του έθνους, και μεταξύ του Στέμματος και των Κοινοτήτων.[65] Αν και ο θάνατος του Μπάκιγχαμ ουσιαστικά τερμάτισε τον πόλεμο με την Ισπανία και εξαφάνισε τα προβλήματα που γεννούσε η εξουσία του, δεν τερμάτισε τις συγκρούσεις ανάμεσα στον Κάρολο και το Κοινοβούλιο.[66] Συνέπεσε όμως (αν δεν συνέβαλε) με μια βελτίωση των σχέσεων του Καρόλου με τη σύζυγό του, και μέχρι τον Νοέμβριο του 1628 οι παλιές τους διαφορές επιλύθηκαν.[67] Ίσως οι συναισθηματικοί δεσμοί του Καρόλου μεταφέρθηκαν από τον Μπάκιγχαμ στην Ερριέττα Μαρία.[68] Εκείνη έμεινε έγκυος για πρώτη φορά, και ο δεσμός μεταξύ τους έγινε ακόμα ισχυρότερος.[69] Μαζί, ενσάρκωναν μια εικόνα αρετής και οικογενειακής ζωής, και η αυλή τους έγινε υπόδειγμα τυπικότητας και ηθικής.[70]

Προσωπική διακυβέρνηση

Επεξεργασία

Το διακεκομμένο Κοινοβούλιο

Επεξεργασία
 
Ο Κάρολος εικονιζόμενος ως νικηφόρος και ιπποτικός Άγιος Γεώργιος στην αγγλική ύπαιθρο από τον Ρούμπενς, 1629–30.[γ]

Τον Ιανουάριο του 1629 ο Κάρολος κήρυξε την έναρξη της δεύτερης συνόδου του Αγγλικού Κοινοβουλίου (οι εργασίες του οποίου είχαν ανασταλεί τον Ιούνιο του 1628), με έναν μετριοπαθή λόγο για τα θέματα εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών.[74] Μέλη της Βουλής των Κοινοτήτων εκδήλωσαν την αντίθεσή προς τις ενέργειες του Καρόλου σχετικά με την υπόθεση του Τζων Ρολ, μέλους του Κοινοβουλίου, του οποίου τα αγαθά είχαν κατασχεθεί επειδή δεν είχε πληρώσει τους δασμούς.[75] Πολλά μέλη του Κοινοβουλίου εξέλαβαν την εφαρμογή του φόρου ως καταπάτηση του Υπομνήματος του Μαΐου 1628. Όταν ο Κάρολος διέταξε μια κοινοβουλευτική παύση στις 2 Μαρτίου,[76] τα μέλη κράτησαν τον πρόεδρο του Σώματος Σερ Τζον Φιντς, καθηλωμένο στη θέση του μέχρις ότου αναγνωστούν και εγκριθούν ψηφίσματα κατά του Καθολικισμού, τον Αρμινιανισμού και των δασμών.[77] Η πρόκληση ήταν υπερβολική για τον Κάρολο, ο οποίος διέλυσε το Κοινοβούλιο και φυλάκισε εννέα κοινοβουλευτικούς ηγέτες, περιλαμβανομένου του Σερ Τζων Έλιοτ, [78] μετατρέποντας αυτούς τους άνδρες σε μάρτυρες,[79] και λαϊκούς ήρωες.[80]

Λίγο μετά την αναβολή των συνεδριάσεων, χωρίς ορατές προοπτικές εξεύρεσης πόρων για έναν ευρωπαϊκό πόλεμο και χωρίς τον Μπάκιγχαμ δίπλα του, ο Κάρολος συνήψε ειρήνη με τη Γαλλία και την Ισπανία.[81] Τα επόμενα έντεκα χρόνια, κατά τα οποία ο Κάρλος κυβέρνησε την Αγγλία χωρίς Κοινοβούλιο, αναφέρονται ως Προσωπική Διακυβέρνηση ή "Τυραννία των ένδεκα χρόνων".[82] Η διακυβέρνηση χωρίς Κοινοβούλιο δεν ήταν εξαίρεση και είχε προηγούμενο.[δ] Μόνο το Κοινοβούλιο, όμως, μπορούσε νόμιμα να αυξήσει τους φόρους και χωρίς αυτό η δυνατότητα του Καρόλου να αποκτήσει χρήματα για το θησαυροφυλάκιό του περιοριζόταν στα συνήθη δικαιώματα και προνόμιά του.[84]

Οικονομικά

Επεξεργασία
 
Έξι αργυρές πένες του Καρόλου Α΄. Επιγρ.: VI - CAROLUS D. G. MAG. BRIT., FR., ET HIB. REX / CHRISTO AUSPICE REGNO (με τον Χριστό προστάτη μου κυβερνώ). 2,96 γραμ., 1638-39.

Ένα μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα είχε δημιουργηθεί στις βασιλείες της Ελισάβετ Α΄ και του Ιακώβου Α΄.[85] Αν και ο Μπάκιγχαμ πραγματοποίησε σύντομες εκστρατείες εναντίον της Ισπανίας και της Γαλλίας, υπήρχε μικρή οικονομική δυνατότητα για τον Κάρολο να διεξάγει υπερπόντιους πολέμους. Καθ' όλη τη βασιλεία του ο Κάρολος αναγκαζόταν να βασίζεται κυρίως σε εθελοντικές δυνάμεις για την άμυνα και σε διπλωματικές προσπάθειες για να υποστηρίξει την παλινόρθωση της αδελφής του Ελισάβετ στον θρόνο του Παλατινάτου.[86] Η Αγγλία εξακολουθούσε να είναι η λιγότερο φορολογούμενη χώρα στην Ευρώπη, χωρίς επίσημο φόρο κατανάλωσης και χωρίς τακτική άμεση φορολογία.[87] Για να αποκτήσει έσοδα χωρίς να επανασυγκαλέσει το Κοινοβούλιο, ο Κάρολος «ανέστησε» έναν σχεδόν ξεχασμένο νόμο ονόματι «Distraint of Knighthood», σε αχρηστία για περισσότερο από έναν αιώνα, ο οποίος απαιτούσε κάθε άντρας που κέρδιζε £40 ή περισσότερο κάθε χρόνο από τα κτήματά του, να παρίσταται στη στέψη του βασιλιά για να χριστεί ιππότης. Βασιζόμενος σε αυτό το νομοθέτημα, ο Κάρολος έβαλε πρόστιμο σε άτομα που δεν προσήλθαν στη στέψη του το 1626.[88][ε]

Ο κύριος φόρος που επέβαλε ο Κάρολος ήταν μια φεουδαλική εισφορά γνωστή ως «χρήματα του πλοίου» (ship money) [90] η οποία αποδείχθηκε πιο αντιδημοφιλής και επικερδέστερη από τους δασμούς. Προηγουμένως, το ship money επιβαλλόταν μόνο κατά τη διάρκεια πολέμων και μόνο σε παράκτιες περιοχές. Ο Κάρολος όμως ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχε νομική απαγόρευση της συλλογής του φόρου για την άμυνα σε καιρό ειρήνης και από όλο το βασίλειο. Το ship money, καταβαλλόμενο απευθείας στο θησαυροφυλάκιο του Ναυτικού, απέφερε μεταξύ £150.000 και £200.000 ετησίως μεταξύ 1634 και 1638, αλλά αργότερα τα έσοδα αυτά μειώθηκαν.[91] Η αντίθεση προς το ship money σταθερά αυξανόταν, αλλά οι δώδεκα ανώτατοι δικαστές της Αγγλίας διακήρυξαν ότι ο φόρος εμπεριεχόταν στο βασιλικό προνόμιο (prerogative), παρότι μερικοί από αυτούς είχαν επιφυλάξεις.[92] Η δίωξη του Τζον Χάμντεν για μη καταβολή το 1637–38 έθεσε τις βάσεις λαϊκής διαμαρτυρίας και οι δικαστές καταδίκασαν τον Χάμντεν με μικρή πλειοψηφία, επτά προς πέντε.[93]

Ο βασιλιάς κέρδιζε επίσης χρήματα μέσω παραχώρησης μονοπωλίων, παρότι ένας νόμος το απαγόρευε. Αν και αναποτελεσματικά, τα μονοπώλια αυτά απέφεραν περίπου £100.000 κάθε χρόνο στα τέλη της δεκαετίας του 1630.[94][ζ] Ο Κάρολος συγκέντρωνε επίσης χρήματα από τους Σκώτους ευγενείς, μέσω της Πράξης της Ανάκλησης (1625), με την οποία όλες οι δωρεές βασιλικής και εκκλησιαστικής γης προς τους ευγενείς μετά το 1540 ανακαλούνταν, με υποχρέωση καταβολής ενοικίου για χρήση τους έκτοτε.[96] Επιπλέον, τα όρια των βασιλικών δασών στην Αγγλία επεκτάθηκαν στις αρχαίες τους θέσεις ως μέρος ενός σχεδίου μεγιστοποίησης εισοδημάτων μέσω εκμετάλλευσης της γης και της επιβολής προστίμων στους χρήστες της για καταπάτηση.[97]

Θρησκευτικές συγκρούσεις

Επεξεργασία
 
Ο Κάρολος Α΄ με τον κο Ντε Σαιντ Αντουάν, του Άντονυ βαν Ντάικ, 1633, Κάστρο του Ουίνδσορ.

Καθ' όλη την περίοδο της ηγεμονίας του Καρόλου, η Αγγλική Μεταρρύθμιση ήταν μονίμως στο προσκήνιο του πολιτικού διαλόγου. Η Αρμινιανή θεολογία έδινε έμφαση στην εξουσία των κληρικών και την ατομική ικανότητα της απόρριψης ή της αποδοχής της σωτηρίας, και επομένως θεωρείτο αιρετική και ως πιθανό όχημα για την επανεγκαθίδρυση του Ρωμαιοκαθολικισμού από τους Καλβινιστές αντιπάλους της. Η συμπάθεια του Καρόλου προς τις διδασκαλίες του Αρμινιανισμού, και ειδικά η επιθυμία του να απομακρύνει την Εκκλησία της Αγγλίας από τον Καλβινισμό προς μια πιο παραδοσιακή και μυστηριακή κατεύθυνση εξελήφθησαν από τους Πουριτανούς ως τάσεις προς την αθρησκεία.[98] Επιπλέον, οι υπήκοοι του πληροφορούνταν τα νέα του Ευρωπαϊκού πολέμου τακτικά[99] και δυσαρεστούντο όλο και περισσότερο από τις διπλωματικές επαφές του Καρόλου με την Ισπανία και την αποτυχία του να υποστηρίξει τους Προτεστάντες ζήτημα στο εξωτερικό αποτελεσματικά.[100]

Το 1633 ο Κάρολος όρισε τον Ουίλλιαμ Λωντ, Αρχιεπίσκοπο του Κάντερμπερυ.[101] Μαζί ξεκίνησαν μια σειρά αντικαλβινιστικών μεταρρυθμίσεων με τις οποίες αποπειράθηκαν να διασφαλίσουν τη θρησκευτική ομοιομορφία περιορίζοντας τους αντισυμβατικούς ιεροκήρυκες, επιμένοντας η λειτουργία να τελείται όπως περιγράφεται στο Βιβλίο της Κοινής Προσευχής (Book of Comon Prayer), οργανώνοντας την εσωτερική αρχιτεκτονική των Αγγλικών εκκλησιών ώστε να δοθεί έμφαση στο μυστήριο της Ευχαριστίας και να επανεκδοθεί η "Διακήρυξη των Αθλημάτων" (Declaration of Sports) του βασιλιά Ιακώβου, η οποία επέτρεπε κοσμικές δραστηριότητες την ημέρα αργίας.[102] Μια οργάνωση (Feoffees for Impropriations) που αγόραζε εκκλησιαστικές θέσεις για τους Πουριτανούς διαλύθηκε.[103] Για να διώξει εκείνους που αντιτίθεντο στις μεταρρυθμίσεις του, ο Λωντ χρησιμοποίησε τα δυο ισχυρότερα δικαστήρια στη χώρα, το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο (Court of High Commission) και το Δικαστήριο της Αστεροειδούς Αίθουσας (Star Chamber).[104] Τα δικαστήρια αυτά λογόκριναν τις αντίθετες θρησκευτικές απόψεις, και έγιναν λαομίσητα στις τάξεις των κατόχων ιδιοκτησίας γιατί επέβαλλαν ατιμωτικές ποινές σε αριστοκράτες.[105] Το 1637 ο Ουίλλιαμ Πρυν, ο Χένρι Μπέρτον και ο Τζον Μπάστγουικ, τοποθετήθηκαν στον κύφωνα, μαστιγώθηκαν, ακρωτηριάστηκαν και φυλακίστηκαν επ' αόριστον γιατί δημοσίευσαν λίβελους εναντίον της επισκοπικής διοίκησης.[106]

 
Τριπλή προσωπογραφία του Καρόλου Α΄, Άντονυ βαν Ντάυκ, 1635–36, Βασιλική Συλλογή, Κάστρο Ουίνδσορ.

Όταν ο Κάρολος προσπάθησε να επιβάλει τη θρησκευτική του πολιτική στη Σκωτία αντιμετώπισε πολυάριθμες δυσκολίες. Παρ' ότι γεννημένος στη Σκωτία, ο Κάρολος είχε αποξενωθεί από το βόρειο βασίλειό του· η πρώτη του επίσκεψη μετά την παιδική του ηλικία εκεί έγινε λόγω της Σκωτικής του στέψης το 1633.[107] Προς απογοήτευση των Σκώτων, οι οποίοι είχαν αφαιρέσει πολλές παραδοσιακές τελετουργίες από τη λειτουργική τους πρακτική, ο Κάρολος επέμεινε η στέψη να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το αγγλικανικό τυπικό.[108] Το 1637 ο Βασιλιάς διέταξε τη χρήση ενός νέου βιβλίου προσευχής στη Σκωτία το οποίο ήταν σχεδόν πανομοιότυπο με το αγγλικό Βιβλίο της Κοινής Προσευχής, χωρίς να συμβουλευτεί το Σκωτικό Κοινοβούλιο ή την Εκκλησία της Σκωτίας.[109] Παρότι γράφηκε, καθ' υπόδειξη του Καρόλου, από Σκώτους επισκόπους, πολλοί Σκώτοι την αντιστρατεύονταν, βλέποντας το νέο βιβλίο προσευχής ως μέσον εισαγωγής του Αγγλικανισμού στη Σκωτία.[110] Στις 23 Ιουλίου, ξέσπασαν ταραχές στο Εδιμβούργο την πρώτη Κυριακή της χρήσης του βιβλίου προσευχής, και η αναταραχή εξαπλώθηκε σε όλη την Εκκλησία της Σκωτίας. Ο λαός άρχισε να κινητοποιείται γύρω από μια επαναβεβαίωση της πρεσβυτεριανής ομολογίας (National Covenant), οι υπογράψαντες την οποία είχαν υποσχεθεί να στηρίζουν τη μεταρρυθμισμένη θρησκεία της Σκωτίας και να απορρίψουν οιεσδήποτε καινοτομίες οι οποίες δεν εξουσιοδοτούνταν από την Εκκλησία και το Κοινοβούλιο.[111] Όταν η Γενική Συνέλευση της Εκκλησίας της Σκωτίας συνήλθε τον Νοέμβριο 1638, καταδίκασε το νέο βιβλίο προσευχής, κατήργησε την επισκοπική διοίκηση της εκκλησίας, και υιοθέτησε Πρεσβυτεριανή διοίκηση από πρεσβύτερους και διακόνους.[112]

Πόλεμοι των Επισκόπων

Επεξεργασία

Ο Κάρολος εξέλαβε την αναταραχή στη Σκωτία ως εξέγερση εναντίον της εξουσίας του και προκάλεσε με τις ενέργειές του τον Πρώτο Πόλεμο των Επισκόπων το 1639.[113] Ο Κάρολος δεν ζήτησε χρηματοδότηση από το Κοινοβούλιο για να διεξαγάγει τον πόλεμο, αλλά αντίθετα συγκέντρωσε έναν στρατό χωρίς κοινοβουλευτική βοήθεια και βάδισε στο Μπέρικ-απόν-Τουίντ, στο σύνορο της Σκωτίας.[114] Ο στρατός του Καρόλου δεν ενεπλάκη με τους Σκωτσέζους Πρεσβυτεριανούς καθώς ο Βασιλιάς θεωρούσε τις δυνάμεις του πολύ κατώτερες αριθμητικά από αυτές των Σκωτσέζων.[115] Με τη Συνθήκη του Μπέρικ το 1639, ο Κάρολος κέρδισε ξανά τα Σκωτικά του φρούρια και πέτυχε τη διάλυση της προσωρινής κυβέρνησης των Πρεσβυτεριανών, αλλά με τη σημαντική υποχώρηση ότι θα συγκαλούνταν το Σκωτικό Κοινοβούλιο αλλά και η Γενική Συνέλευση της Σκωτικής Εκκλησίας.[116]

Η στρατιωτική αποτυχία του Καρόλου στον Πρώτο Πόλεμο των Επισκόπων του στοίχισε μια οικονομική και διπλωματική κρίση η οποία επιδεινώθηκε όταν οι προσπάθειές του να χρηματοδοτηθεί από την Ισπανία, ενώ ταυτόχρονα συνέχιζε να υποστηρίζει τους συγγενείς του στο Παλατινάτο, οδήγησαν στη δημόσια ταπείνωση της ναυμαχίας των Στενών του Κεντ (Battle of the Downs). Στις 21 Οκτωβρίου 1639 οι Ολλανδοί κατέστρεψαν έναν Ισπανικό στόλο με φορτίο χρυσού ανοιχτά του Κεντ υπό τα βλέμματα του ανήμπορου να δράσει αγγλικού στόλου, δώδεκα μεταγωγικά του οποίου μετέφεραν τον ισπανικό στρατό στις Κάτω Χώρες.[117]

Ο Κάρολος συνέχισε τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους Σκώτους σε μια απόπειρα να κερδίσει χρόνο προτού ξεκινήσει μια νέα στρατιωτική επιχείρηση. Λόγω της οικονομικής του αδυναμίας, αναγκάστηκε να συγκαλέσει το Κοινοβούλιο.[118] Το αγγλικό και το ιρλανδικό κοινοβούλιο συνήλθαν τους πρώτους μήνες του 1640.[119] Τον Μάρτιο του 1640, το Ιρλανδικό Κοινοβούλιο ψήφισε μια χρηματοδότηση £180.000 με την υπόσχεση να συγκεντρωθεί ένας ισχυρός στρατός 9.000 μέχρι το τέλος Μαΐου.[119] Στις αγγλικές γενικές εκλογές τον Μάρτιο, όμως, οι υποψήφιοι της αυλής απέτυχαν [120] και οι σχέσεις του Καρόλου με το Κοινοβούλιο τον Απρίλιο έφτασαν γρήγορα σε αδιέξοδο.[121] Ο Άλτζερνον Πέρσυ, Κόμης του Νορθάμπερλαντ, και ο Τόμας Ουέντγουορθ, Κόμης του Στράφφορντ, προσπάθησαν να μεσολαβήσουν για έναν συμβιβασμό σύμφωνα με τον οποίο ο Βασιλιάς θα συμφωνούσε να παραιτηθεί του ship money έναντι £650.000 (αν και το κόστος του επερχόμενου πολέμου υπολογιζόταν σε περίπου £1.000.000).[122] Η προσπάθεια αυτή δεν είχε επιτυχία.[123] Οι αιτήσεις των Κοινοβουλευτικών για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις αγνοήθηκαν από τον Κάρολο, ο οποίος διατηρούσε ακόμα την υποστήριξη της Βουλής των Λόρδων. Παρά τις διαμαρτυρίες του Νορθάμπερλαντ,[124] το Βραχύ Κοινοβούλιο (όπως έμεινε γνωστό) διαλύθηκε τον Μάιο του 1640, λιγότερο από ένα μήνα μετά τη σύγκλησή του.[125]

   
Ο Κόμης του Στράφφορντ (αριστερά) και ο Ουίλλιαμ Λωντ (δεξιά): δύο από τους πλέον σημαντικούς συμβούλους κατά την περίοδο της προσωπικής εξουσίας.[126]

Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Στράφφορντ, Λόρδος Αντιπρόσωπος της Ιρλανδίας από το 1632,[127] είχε αναδειχθεί σε δεξί χέρι του Καρόλου και μαζί με τον Λωντ, προσπαθούσε να επιβάλει τη βασιλική εξουσία επί των τοπικών ή αντιπολιτευτικών συμφερόντων.[128] Παρότι αρχικά κριτικός προς τον Βασιλιά, ο Στράφφορντ μεταστράφηκε το 1628 (λόγω εν μέρει της πειθούς του Μπάκιγχαμ),[129] και έκτοτε αναδείχθηκε, μαζί με τον Λωντ, ως ο ισχυρότερος από τους επιτελείς του Καρόλου.[130]

Αναθαρρημένο από την αποτυχία του Αγγλικού Βραχέος Κοινοβουλίου, το Σκωτικό Κοινοβούλιο αυτοανακηρύχθηκε ικανό να κυβερνά χωρίς τη συναίνεση του βασιλιά και, τον Αύγουστο 1640, ο στρατός των Πρεσβυτεριανών εισήλθε στην Αγγλική κομητεία του Νορθάμπερλαντ.[131] Μετά την ασθένεια του Κόμη του Νορθάμπερλαντ, ο οποίος ήταν αρχιστράτηγος του Βασιλιά, ο Κάρολος και ο Στράφφορντ κινήθηκαν βόρεια για να διοικήσουν τις Αγγλικές δυνάμεις, παρότι ο Στράφφορντ ήταν ο ίδιος άρρωστος με ποδάγρα και δυσεντερία.[132] Ο Σκωτικός στρατός, μεγάλο μέρος του οποίου ήταν βετεράνοι του Τριακονταετούς Πολέμου,[133] είχε μακράν υψηλότερο ηθικό και εκπαίδευση συγκριτικά με τον Αγγλικό, και δεν συνάντησε ουσιαστικά αντίσταση μέχρι το Νιούκασλ-απόν-Τάυν όπου, στη Μάχη του Νιούμπερν, νίκησε τις Αγγλικές δυνάμεις και κατέλαβε την πόλη, καθώς και τη γειτονική κομητεία του Ντάραμ.[134]

Καθώς οι φωνές για ένα κοινοβούλιο δυνάμωναν,[135] Ο Κάρολος προχώρησε στην ασυνήθιστη πράξη της σύγκλησης του Μεγάλου Συμβουλίου των Ομοτίμων, θεσμού σε αχρηστία για πάνω από έναν αιώνα. Κατά τη σύνοδό του στο Γιορκ στις 24 Σεπτεμβρίου 1640, ο Κάρολος αποφάσισε να υποταχθεί στην καθολική απαίτηση για σύγκληση Κοινοβουλίου. Αφού ενημέρωσε τους ευγενείς ότι το κοινοβούλιο θα συγκαλούνταν τον Νοέμβριο, τους ζήτησε να σκεφτούν πώς θα χρηματοδοτούσαν τον πόλεμο κατά των Σκωτσέζων. Αυτοί τον συμβούλευσαν κα κάνει ειρήνη. [136] Μια παύση των εχθροπραξιών, αν και όχι τελική συμφωνία, επήλθε με την ταπεινωτική[137] Συνθήκη του Ripon, η οποία υπογράφηκε στις 26 Οκτωβρίου του 1640.[138] Με τη συνθήκη αυτή οι Σκώτοι θα συνέχιζαν να κατέχουν το Νορθάμπερλαντ και το Ντάραμ και να πληρώνονται £850 καθημερινά, μέχρι την αποκατάσταση της ειρήνης και την επανασύγκληση του Αγγλικού Κοινοβουλίου, το οποίο θα έπρεπε να συγκεντρώσει επαρκή ποσά για να πληρώσει τις Σκωτικές δυνάμεις.[139]

Ακολούθως, τον Νοέμβριο, ο Κάρολος συγκάλεσε αυτό που έμεινε γνωστό ως Μακρύ Κοινοβούλιο. Ακόμη μια φορά, οι υποστηρικτές του Καρόλου απέτυχαν στις εκλογές. Από τα 493 μέλη της Βουλής των Κοινοτήτων, πάνω από 350 αντιτίθεντο στον Βασιλιά.[140]

Μακρύ Κοινοβούλιο

Επεξεργασία

Κλιμάκωση των εντάσεων

Επεξεργασία

Το Μακρύ Κοινοβούλιο αποδείχτηκε τόσο εχθρικό για τον Κάρολο όσο και το Βραχύ Κοινοβούλιο. Συνήλθε στις 3 Νοεμβρίου 1640 και σύντομα ξεκίνησε διαδικασίες για να παραπέμψει τους κυριότερους συμβούλους του Βασιλιά για εσχάτη προδοσία.[141] Ο Στράφφορντ τέθηκε υπό επιτήρηση στις 10 Νοεμβρίου· ο Λωντ παραπέμφθηκε στις 18 Δεκεμβρίου· ο Λόρδος Σφραγιδοφύλακας Φιντς παραπέμφθηκε την επόμενη ημέρα, και ακολούθως διέφυγε στη Χάγη με την άδεια του Καρόλου στις 21 Δεκεμβρίου.[142] Για να εμποδίσει τον Βασιλιά από το να το διαλύει κατά βούληση, το Κοινοβούλιο πέρασε την Πράξη Τριετίας (Triennial Act), η οποία απαιτούσε το Κοινοβούλιο να συγκαλείται τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια, και επέτρεπε στον Λόρδο Σφραγιδοφύλακα και 12 ομοτίμους να συγκαλούν το Κοινοβούλιο αν ο βασιλιάς δεν το έκανε.[143] Η Πράξη συνοδευόταν από ένα νομοσχέδιο επιχορήγησης, και για να διασφαλίσει το τελευταίο, ο Κάρολος έδωσε απρόθυμα τη βασιλική συγκατάθεση τον Φεβρουάριο του 1641.[144]

Ο Στράφφορντ είχε γίνει ο βασικός στόχος των Κοινοβουλευτικών, ειδικά του Τζον Πυμ, και προσήχθη σε δίκη για εσχάτη προδοσία στις 22 Μαρτίου 1641.[145] Όμως, ο κρίσιμος ισχυρισμός του Σερ Χένρυ Βέην ότι ο Στράφφορντ είχε απειλήσει να χρησιμοποιήσει τον ιρλανδικό στρατό για να υποτάξει την Αγγλία δεν επιβεβαιώθηκε και στις 10 Απριλίου η υπόθεση του Πυμ κατέρρευσε.[146] ο Πυμ και οι σύμμαχοί του άμεσα συνέταξαν ένα ένταλμα εξωδικαστικής καταδίκης (Bill of attainder), το οποίο απλά κήρυξε τον Στράφφορντ ένοχο και επέβαλε την ποινή του θανάτου.[147]

Ο Κάρολος διαβεβαίωσε τον Στράφφορντ ότι "με τον λόγο ενός βασιλιά δεν θα υποφέρει η ζωή, η τιμή ή η περιουσία σου",[148] και η δίωξη δεν θα πετύχαινε αν ο Κάρολος απέσυρε την έγκρισή της Τριετούς Πράξης.[149] Επιπλέον, πολλά μέλη και οι περισσότεροι ευγενείς αντιτίθεντο στη δίωξη, μη επιθυμώντας, σύμφωνα με έναν από αυτούς, να "διαπράξουν φόνο με το ξίφος της δικαιοσύνης".[150] Όμως, οι αυξανόμενες εντάσεις και μια απόπειρα πραξικοπήματος από φιλομοναρχικούς αξιωματικούς του στρατού προς υποστήριξη του Στράφφορντ και στην οποία ο Κάρολος είχε αναμειχθεί άρχισε να γέρνει την πλάστιγγα.[151] Η Βουλή των Κοινοτήτων πέρασε το Bill of attainder στις 20 Απριλίου με μεγάλη διαφορά (204 υπέρ, 59 κατά, και 230 απέχοντες), και οι Λόρδοι συναίνεσαν (με 26 ψήφους έναντι 19, και 79 απόντες) τον Μάιο.[152] Στις 3 Μαΐου, μια Διαμαρτυρία του Κοινοβουλίου είχε επιτεθεί στους "κακόβουλους συμβούλους" της "αυθαίρετης και τυραννικής κυβέρνησης" του Καρόλου· ενώ εκείνοι που υπέγραψαν το υπόμνημα ανέλαβαν να υπερασπιστούν το "πρόσωπο, την τιμή και τη περιουσία" του βασιλιά, αλλά επίσης και να διατηρήσουν "την αληθινή μεταρρυθμισμένη θρησκεία", το κοινοβούλιο και τα "δικαιώματα και τις ελευθερίες των υπηκόων".[153] Ο Κάρολος, φοβούμενος για την ασφάλεια της οικογενείας του εν όψει αναταραχής, συγκατένευσε απρόθυμα στην καταδίκη του Στράφορντ στις 9 Μαΐου αφού συμβουλεύτηκε τους δικαστές του και τους επισκόπους του.[154] Ο Στράφφορντ αποκεφαλίστηκε τρεις ημέρες αργότερα.[155]

Επί πλέον, στις αρχές Μαΐου ο Κάρολος είχε εγκρίνει μια άνευ προηγουμένου πράξη, η οποία απαγόρευε τη διάλυση του Αγγλικού Κοινοβουλίου χωρίς την έγκριση του Κοινοβουλίου.[156] Τους επόμενους μήνες, το ship money, τα πρόστιμα για το "Distraint of Knighthood" και οι φόροι κατανάλωσης χωρίς κοινοβουλευτική συναίνεση κηρύχθηκαν παράνομα και τα ανώτατα δικαστήρια Courts of Star Chamber και High Commission καταργήθηκαν.[157] Όλες οι εναπομείνασες μορφές φορολόγησης νομιμοποιήθηκαν και ρυθμίστηκαν από την Πράξη των Δασμών (Tonnage and Poundage Act).[158] Η Βουλή των Κοινοτήτων επίσης ετοίμασε νομοσχέδια που επετίθεντο εναντίον των επισκόπων και της επισκοπικής οργάνωσης της Εκκλησίας, αλλά απορρίφθηκαν αυτά στη Βουλή των Λόρδων.[159]

Ο Κάρολος είχε κάνει σημαντικές παραχωρήσεις στην Αγγλία, και προσωρινά βελτίωσε τη θέση του στη Σκωτία εξασφαλίζοντας την εύνοια των Σκώτων σε μια επίσκεψη από τον Αύγουστο μέχρι τον Νοέμβριο του 1641 κατά την οποία αποδέχτηκε την επίσημη εγκαθίδρυση του Πρεσβυτεριανισμού.[160] Παρ' ολα αυτά, μετά από μια απόπειρα πραξικοπήματος βασιλοφρόνων στη Σκωτία, γνωστή ως "το Περιστατικό" (The Incident), η αξιοπιστία του μειώθηκε σημαντικά.[161]

Ιρλανδική εξέγερση

Επεξεργασία

Στην Ιρλανδία ο πληθυσμός ήταν χωρισμένος σε τρεις κύριες κοινωνικοπολιτικές ομάδες: τους παλιούς κελτικής καταγωγής κατοίκους, οι οποίοι ήταν Καθολικοί, τους Παλαιούς Άγγλους (Old English), οι οποίοι κατάγονταν από τους Νορμανδούς που εισέβαλαν στην Ιρλανδία κατά τον Μεσαίωνα και ήταν επίσης ως επί το πλείστον Καθολικοί, και τους Νέους Άγγλους (New English), οι οποίοι ήταν προτεστάντες έποικοι από την Αγγλία και τη Σκωτία ευθυγραμμισμένοι με το Αγγλικό Κοινοβούλιο και τους Πρεσβυτεριανούς. Η διοίκηση του Στράφφορντ είχε βελτιώσει την ιρλανδική οικονομία και αύξησε θεαματικά τα φορολογικά έσοδα, αλλά το είχε επιτύχει με σιδηρά πυγμή.[162] Είχε εκγυμνάσει έναν μεγάλο Καθολικό στρατό προς υποστήριξη του Βασιλιά και είχε εξασθενήσει την εξουσία του Ιρλανδικού Κοινοβουλίου,[163] ενώ συνέχιζε τις δημεύσεις γαιών των καθολικών προς όφελος των προτεσταντών εποίκων, προωθώντας ταυτόχρονα τον αγγλικανισμό του Λωντ, ο οποίος ήταν απεχθής στους πρεσβυτεριανούς.[164] Αποτέλεσμα ήταν να δυσαρεστήσει και τις τρεις ομάδες.[165] Η παραπομπή του Στράφφορντ δημιούργησε μια νέα αφετηρία για τα πολιτικά πράγματα της Ιρλανδίας όπου όλες ο πλευρές ενώθηκαν για να παρουσιάσουν στοιχεία εναντίον του.[166] Με τρόπο παρόμοιο με αυτόν του Αγγλικού Κοινοβουλίου, οι Παλαιοί Άγγλοι μέλη του Ιρλανδικού Κοινοβουλίου ισχυρίζονταν ότι παρότι αντετίθεντο στον Στράφφορντ, παρέμεναν πιστοί στον Κάρολο. Ισχυρίστηκαν ότι ο Βασιλιάς είχε παρασυρθεί από κακεντρεχείς συμβούλους,[167] και ότι, επιπλέον, ένας αντιβασιλέας όπως ο Στράφφορντ μπορούσε να αναδυθεί ως δεσποτική φιγούρα αντί να αφήσει τον Βασιλιά να ασχοληθεί άμεσα με τη διακυβέρνηση.[168] Η πτώση του Στράφφορντ μείωσε την επιρροή του Καρόλου στην Ιρλανδία[169]. Η διάλυση του ιρλανδικού στρατού απαιτήθηκε χωρίς αποτέλεσμα τρεις φορές από τη Βουλή των Κοινοτήτων κατά την περίοδο της φυλάκισης του Στράφφορντ,[153] μέχρις ότου ο Κάρολος τελικά αναγκαστεί να διαλύσει τον στρατό λόγω έλλειψης χρημάτων στο τέλος της δίκης.[170] Αντιδικίες σχετικά με τη μεταφορά γης από τους ιθαγενείς Καθολικούς σε Προτεστάντες εποίκους,[171] (ιδιαίτερα για τον εποικισμό του Ώλστερ,[172] καθώς και δυσαρέσκεια για την υποταγή του Ιρλανδικού Κοινοβουλίου στο Κοινοβούλιο της Αγγλίας, [173] υπήρξαν τα αίτια της ανταρσίας. Όταν ξέσπασε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των παλιών Ιρλανδών και των Νέων Άγγλων, στα τέλη Οκτωβρίου 1641, οι Παλαιοί Άγγλοι τάχθηκαν με τους παλιούς Ιρλανδούς ενώ ταυτόχρονα δήλωσαν την πίστη τους στον Βασιλιά.[174]

Τον Νοέμβριο 1641, η Βουλή των Κοινοτήτων ψήφισε τη Μεγάλη Διαμαρτυρία (Grand Remonstrance), μια μακρά λίστα παραπόνων ενάντια σε πράξεις των υπουργών του Καρόλου που διαπράχθηκαν από την αρχή της βασιλείας του (οι οποίες χαρακτηρίζονταν μέρος μιας μεγάλης Καθολικής συνωμοσίας με τον Κάρολο ακούσιο μέλος),[175] αλλά ήταν εν πολλοίς ένα πολύ προχωρημένο βήμα του Πυμ και πέρασε με μόνο 11 ψήφους – 159 προς 148.[176] Επιπλέον, η Διαμαρτυρία είχε πολύ μικρή υποστήριξη στη Βουλή των Λόρδων, στην οποία μάλιστα επετίθετο.[177] Η ένταση κορυφώθηκε με τις ειδήσεις της Ιρλανδικής εξέγερσης, σε συνδυασμό με ανακριβείς φήμες περί συνενοχής του Καρόλου.[178] Όλο τον Νοέμβριο, εμπρηστικά φυλλάδια διέδιδαν ιστορίες για ωμότητες στην Ιρλανδία[179] και σφαγές των Νέων Άγγλων εποίκων από τους παλιούς Ιρλανδούς οι οποίοι δεν μπορούσαν να ελεγχθούν από τους Παλαιούς Άγγλους λόρδους.[180] Φήμες για "παπικές" συνωμοσίες κυκλοφορούσαν στην Αγγλία,[181] και οι αντικαθολικές πεποιθήσεις ενισχύθηκαν, πλήττοντας τη φήμη και την εξουσία του Καρόλου.[182]

 
Η Ερριέττα Μαρία από τον Σερ Άντονυ βαν Ντάυκ, 1632.

Το Αγγλικό Κοινοβούλιο δυσπιστούσε στα κίνητρα του Καρόλου όταν εκείνος ζήτησε χρήματα για να καταστείλει την Ιρλανδική εξέγερση· πολλά μέλη των Κοινοτήτων υποπτεύονταν ότι οι δυνάμεις που θα συγκέντρωνε ο Κάρολος μπορούσαν αργότερα να χρησιμοποιηθούν εναντίον του ίδιου του Κοινοβουλίου.[183] Ο Πυμ εισήγαγε ένα νομοσχέδιο με σκοπό να αποσπάσει τον έλεγχο του στρατού από τον Βασιλιά, αλλά δεν είχε τη στήριξη των λόρδων, και βέβαια ούτε του Καρόλου.[184] Αντί των εγκρίσεων αυτών, οι Κοινότητες πέρασαν το νομοσχέδιο ως διάταξη (Ordinance), η οποία -ισχυρίζονταν- δεν χρειαζόταν βασιλική συγκατάθεση.[185] Αυτή η Στρατιωτική Διάταξη (Militia Ordinance) φαίνεται ότι εξώθησε πολλούς λόρδους να ταχθούν στο πλευρό του Βασιλιά.[186] Σε μια απόπειρα να ενισχύσει τη θέση του, ο Κάρολος δημιούργησε μεγάλη αντιπάθεια στο Λονδίνο, το οποίο βυθιζόταν στην αναρχία, όταν έθεσε τον Πύργο του Λονδίνου υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Τόμας Λάνσφορντ, ενός διαβόητου, αλλά αποτελεσματικού, αξιωματικού καριέρας.[187] Όταν έφτασαν στον Κάρολο φήμες ότι το Κοινοβούλιο σκόπευε να παραπέμψει τη σύζυγό του για συνωμοσία με τους Ιρλανδούς εξεγερθέντες, ο Βασιλιάς αποφάσισε να προβεί σε δραστικές ενέργειες.[188]

Πέντε μέλη

Επεξεργασία

Ο Κάρολος υποπτευόταν, πιθανώς σωστά, ότι μερικά μέλη του Αγγλικού Κοινοβουλίου είχαν συνωμοτήσει με τους εισβολείς Σκώτους.[189] Στις 3 Ιανουαρίου 1642 διέταξε το Κοινοβούλιο να παραδώσει πέντε μέλη, - τον Πυμ, τον Τζον Χάμπντεν, τον βαρόνο Ντένζιλ Χολλς, τον Ουίλλιαμ Στρόουντ και τον Σερ Άρθουρ Χέιζελριγκ – και έναν ομότιμο – τον Έντουαρντ Μόνταγκιου, Λόρδο Μάντεβιλ – με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.[190] Την επομένη 4 Ιανουαρίου ο ίδιος ο Κάρολος με 300 στρατιώτες πήγε στο Κοινοβούλιο για να συλλάβει τους πέντε κατηγορουμένους, πιθανότατα μετά από προτροπή της βασίλισσας Ερριέττας Μαρίας. Άφησε τους στρατιώτες στην είσοδο και προχώρησε στην αίθουσα για να διαπιστώσει ότι οι κατηγορούμενοι δεν ήταν εκεί.[191] Έχοντας καταλάβει τη θέση του προέδρου Ουίλλιαμ Λένθαλ, ο Βασιλιάς τον ρώτησε πού είχαν καταφύγει τα μέλη. Ο Λένθαλ, γονατιστός,[192] έδωσε την περίφημη απάντηση "Είθε να ευχαριστήσει τη Μεγαλειότητά σας, δεν έχω ούτε μάτια να δω ούτε γλώσσα να μιλήσω σε αυτό το μέρος παρά μόνο όπως ευαρεστείται να με κατευθύνει η Βουλή, υπηρέτης της οποίας είμαι."[193] Ο Κάρολος ταπεινωμένος δήλωσε "όλα τα πουλιά μου πέταξαν", και αναγκάστηκε να αποχωρήσει με άδεια χέρια.[194]

Η αδέξια προσπάθεια σύλληψης ήταν πολιτικά καταστροφική για τον Κάρολο.[195] Κανένας Άγγλος ηγεμόνας δεν είχε μπει ποτέ στη Βουλή των Κοινοτήτων, και η άνευ προηγουμένου εισβολή του στην αίθουσα για να συλλάβει μέλη της θεωρήθηκε σοβαρή παραβίαση του κοινοβουλευτικού προνομίου.[196] Σε μια στιγμή ο Κάρολος κατέστρεψε τις προσπάθειες των υποστηρικτών του να τον εμφανίσουν σαν μια άμυνα ενάντια στην καινοτομία και την αναταραχή.[197]

Το Κοινοβούλιο γρήγορα κυριάρχησε στο Λονδίνο και ο Κάρολος έφυγε από την πρωτεύουσα για το Παλάτι του Χάμπτον Κορτ στις 10 Ιανουαρίου 1642,[198] και δυο μέρες αργότερα για το Κάστρο του Ουίνδσορ.[199] Αφού έστειλε τη σύζυγο και τη μεγαλύτερη κόρη του για ασφάλεια στο εξωτερικό τον Φεβρουάριο, ταξίδεψε βόρεια ελπίζοντας να καταλάβει το οπλοστάσιο στο Κίνγκστον-από-Χαλ.[200] Αποκρούστηκε όμως τον Απρίλιο από τον Κοινοβουλευτικό κυβερνήτη της πόλης, Σερ Τζον Χόθαμ, και αναγκάστηκε να αποσυρθεί.[201]

Αγγλικός Εμφύλιος Πόλεμος

Επεξεργασία
 
Πίνακας του 19ου αιώνα που εικονίζει τον Κάρολο (στο κέντρο με μπλε ταινία) πριν τη μάχη του Έτζχιλ, 1642.

Στα μέσα του 1642, και οι δύο πλευρές άρχισαν να ετοιμάζονται για πόλεμο. Ο Κάρολος συγκρότησε στρατό χρησιμοποιώντας φεουδαλικές μεθόδους (δηλ. μέσω των γαιοκτημόνων ευγενών), και το Κοινοβούλιο βασίστηκε σε εθελοντές για την πολιτοφυλακή του.[202] Μετά από άκαρπες διαπραγματεύσεις, ο Κάρολος ύψωσε το βασιλικό λάβαρο στο Νότιγχαμ στις 22 Αυγούστου 1642.[203] Στην αρχή του Πρώτου Αγγλικού Εμφυλίου Πολέμου, οι δυνάμεις του Καρόλου ήλεγχαν περίπου τα Μίντλαντς, την Ουαλία, τη Δυτική και Βόρεια Αγγλία. Εγκατέστησε την αυλή του στην Οξφόρδη. Το Κοινοβούλιο έλεγχε το Λονδίνο, τα νοτιοανατολικά και την Ανατολική Αγγλία, καθώς και το αγγλικό ναυτικό.[204]

Μετά από μερικές αψιμαχίες, οι αντίπαλες δυνάμεις είχαν την πρώτη σοβαρή τους σύγκρουση στο Έτζχιλ, στις 23 Οκτωβρίου 1642. Ο ανιψιός του Καρόλου Ροβέρτος του Παλατινάτου διαφωνούσε με το σχέδιο μάχης του βασιλικού διοικητή Λόρδου Λίντσεϋ, και ο Κάρολος τάχθηκε υπέρ του Ροβέρτου. Ο Λίντσεϊ παραιτήθηκε, αφήνοντας τον Κάρολο να αναλάβει τη γενική διοίκηση βοηθούμενος από τον Λόρδο Φορθ.[205] Το ιππικό του Ροβέρτου διέσπασε τις γραμμές των κοινοβουλευτικών, αλλά αντί να επιστρέψει γρήγορα στο πεδίο της μάχης, κινήθηκε μακριά για να λεηλατήσει τα μεταγωγικά των κοινοβουλευτικών.[206] Ο Λίντσεϊ, μαχόμενος ως συνταγματάρχης, τραυματίστηκε και πέθανε από αιμορραγία χωρίς ιατρική βοήθεια. Η μάχη τελείωσε χωρίς έκβαση καθώς έδυε ο ήλιος.[207]

Κατά τα δικά του λόγια, η εμπειρία της μάχης άφησε τον Κάρολο "εξαιρετικά και βαθειά θλιμμένο".[208] Ανασυντάχθηκε στην Οξφόρδη, απορρίπτοντας την πρόταση του Ροβέρτου για άμεση επίθεση στο Λονδίνο. Μετά από μια εβδομάδα, στις 3 Νοεμβρίου, ξεκίνησε για την πρωτεύουσα καταλαμβάνοντας καθ' οδόν το Μπρέντφορντ συνεχίζοντας ταυτόχρονα να διαπραγματεύεται με αστικές και κοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες. Στο Τέρναμ Γκρην στα περίχωρα του Λονδίνου, ο βασιλικός στρατός συνάντησε αντίσταση από την πολιτοφυλακή της πόλης, και αντιμέτωπος με μια αριθμητικά υπέρτερη δύναμη, ο Κάρολος διέταξε οπισθοχώρηση.[208] Διαχείμασε στην Οξφόρδη, ενισχύοντας την άμυνα της πόλης και προετοιμάστηκε για την εκστρατεία της ερχόμενης άνοιξης. Οι ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών τερματίστηκαν ανεπιτυχώς τον Απρίλιο.[209]

 
Ο Κάρολος έφιππος μπροστά στα στρατεύματά του (1644).

Ο πόλεμος συνεχίστηκε χωρίς αποφασιστική έκβαση κατά το 1643 και το 1644, και η Ερριέττα Μαρία επέστρεψε στη Βρετανία για 17 μήνες τον Φεβρουάριο του 1643.[210] Μετά την κατάληψη του Μπρίστολ από τον Ροβέρτο τον Ιούλιο 1643, ο Κάρολος πολιόρκησε το Γκλώστερ. Το σχέδιό του να υπονομεύσει τα τείχη της πόλης απέτυχε λόγω μιας δυνατής βροχής, και η επικείμενη άφιξη μιας δύναμης κοινοβουλευτικών τον υποχρέωσε να άρει την πολιορκία και να αποσυρθεί στο Κάστρο Σάντλεϋ.[211] Ο κοινοβουλευτικός στρατός στράφηκε πίσω προς το Λονδίνο, και ο Κάρολος άρχισε την καταδιωξη. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στο Νιούμπερυ, Μπέρκσιρ, στις 20 Σεπτεμβρίου. Όπως στο Έτζχιλ, η μάχη κατέπαυσε με τη δύση του ήλιου.[212] Τον Ιανουάριο 1644, ο Κάρολος συγκάλεσε ένα Κοινοβούλιο στην Οξφόρδη, στο οποίο προσήλθαν περίπου 40 ομότιμοι και 118 μέλη των Κοινοτήτων. Το Κοινοβούλιο συνεδρίασε μέχρι τον Μάρτιο του 1645 υποστηριζόμενο από την πλειονότητα των ομοτίμων και το ένα τρίτο περίπου των κοινοβουλευτικών. [213]. Ο Κάρολος έμεινε απογοητευμένος από την αναποτελεσματικότητά του, αποκαλώντας το "μπάσταρδο" σε επιστολές προς τη σύζυγό του[214].

Το 1644 ο Κάρολος παρέμεινε στο νότιο μισό της Αγγλίας ενώ ο Ροβέρτος προέλασε βόρεια για να ανακουφίσει το Νιούαρκ και το Γιορκ, που απειλούνταν από τον κοινοβουλευτικό στρατό και τον στρατό των Σκώτων Πρεσβυτεριανών. Ο Κάρολος νίκησε στη μάχη του Κρόπρεντυ Μπριτζ στα τέλη Ιουνίου, αλλά οι μοναρχικοί στα βόρεια ηττήθηκαν στη μάχη του Μάρστον Μουρ μόλις λίγες ημέρες αργότερα.[215] Ο Βασιλιάς συνέχισε την εκστρατεία του στα νότια (μάχη του Λοστγουίδιλ), περικυκλώνοντας και αφοπλίζοντας τον κοινοβουλευτικό στρατό του Ρόμπερτ Ντέβερω, Κόμη του Έσσεξ.[216] Επιστρέφοντας στη βάση του στην Οξφόρδη, πολέμησε στο Νιούμπερι για δεύτερη φορά πριν έλθει ο χειμώνας· κι αυτή η μάχη τελείωσε χωρίς αποφασιστική έκβαση.[217] Προσπάθειες για συμβιβασμό κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ενώ και οι δύο πλευρές επανεξοπλίζονταν και αναδιοργανώνονταν, ήταν πάλι ανεπιτυχείς.[218]

Στη μάχη του Νέιζμπυ στις 14 Ιουνίου 1645, οι ιππείς του Ροβέρτου επέλασαν και πάλι επιτυχώς εναντίον του νέου στρατού (New Model Army) του Κοινοβουλίου, αλλά οι δυνάμεις του Καρόλου σε άλλα σημεία της μάχης απωθήθηκαν. Ο Κάρολος, σε μιαν απόπειρα να συγκρατήσει τους άντρες του, κάλπασε προς τα εμπρός αλλά ο Λόρδος Κάρνγουοθ άρπαξε τα γκέμια και τον τράβηξε πίσω, φοβούμενος για την ασφάλεια του Βασιλιά. Η χειρονομία του Κάρνγουοθ παρερμηνεύτηκε από τους βασιλόφρονες σαν σήμα υποχώρησης, και επήλθε η κατάρρευση.[219] Η στρατιωτική ζυγαριά έγειρε αποφασιστικά υπέρ του Κοινοβουλίου.[220] Ακολούθησε μια σειρά ηττών για τους βασιλόφρονες,[221] και μετά η πολιορκία της Οξφόρδης, από την οποία ο Κάρολος διέφυγε μεταμφιεσμένος σε υπηρέτη τον Απρίλιο του 1646.[222] Έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση του Σκωτικού Πρεσβυτεριανού στρατού που πολιορκούσε το Νιούαρκ και μεταφέρθηκε βόρεια στο Νιούκασλ-απόν-Τάυν.[223] Μετά από εννέα μήνες διαπραγματεύσεων, οι Σκώτοι τελικά ήλθαν σε συμφωνία με το Αγγλικό Κοινοβούλιο: έναντι 100.000 λιρών και της υπόσχεσης περισσοτέρων χρημάτων στο μέλλον,[η] οι Σκώτοι αποχώρησαν από το Νιούκασλ και παρέδωσαν τον Κάρολο στους κοινοβουλευτικούς τον Ιανουάριο του 1647.[225]

Η αιχμαλωσία

Επεξεργασία

Το Κοινοβούλιο έθεσε τον Κάρολο σε κατ' οίκον περιορισμό στο Μέγαρο Χόλντενμπυ του Νορθάμπτονσιρ, μέχρις ότου ο αξιωματικός Τζορτζ Τζόυς τον πήρε υπό απειλή βίας από το Χόλντενμπυ στις 3 Ιουνίου εν ονόματι του Νέου Στρατού (New Model Army).[226] Ήδη, αμοιβαία καχυποψία είχε αναπτυχθεί μεταξύ του Κοινοβουλίου, το οποίο ευνοούσε τη διάλυση του στρατού και τον Πρεσβυτεριανισμό, και του Νέου Στρατού, του οποίου οι περισσότεροι αξιωματικοί ήταν εκκλησιαστικά ανεξάρτητοι (Independent non-conformists), που επεδίωκαν έναν μεγαλύτερο πολιτικό ρόλο.[227] Ο Κάρολος ήταν πρόθυμος να εκμεταλλευτεί τις διευρυνόμενες διαιρέσεις, και προφανώς είδε τις πράξεις του Τζόυς ως ευκαιρία παρά ως απειλή.[228] Μεταφέρθηκε πρώτα στο Νιούμαρκετ του Σάφφοκ, με δική του πρόταση,[229] αργότερα στο Παλάτι του Όουτλαντς και ακολούθως στο Χάμπτον Κωρτ, ενώ άκαρπες τελικά διαπραγματεύσεις έλαβαν χώρα.[230] Κατά τον Νοέμβριο, είχε αποφασίσει ότι το καλύτερο γι' αυτόν θα ήταν να δραπετεύσει -ίσως στη Γαλλία, τη Νότια Αγγλία ή το Μπέρικ-απόν-Τουίντ, κοντά στα Σκωτικά σύνορα.[231] Δραπέτευσε από το Χάμπτον Κορτ στις 11 Νοεμβρίου, και ήλθε σε επαφή με τον συνταγματάρχη Ρόμπερτ Χάμμοντ, Κοινοβουλευτικό κυβερνήτη της Νήσου Ουάιτ, τον οποίο προφανώς θεωρούσε φιλικά διακείμενο.[232] Ο Χάμμοντ, όμως, περιόρισε τον Κάρολο στο Κάστρο Κάρισμπρουκ και πληροφόρησε το Κοινοβούλιο ότι ο Κάρολος ήταν κρατούμενός του.[233]

Από το Κάρισμπρουκ, ο Κάρολος συνέχισε τις προσπάθειες να επωφεληθεί από τις διαφορές μεταξύ των παρατάξεων. Σε άμεση αντίθεση με την προηγούμενη σύγκρουση του με τη Σκωτική Εκκλησία, στις 26 Δεκεμβρίου 1647 υπέγραψε ένα μυστικό σύμφωνο (το οποίο ονομάστηκε "Engagement") με τους Σκώτους. Σύμφωνα με αυτό, οι Σκώτοι ανέλαβαν να εισβάλουν στην Αγγλία στο πλευρό του Καρόλου και να τον αποκαταστήσουν στον θρόνο υπό τον όρο να εγκαθιδρυθεί ο Πρεσβυτεριανισμός στην Αγγλία για τρία χρόνια.[234]

Οι βασιλόφρονες εξεγέρθηκαν τον Μάιο του 1648, αρχίζοντας τον Δεύτερο Εμφύλιο Πόλεμο, και όπως συμφωνήθηκε με τον Κάρολο, οι Σκώτοι εισέβαλαν στην Αγγλία. Εξεγέρσεις στο Κεντ, το Έσσεξ και το Κάμπερλαντ, και μια εξέγερση στη Νότια Ουαλία, καταπνίγηκαν από τον Νέο Στρατό, και με την ήττα των Σκώτων στη Μάχη του Πρέστον τον Αύγουστο 1648, οι βασιλόφρονες έχασαν κάθε ελπίδα να κερδίσουν τον πόλεμο.[235]

Η μόνη δυνατότητα για τον Κάρολο ήταν να επιστρέψει σε διαπραγματεύσεις,[236] οι οποίες έγιναν στο Νιούπορτ στη Νήσο Ουάιτ.[237] Στις 5 Δεκεμβρίου 1648, το Κοινοβούλιο ψήφισε 129 προς 83 να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις με τον Βασιλιά,[238] αλλά ο Όλιβερ Κρόμγουελ και ο στρατός αντιτέθηκαν σε οποιεσδήποτε περαιτέρω συνομιλίες με κάποιον που θεωρούσαν αιμοσταγή τύραννο και ήδη δρούσαν για να ισχυροποιήσουν την εξουσία τους.[239] Ο Χάμμοντ αντικαταστάθηκε ως κυβερνήτης της Νήσου Ουάιτ στις 27 Νοεμβρίου, και τέθηκε υπό την εποπτεία του στρατού την επόμενη ημέρα.[240] Στην Εκκαθάριση του Πράυντ στις 6 και 7 Δεκεμβρίου, τα μέλη του Κοινοβουλίου που δεν είχαν την εύνοια του στρατού συνελήφθησαν ή αποκλείστηκαν από τον συνταγματάρχη Τόμας Πράυντ,[241] ενώ άλλα μέλη επέλεξαν την αποχή.[242] Τα υπόλοιπα μέλη συγκρότησαν το Κολοβό Κοινοβούλιο. Ήταν ουσιαστικά ένα στρατιωτικό πραξικόπημα.[243]

 
Ο Κάρολος στη δίκη του, από τον Έντουαρντ Μπάουερ, 1649. Άφησε τη γενειάδα και τα μαλλιά του να μεγαλώσουν πολύ επειδή το Κοινοβούλιο είχε αποπέμψει τον κουρέα του, και αρνείτο να έχει κοντά του οποιονδήποτε άλλον με ξυράφι.[244]
 
Ο Κάρολος (στο εδώλιο με την πλάτη προς τον θεατή) ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, 1649.[245]

Ο Κάρολος μεταφέρθηκε στο Κάστρο Χερστ στο τέλος του 1648, και μετά στο Κάστρο Ουίνδσορ.[246] Τον Ιανουάριο 1649, η κολοβή Βουλή των Κοινοτήτων του απήγγειλε την κατηγορία της προδοσίας, η οποία απορρίφθηκε από τη Βουλή των Λόρδων.[247] Η ιδέα της δίκης ενός βασιλιά ήταν πρωτοφανής.[248] Οι Αρχιδικαστές των τριών δικαστηρίων κοινού δικαίου της Αγγλίας – Χένρυ Ρολλ, Όλιβερ Σαιντ Τζον και Τζον Ουάιλντ – ήταν όλοι αντίθετοι με την απαγγελία κατηγοριών θεωρώντας την παράνομη.[249] Το Κολοβό Κοινοβούλιο αυτοανακηρύχτηκε ικανό να νομοθετεί από μόνο του, πέρασε ένα νομοσχέδιο που δημιουργούσε ένα ξεχωριστό δικαστήριο για τη δίκη του Καρόλου και το κήρυξε νόμο χωρίς την ανάγκη βασιλικής έγκρισης.[250] Το Ανώτερο Δικαστήριο (High Court of Justice) που ιδρύθηκε από τον πιο πάνω νόμο αποτελούνταν από 135 μέλη, αλλά πολλά είτε αρνήθηκαν να υπηρετήσουν είτε επέλεξαν να απόσχουν.[251] Μόνο 68 (όλοι ακραιφνείς κοινοβουλευτικοί) προσήλθαν στη δίκη του Καρόλου επί εσχάτη προδοσία και για "άλλα βαριά εγκλήματα", η οποία άρχισε στις 20 Ιανουαρίου 1649 στα Ανάκτορα του Ουέστμινστερ.[252] Ο Τζον Μπράντσω προέδρευε του Δικαστηρίου, και η κατηγορούσα αρχή εκπροσωπούνταν από τον γενικό εισαγγελέα Τζον Κουκ.[253]

Ο Κάρολος κατηγορήθηκε για προδοσία εναντίον της Αγγλίας επειδή χρησιμοποίησε τη δύναμή του για την επιδίωξη του προσωπικού του συμφέροντος αντί του καλού της χώρας.[254] Το κατηγορητήριο ανέφερε ότι "για την επίτευξη αυτών του των σχεδίων, και για την προστασία του εαυτού του και των οπαδών του κατά την άσκηση αυτών των φαύλων πρακτικών τους, κίνησε προδοτικά και κακόβουλα πόλεμο εναντίον του παρόντος Κοινοβουλίου και του λαού που αυτό αντιπροσωπεύει", και ότι τα "κακόβουλα σχέδια, πόλεμοι και οι φαύλες πρακτικές του προαναφερθέντος Καρόλου Στιούαρτ, ασκήθηκαν για την ικανοποίηση των επιθυμιών, της δύναμης και των κακώς εννοουμένων προνομίων αυτού και της οικογενείας του εναντίον του δημοσίου συμφέροντος, του κοινού δικαίου, της ελευθερίας, δικαιοσύνης και ειρήνης του λαού αυτού του έθνους."[254] Προλαμβάνοντας τη σύγχρονη αντίληψη περί εγκλημάτων πολέμου,[255] η κατηγορία χαρακτήρισε τον Κάρολο "ένοχο για όλες τις προδοσίες, δολοφονίες, λεηλασίες, εμπρησμούς, καταστροφές, ερημώσεις και αναστατώσεις που προκλήθηκαν στο έθνος απ' αυτούς τους πολέμους."[256] Περίπου 300.000 άνθρωποι, ή 6% του πληθυσμού, πέθαναν κατά τη διάρκεια του πολέμου.[257]

Κατά τις πρώτες τρεις ημέρες της δίκης, ο Κάρολος αρνούνταν να μιλήσει επί της ουσίας όποτε του ζητήθηκε,[258] δηλώνοντας την αντίθεση του με τις λέξεις: "Θα ήθελα να ξέρω ποια εξουσία με κάλεσε εδώ και ποια δικαιοδοσία..."[259] Ισχυρίστηκε ότι κανένα δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία επί ενός μονάρχη,[248] ότι η εξουσία του να κυβερνά του είχε δοθεί από τον Θεό και από τους παραδοσιακούς νόμους της Αγγλίας, και ότι η εξουσία που ασκούσαν εκείνοι που τον δίκαζαν ήταν αυτή της δύναμης των όπλων. Ο Κάρολος επέμεινε ότι η δίκη ήταν παράνομη, εξηγώντας ότι

"ουδεμία επίγεια δύναμη μπορεί δίκαια να με καλέσει (εμένα τον βασιλέα σας) σε απολογία ως εγκληματία... οι διαδικασίες της σημερινής ημέρας δεν εξουσιοδοτούνται από τους νόμους του Θεού· επειδή, αντίθετα, η διαταγή υπακοής στους Βασιλείς δίνεται καθαρά, και η αυστηρή αυτή εντολή υπάρχει και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη… όσο για τους νόμους αυτής της χώρας, είμαι εξ ίσου βέβαιος ότι κανείς μορφωμένος νομικός δεν θα βεβαιώσει ότι μπορεί να ζητηθεί παραπομπή για ένα βασιλιά, τη στιγμή που όλα γίνονται εν ονόματί του και ένα από τα ρητά τους [των νομικών] είναι ότι ο βασιλιάς δεν μπορεί να κάνει κακό [the King can do no wrong]…η Βουλή των Λόρδων αποκλείστηκε εντελώς και είναι πολύ καλά γνωστό ότι τα περισσότερα μέλη της Βουλής των Κοινοτήτων εμποδίστηκαν να συμμετάσχουν...σήκωσα τα όπλα μόνο για να προστατέψω τους θεμελιώδεις νόμους αυτού του βασιλείου από εκείνους που υπέθεσαν ότι η εξουσία μου έχει αλλάξει ριζικά την παλιά διακυβέρνηση[260]

Το δικαστήριο, αντίθετα, αντέκρουσε το δόγμα ότι "ο βασιλιάς δεν μπορεί να κάνει κακό", και διακήρυξε ότι "ο βασιλιάς της Αγγλίας δεν ήταν πρόσωπο, αλλά ένα αξίωμα που κάθε κάτοχος του είχε εξουσιοδοτηθεί με περιορισμένη εξουσία να κυβερνά σύμφωνα με τους νόμους της χώρας και όχι αλλιώς."[261]

Το Κοινοβούλιο δεν είχε ανεπιφύλακτη λαϊκή συμπαράσταση. Όταν ο Κάρολος τελείωσε την παραπάνω ομιλία του, τα θεωρεία κραύγασαν "ο Θεός σώζοι τον βασιλέα". Οι ιερείς καταδίκασαν τη δίκη από άμβωνος. Ο Μπράντσω φοβόταν να κυκλοφορήσει στους δρόμους. Ο γιος του Βασιλιά, ο μετέπειτα Κάρολος Β΄, έστειλε ένα έγγραφο στο Κοινοβούλιο με μόνη την υπογραφή του: θα τηρούσε ό,τι θα γραφόταν εκεί προκειμένου να σώσει τον πατέρα του. Τέσσερις ευγενείς προσφέρθηκαν, μάταια, να πεθάνουν αντί του Βασιλιά.

Στο τέλος της τρίτης ημέρας, ο Κάρολος απομακρύνθηκε από το δικαστήριο,[262] το οποίο μετά άκουσε περισσότερους από 30 μάρτυρες κατηγορίας εν απουσία του κατά τις επόμενες δύο ημέρες, και στις 26 Ιανουαρίου τον καταδίκασε σε θάνατο. Την επόμενη ημέρα, ο Βασιλιάς μεταφέρθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της επιτροπής, κηρύχτηκε ένοχος και άκουσε την καταδίκη του.[263] Πενήντα εννέα κοινοβουλευτικοί υπέγραψαν το ένταλμα εκτέλεσης του Καρόλου.[264]

Εκτέλεση

Επεξεργασία
 
Γερμανικό χαρακτικό της εποχής που δείχνει τον αποκεφαλισμό του Καρόλου Α΄.

Ο αποκεφαλισμός του Καρόλου ορίστηκε για την 30ή Ιανουαρίου 1649. Δύο από τα παιδιά του παρέμεναν στην Αγγλία υπό τον έλεγχο των Κοινοβουλευτικών: η Ελισάβετ και ο Ερρίκος. Τους επιτράπηκε να τον επισκεφτούν στις 29 Ιανουαρίου.[265] Το επόμενο πρωινό ζήτησε δύο πουκάμισα για να μη τρέμει από το κρύο, πράγμα το οποίο το πλήθος θα μπορούσε να εκλάβει ως σημείο φόβου:[266][267]

"ο καιρός είναι τόσο κρύος που μπορεί να με κάνει να τρέμω, κάτι που μερικοί θεατές μπορεί να φανταστούν ότι προέρχεται από φόβο. Δεν θα με κατηγορήσει κανείς γι' αυτό."[266]

Περπάτησε φρουρούμενος από το Παλάτι του Αγίου Ιακώβου, όπου ήταν σε περιορισμό, μέχρι το Παλάτι του Ουάιτχολ, όπου είχε στηθεί ένα ικρίωμα μπροστά από το Μέγαρο των Δεξιώσεων (Banqueting House).[268] Ο Κάρολος χωριζόταν από τους θεατές με μεγάλες ομάδες στρατιωτών, και ο τελευταίος λόγος του ακούστηκε μόνο σε αυτούς που ήταν μαζί του στο ικρίωμα.[269] Κατηγορούσε τον εαυτό του επειδή απέτυχε να αποτρέψει την εκτέλεση του πιστού υπηρέτη του Στράφφορντ: "Μια άδικη καταδίκη για την οποία υπέφερα όταν επιβλήθηκε, τιμωρείται τώρα με μια άδικη καταδίκη σε εμένα."[270] Δήλωσε ότι είχε επιθυμήσει την ελευθερία του λαού όσο κανείς, "αλλά πρέπει να σας πω ότι η ελευθερία του έγκειται στην ύπαρξη κυβέρνησης... Όχι από τη συμμετοχή σε αυτή την κυβέρνηση· είναι κάτι που δεν τους αφορά. Ένας υπήκοος και ένας ηγεμόνας είναι ξεκάθαρα διαφορετικά πράγματα."[271] Συνέχισε, "Θα μεταφερθώ από ένα φθαρτό σε ένα άφθαρτο Στέμμα, όπου δεν θα υπάρχει στενοχώρια."[272]

Περίπου στις 2 μ.μ.[273] ο Κάρολος έβαλε το κεφάλι του στο ξύλο αφού είπε μια προσευχή και ένευσε στον εκτελεστή ότι είναι έτοιμος εκτείνοντας τα χέρια του· αμέσως μετά αποκεφαλίστηκε με ένα μόνο χτύπημα.[274] Σύμφωνα με τον παρατηρητή Φίλιπ Χένρυ, ένας θρήνος "που δεν είχα ακούσει ποτέ πριν και επιθυμώ να μην ακούσω ποτέ ξανά" σηκώθηκε από το συγκεντρωμένο πλήθος,[275]. Κάποιοι βούτηξαν τα μαντήλια τους στο αίμα του Βασιλιά ως ενθύμιο.[276]

Ο εκτελεστής ήταν μασκοφόρος και μεταμφιεσμένος, και η ταυτότητα του είναι αντικείμενο συζήτησης. Οι επίτροποι προσέγγισαν τον Ρίτσαρντ Μπράντον, τον δήμιο των απαγχονισμών του Λονδίνου, αλλά αυτός αρνήθηκε, τουλάχιστον αρχικά, παρότι του προσφέρθηκαν 200 λίρες. Είναι πιθανό ότι υποχώρησε και ανέλαβε την αποστολή αφότου απειλήθηκε με θάνατο, αλλά υπάρχουν και άλλοι που αναφέρονται ως πιθανοί υποψήφιοι, όπως ο Τζορτζ Τζόυς, ο Ουίλλιαμ Χιούλετ και ο Χιου Πήτερς.[277] Το επιδέξιο χτύπημα, επιβεβαιωμένο από μια εξέταση στο σώμα του Βασιλιά στο Ουίνδσορ το 1813,[278] δείχνει ότι η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε από έναν έμπειρο δήμιο.[279]

Ήταν κοινή πρακτική το ακρωτηριασμένο κεφάλι ενός προδότη να υψώνεται και να επιδεικνύεται στο πλήθος με τις λέξεις "Ιδού το κεφάλι του προδότη!"[280] Παρ' ότι το κεφάλι του Καρόλου επιδείχθηκε στο πλήθος,[281] οι λέξεις δεν χρησιμοποιήθηκαν, πιθανώς επειδή ο εκτελεστής δεν ήθελε να αναγνωριστεί η φωνή του.[280] Την ημέρα μετά την εκτέλεση, το κεφάλι του Βασιλιά επικολλήθηκε ξανά στο σώμα του, το οποίο μετά ταριχεύθηκε και τοποθετήθηκε σε μολύβδινο φέρετρο.[282]

Ο Κρόμγουελ λεγόταν ότι είχε εκστομίσει μπροστά από το φέρετρο του Καρόλου "Αμείλικτη αναγκαιότητα!".[283] Η σχετική απεικόνιση από τον Πολ Ντελαρός τον δέκατο ένατο αιώνα.
Ένας ακόμα πίνακας του Ντελαρός, Ο Κάρολος Α' χλευάζεται από του στρατιώτες του Κρόμγουελ, κατά το πρότυπο του "Εμπαιγμού" του Χριστού.[284].

Η επιτροπή απέρριψε την ταφή του Καρόλου στο Αββαείο του Ουέστμινστερ, οπότε το σώμα του μεταφέρθηκε στο Κάστρο του Ουίνδσορ τη νύχτα της 7ης Φεβρουαρίου.[285] Τάφηκε στην κρύπτη του Ερρίκου Η΄, δίπλα στις σαρκοφάγους του Ερρίκου και της τρίτης συζύγου του Τζέην Σύμουρ, στο Παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου στο Ουίνδσορ, ιδιωτικά στις 9 Φεβρουαρίου 1649.[286] Ο γιος του Βασιλιά, Κάρολος Β΄, σχεδίασε την ανέγερση ενός περίτεχνου βασιλικού μαυσωλείου στο Χάυντ Παρκ, αλλά αυτό δεν κατασκευάστηκε ποτέ.[126]

Κληρονομιά

Επεξεργασία

Τα μέχρι την παλινόρθωση των Στιούαρτ

Επεξεργασία

Δέκα ημέρες μετά την εκτέλεση του Καρόλου, την ημέρα της ταφής του, εμφανίστηκαν προς πώληση απομνημονεύματα που υποτίθεται ότι είχαν γραφεί από τον Βασιλιά.[282] Το βιβλίο αυτό με τον ελληνικό τίτλο "Εικών Βασιλική" (Eikon Basilike), περιείχε μια απολογία της βασιλικής πολιτικής και αποδείχθηκε αποτελεσματικά προπαγανδιστικό για τους βασιλόφρονες. Ο Τζον Μίλτον έγραψε ως απάντηση των κοινοβουλευτικών τον "Εικονοκλάστη" (Eikonoklastes), αλλά το έργο αυτό πέτυχε λίγα απέναντι στο πάθος του βασιλικού βιβλίου.[287] Οι Αγγλικανοί και οι βασιλόφρονες φιλοτέχνησαν μια εικόνα μαρτυρίου,[288] και ο Κάρολος αναγνωρίστηκε ως βασιλιάς μάρτυρας από τους οπαδούς του. Η Άνω Εκκλησία τελεί ιδιαίτερες λειτουργίες κατά την επέτειο του θανάτου του και εκκλησίες ιδρύθηκαν προς τιμήν του Βασιλιά Καρόλου Μάρτυρος στο Φάλμουθ, στο Τάνμπριτζ Ουέλς και αλλού.[126]

Με τη μοναρχία καταργημένη, η Αγγλία έγινε δημοκρατία ή "Κοινοπολιτεία". Η Βουλή των Λόρδων καταργήθηκε από το Κολοβό Κοινοβούλιο και η εκτελεστική εξουσία δόθηκε στο Συμβούλιο του Κράτους.[289] Όλη η αντίσταση στη Βρετανία και την Ιρλανδία καταπνίγηκε από τις δυνάμεις του Όλιβερ Κρόμγουελ στον Τρίτο Αγγλικό Εμφύλιο Πόλεμο και την κατάκτηση της Ιρλανδίας από τον Κρόμγουελ.[290] Αυτός διέλυσε βίαια το Κολοβό Κοινοβούλιο το 1653,[291] εγκαθιδρύοντας ακολούθως το Προτεκτοράτο με τον ίδιο ως Λόρδο Προστάτη.[292] Μετά τον θάνατό του το 1658 τον διαδέχτηκε προσωρινά ο μετριοπαθέστατος γιος του, Ρίτσαρντ Κρόμγουελ.[293] Το Κοινοβούλιο λειτούργησε και πάλι και η μοναρχία αποκαταστάθηκε στο πρόσωπο του πρωτότοκου γιου του Καρόλου Α΄, Καρόλου Β΄, το 1660[294].

Η Καρολίνα στη Βόρεια Αμερική – αργότερα Βόρεια και Νότια Καρολίνα – πήρε το όνομά της από τον Κάρολο Α΄.

Ο Κάρολος και η τέχνη

Επεξεργασία

Εν μέρει εμπνευσμένος από την επίσκεψή του στην ισπανική Αυλή το 1623,[295] ο Κάρολος έγινε φανατικός και έμπειρος συλλέκτης έργων τέχνης, συγκεντρώνοντας μία από τις ωραιότερες συλλογές τέχνης που έγιναν ποτέ.[296] Οι προσφιλείς του αυλικοί όπως ο Δούκας του Μπάκιγχαμ και ο Κόμης του Άραντελ μοιράζονταν αυτό το ενδιαφέρον και ονομάστηκαν Ομάδα του Ουάιτχωλ.[297] Στην Ισπανία ο Κάρολος πόζαρε για ένα σκίτσο στον Βελάσκεθ και απέκτησε έργα του Τιτσιάνο και του Κορρέτζο, μεταξύ άλλων.[298] Στην Αγγλία, παρήγγειλε την οροφή του Μέγαρο των Δεξιώσεων του Ουάιτχολ στον Ρούμπενς και πίνακες άλλων καλλιτεχνών από τις Κάτω Χώρες όπως οι Χέρριτ φαν Χόντχορστ, Ντάνιελ Μάυτενς, και Άντονυ βαν Ντάικ.[299] Το 1627 και το 1628 αγόρασε ολόκληρη τη συλλογή του Δούκα της Μάντοβας, η οποία περιελάμβανε έργα του Τιτσιάνο, του Κορρέτζο, του Ραφαήλ, του Καραβάτζο, του Αντρέα ντελ Σάρτο και του Μαντένια.[300] Η συλλογή του επεκτάθηκε περισσότερο για να συμπεριλάβει τον Μπερνίνι, τον Πίτερ Μπρύγκελ τον πρεσβύτερο, τον ντα Βίντσι, τον Χόλμπαϊν, τον Βενκεσλάους Χόλλαρ, τον Τιντορέττο και τον Βερονέζε, καθώς και αυτοπροσωπογραφίες του Ντύρρερ και του Ρέμπραντ.[301] Μέχρι τον θάνατο του, υπήρχαν περί τους 1760 πίνακες,[302] οι περισσότεροι από τους οποίους πωλήθηκαν και διασκορπίστηκαν από το Κοινοβούλιο.[303]

Εκτιμήσεις

Επεξεργασία

Σύμφωνα με τον Τζον Φίλιππς Κένυον, "ο Κάρολος Στιούαρτ είναι ένας άνδρας με αντιφάσεις και αμφιβολίες".[304] Οι παραδοσιακοί συντηρητικοί Τόρυ τον τιμούσαν σαν άγιο μάρτυρα,[126] ενώ οι Ουίγοι ιστορικοί τον καταδίκασαν, θεωρώντας τον διπρόσωπο και ραδιούργο (Σάμιουελ Ρώσον Γκάρντινερ).[305] Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οι περισσότεροι ιστορικοί τον έχουν επικρίνει,[306] με εξαίρεση κυρίως τον Κέβιν Σαρπ ο οποίος έδωσε μια πιο συμπαθή εικόνα του Καρόλου, που δεν έχει όμως γίνει γενικά αποδεκτή.[307] Ενώ ο Σαρπ θεωρούσε ότι ο Βασιλιάς ήταν ένας δυναμικός άνδρας με συνείδηση, ο καθηγητής Μπάρρυ Κάουαρντ εκτιμούσε ότι ο Κάρολος "ήταν ο πιο ανίκανος μονάρχης της Αγγλίας μετά τον Ερρίκο ΣΤ΄",[308] μια άποψη που είχε και ο Ρόναλντ Χάττον, ο οποίος τον αποκάλεσε "τον χειρότερο βασιλιά που είχαμε από τον Μεσαίωνα".[309]

Ο αρχιεπίσκοπος Ουίλλιαμ Λωντ, ο οποίος αποκεφαλίστηκε από το Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια του πολέμου, περιέγραψε τον Κάρολο ως "έναν ήπιο και ευχάριστο άρχοντα που δεν ήξερε να είναι ή πώς να γίνει, μεγάλος."[310] Ο Κάρολος ήταν πιο εγκρατής και εκλεπτυσμένος από τον πατέρα του,[311] αλλά ήταν αδιάλλακτος και εσκεμμένα ακολουθούσε αντιδημοφιλείς πολιτικές οι οποίες τελικά τον κατέστρεψαν.[312] Αμφότεροι Ιάκωβος και Κάρολος ήταν οπαδοί του θείου δικαιώματος των βασιλέων, αλλά ενώ οι φιλοδοξίες του Ιακώβου σχετικά με το απολυταρχικό προνόμιο μετριάζονταν από τον συμβιβασμό και τη συναίνεση με τους υπηκόους του, ο Κάρολος πίστευε ότι δεν ήταν αναγκαίο να συμβιβαστεί ή ακόμα και να εξηγήσει τις πράξεις του.[313] Νόμιζε ότι ήταν υπόλογος μόνο στον Θεό. "Οι πρίγκιπες δεν δεσμεύονται να δίνουν λογαριασμό των πράξεών τους", έγραψε," παρά μόνο στον Θεό".[314]

Πρόγονοι

Επεξεργασία

Τίτλοι, προσφωνήσεις και οικόσημο

Επεξεργασία
Σκωτική και Αγγλική Μοναρχία
Οίκος των Στιούαρτ
 
Κάρολος Α'
   Κάρολος Β'
   Ιάκωβος Β' και Ζ'
   Ερρίκος, Δούκας του Γκλόστερ
   Μαίρη, Βασιλική Πριγκίπισσα
   Ενριέτ Ανν, Δούκισσα της Ορλεάνης
   Ελισάβετ

Τίτλοι και προσφωνήσεις

Επεξεργασία
  • 23 Δεκεμβρίου 1600 – 27 Μαρτίου 1625: Δούκας του Ώλμπανυ, Μαρκήσιος του Όρμοντ, Κόμης του Ρος, Λόρδος Άρντμαννοχ[315]
  • 6 Ιανουαρίου 1605 – 27 Μαρτίου 1625: Δούκας της Υόρκης[315]
  • 6 Νοεμβρίου 1612 – 27 Μαρτίου 1625: Δούκας της Κορνουάλης και του Ρόθσυ[315]
  • 4 Νοεμβρίου 1616 – 27 Μαρτίου 1625: Πρίγκιπας της Ουαλίας, Κόμης του Τσέστερ[315]
  • 27 Μαρτίου 1625 – 30 Ιανουαρίου 1649: Η Αυτού Μεγαλειότης Ο Βασιλιάς

Η επίσημη προσφώνηση του Καρόλου Α΄ ως βασιλιά ήταν "Κάρολος, με τη Χάρη του Θεού, Βασιλιάς της Αγγλίας, της Σκωτίας, της Γαλλίας και της Ιρλανδίας, Υπερασπιστής της Πίστεως, κ.τ.λ."[316] Το "της Γαλλίας" ήταν μόνο κατ' όνομα, χρησιμοποιούμενο από κάθε Άγγλο μονάρχη από τον Εδουάρδο Γ΄ μέχρι τον Γεώργιο Γ΄ ανεξαρτήτως της έκτασης γαλλικού εδάφους υπό αγγλικό έλεγχο. [317] Οι συντάκτες της καταδικαστικής απόφασης χρησιμοποίησαν τη διατύπωση "Κάρολος Στιούαρτ, βασιλιάς της Αγγλίας".[318]

Διακρίσεις

Επεξεργασία

Οικόσημα

Επεξεργασία
 
Άντονυ βαν Ντάυκ: Τα πέντε μεγαλύτερα παιδιά του Καρόλου, 1637. Από αριστερά προς δεξιά: Μαρία, Ιάκωβος, Κάρολος, Ελισάβετ, Άννα.

Ο Κάρολος είχε εννέα παιδιά, δύο από τα οποία έγιναν βασιλείς και δύο από τα οποία απεβίωσαν την ημέρα της γέννησής τους ή λίγο μετά.[320]

Όνομα Γέννηση Θάνατος Σημειώσεις
Κάρολος Ιάκωβος, Δούκας της Κορνουάλης και του Ρόθσυ 13 Μαΐου 1629 13 Μαΐου 1629 Θνησιγενής, τάφηκε ως "Κάρολος, Πρίγκιπας της Ουαλίας".[321]
Κάρολος Β΄ 29 Μαΐου 1630 6 Φεβρουαρίου 1685 Νυμφεύθηκε την Αικατερίνη της Μπραγκάνσα (1638 - 1705) το 1662. Δεν είχε επιζώντα, νόμιμα τέκνα.
Μαρία 4 Νοεμβρίου 1631 24 Δεκεμβρίου 1660 Παντρεύθηκε τον Γουλιέλμο Β΄ της Οράγγης (1626 - 1650) το 1641. Είχε ένα τέκνο, τον Γουλιέλμο Γ΄ της Οράγγης.
Ιάκωβος Β΄ 14 Οκτωβρίου 1633 6 Σεπτεμβρίου 1701 Νυμφεύθηκε την (1) Ανν Χάυντ (1637 -1671) το 1659. Τέκνα: Μαρία Β΄ και Άννα.
Νυμφεύθηκε τη (2) Μαρία της Μόντενα (1658 - 1718) το 1673. Απέκτησε επιγόνους.
Ελισάβετ 29 Δεκεμβρίου 1635 8 Σεπτεμβρίου 1650 Απεβίωσε μικρή.
Άννα 17 Μαρτίου 1637 5 Νοεμβρίου 1640 Απεβίωσε μικρή.
Αικατερίνη 29 Ιουνίου 1639 29 Ιουνίου 1639 Θνησιγενής.
Ερρίκος, Δούκας του Γκλώστερ 8 Ιουλίου 1640 13 Σεπτεμβρίου 1660 Χωρίς τέκνα.
Ερριέττα 16 Ιουνίου 1644 30 Ιουνίου 1670 Παντρεύτηκε τον Φίλιππο Α΄ της Ορλεάνης (1640 - 1701) το 1661. Είχε επιγόνους.

Καταγωγή

Επεξεργασία

Βλέπε επίσης

Επεξεργασία

Σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Όλες οι ημερομηνίες σ' αυτό το λήμμα είναι σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που χρησιμοποιούταν στη Βρετανία καθόλη τη διάρκεια της ζωής του Καρόλου. Ωστόσο, τα έτη θεωρείται ότι αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου και όχι στις 25 Μαρτίου, που ήταν η αγγλική πρωτοχρονιά.
  2. Ο Κάρολος αναπτύχθηκε μέχρι το μέγιστο ύψος των 5 ποδιών και 4 ιντσών (163 cm).[5]
  3. Ο Ρούμπενς, ο οποίος έδρασε ως Ισπανός αντιπρόσωπος κατά τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στο Λονδίνο, ζωγράφισε το Τοπίο με τον Άγιο Γεώργιο και τον Δράκοντα in 1629–30.[71]Το τοπίο είναι αυτό της Κοιλάδας του Τάμεση, και οι κεντρικές μορφές του Αγίου Γεωργίου (προστάτη αγίου της Αγγλίας) και μιας κορασίδας μοιάζουν με τον βασιλιά και τη βασίλισσα.[72] Ο δράκος του πολέμου κείται νεκρός στα πόδια του Καρόλου.[73]
  4. Για παράδειγμα, ο Ιάκωβος Α' κυβέρνησε χωρίς Κοινοβούλιο μεταξύ 1614 και 1621.[83]
  5. Προς σύγκριση, ένας τυπικός αγροτικός εργάτης μπορούσε να κερδίσει 8d την ημέρα ή περίπου £10 τον χρόνο.[89]
  6. Το νομοθέτημα απαγόρευε την παραχώρηση μονοπωλίων σε άτομα αλλά ο Κάρολος παρέκαμψε τον περιορισμό δίνοντας μονοπώλια σε εταιρείες.[95]
  7. δόθηκε υπόσχεση για 400.000 λίρες σε δόσεις.[224]
  8. 8,0 8,1 Ο Ιάκωβος Ε΄ και η Μάργκαρετ Ντάγκλας ήταν τέκνα της Μαργαρίτας Τυδώρ, κόρης του Ερρίκου Ζ΄ της Αγγλίας. Ο Ιάκωβος από τον Ιάκωβο Δ΄ της Σκωτίας και η Μαργαρίτα από τον Άρτσιμπαλντ Ντάγκλας, κόμη του Άνγκους.[322]
  9. 9,0 9,1 Ο Χριστιανός Γ΄ και η Ελισάβετ ήταν τέκνα του Φρειδερίκου Α΄ της Δανίας. Ο Χριστιανός από την Άννα του Βρανδεμβούργου και η Ελισάβετ από τη Σοφία της Πομερανίας.[322]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Cust 2005, σελ. 2; Weir 1996, σελ. 252.
  2. Gregg 1981, σελίδες 4–5.
  3. Carlton 1995, σελ. 3; Gregg 1981, σελ. 9.
  4. 4,0 4,1 Gregg 1981, σελ. 11.
  5. 5,0 5,1 Gregg 1981, σελ. 12.
  6. Gregg 1981, σελ. 13.
  7. Gregg 1981, σελ. 16; Hibbert 1968, σελ. 22.
  8. 8,0 8,1 Carlton 1995, σελ. 16.
  9. 9,0 9,1 Gregg 1981, σελ. 22.
  10. Gregg 1981, σελίδες 18–19; Hibbert 1968, σελίδες 21–23.
  11. Gregg 1981, σελ. 29.
  12. Gregg 1981, σελ. 47.
  13. Hibbert 1968, σελ. 24.
  14. Hibbert 1968, σελ. 49; Howat 1974, σελίδες 26–28.
  15. Gregg 1981, σελ. 63; Howat 1974, σελίδες 27–28; Kenyon 1978, σελ. 79.
  16. Cust 2005, σελ. 5; Hibbert 1968, σελίδες 49–50.
  17. Coward 2003, σελ. 152.
  18. Gregg 1981, σελίδες 67–68; Hibbert 1968, σελίδες 49–50.
  19. Carlton 1995, σελ. 31.
  20. Cust 2005, σελ. 8.
  21. Cust 2005, σελίδες 5–9.
  22. Carlton 1995, σελ. 33; Gregg 1981, σελ. 68.
  23. Cust 2005, σελ. 4; Hibbert 1968, σελίδες 30–32.
  24. Carlton 1995, σελίδες 34–38; Cust 2005, σελίδες 32–34; Gregg 1981, σελίδες 78–82; Quintrell 1993, σελ. 11.
  25. Gregg 1981, σελίδες 87–89; Quintrell 1993, σελ. 11; Sharpe 1992, σελ. 5.
  26. Gregg 1981, σελ. 84.
  27. Gregg 1981, σελίδες 85–87.
  28. Carlton 1995, σελίδες 42–43; Cust 2005, σελίδες 34–35.
  29. Carlton 1995, σελ. 46; Cust 2005, σελ. 31; Gregg 1981, σελ. 90; Hibbert 1968, σελ. 63; Quintrell 1993, σελ. 11; Sharpe 1992, σελίδες 5–6.
  30. Carlton 1995, σελ. 47; Cust 2005, σελίδες 36–38; Gregg 1981, σελ. 94; Sharpe 1992, σελ. 6.
  31. Gregg 1981, σελίδες 97–99.
  32. Carlton 1995, σελ. 52; Gregg 1981, σελ. 99; Hibbert 1968, σελ. 64.
  33. Carlton 1995, σελ. 56; Gregg 1981, σελ. 124; Kenyon 1978, σελ. 92; Schama 2001, σελ. 65.
  34. Trevelyan 1922, σελ. 130.
  35. Carlton 1995, σελ. 47; Gregg 1981, σελίδες 103–105; Howat 1974, σελ. 31.
  36. 11 Μαΐου στο Γρηγοριανό ημερολόγιο που χρησιμοποιείτο στη Γαλλία
  37. Gregg 1981, σελ. 114; Hibbert 1968, σελ. 86; Weir 1996, σελ. 252.
  38. Carlton 1995, σελ. 38; Gregg 1981, σελ. 80.
  39. Gregg 1981, σελ. 126; Trevelyan 1922, σελ. 133.
  40. Carlton 1995, σελίδες 55, 70.
  41. Carlton 1995, σελ. 76; Gregg 1981, σελ. 156; Weir 1996, σελ. 252.
  42. Gregg 1981, σελίδες 130–131.
  43. Cust 2005, σελίδες 84–86.
  44. Coward 2003, σελ. 153.
  45. Gregg 1981, σελ. 131.
  46. Cust 2005, σελ. 46; Gregg 1981, σελ. 129.
  47. Carlton 1995, σελίδες 68–69; Gregg 1981, σελ. 129.
  48. Smith 1999, σελίδες 54, 114.
  49. Gregg 1981, σελ. 138.
  50. Carlton 1995, σελίδες 71–75; Cust 2005, σελίδες 50–52; Gregg 1981, σελίδες 138–147; Quintrell 1993, σελίδες 21–28.
  51. Gregg 1981, σελ. 150.
  52. Carlton 1995, σελ. 80; Gregg 1981, σελίδες 149–151.
  53. Loades 1974, σελίδες 369–370.
  54. Carlton 1995, σελίδες 75, 81; Quintrell 1993, σελ. 29.
  55. Carlton 1995, σελίδες 86–88; Gregg 1981, σελίδες 154–160; Hibbert 1968, σελίδες 91–95.
  56. Howat 1974, σελ. 35.
  57. Gregg 1981, σελίδες 173–174.
  58. Coward 2003, σελ. 162; Cust 2005, σελ. 67.
  59. Gregg 1981, σελίδες 170–173.
  60. Carlton 1995, σελ. 101; Cust 2005, σελ. 74; Quintrell 1993, σελ. 39.
  61. Cust 2005, σελ. 75; Gregg 1981, σελ. 175; Quintrell 1993, σελ. 40.
  62. Carlton 1995, σελίδες 103–104; Cust 2005, σελ. 76; Gregg 1981, σελίδες 175–176; Kenyon 1978, σελ. 104.
  63. Quoted in Cust 2005, σελ. 77.
  64. Carlton 1995, σελ. 104; Gregg 1981, σελ. 176.
  65. Carlton 1995, σελίδες 110–112; Sharpe 1992, σελίδες 48–49.
  66. Howat 1974, σελ. 38; Kenyon 1978, σελίδες 107–108.
  67. Carlton 1995, σελίδες 112–113; Kenyon 1978, σελ. 105; Sharpe 1992, σελίδες 170–171.
  68. Carlton 1995, σελ. 107; Sharpe 1992, σελ. 168.
  69. Carlton 1995, σελ. 113; Hibbert 1968, σελίδες 109–111; Sharpe 1992, σελίδες 170–171.
  70. Cust 2005, σελίδες 148–150; Hibbert 1968, σελ. 111.
  71. Gregg 1981, σελίδες 190–195.
  72. Carlton 1995, σελ. 146; Cust 2005, σελ. 161; Gregg 1981, σελ. 195.
  73. Carlton 1995, σελ. 146; Cust 2005, σελ. 161.
  74. Cust 2005, σελίδες 114–115.
  75. Quintrell 1993, σελ. 42.
  76. Cust 2005, σελ. 118; Gregg 1981, σελ. 185; Quintrell 1993, σελ. 43.
  77. Cust 2005, σελ. 118; Gregg 1981, σελ. 186; Robertson 2005, σελ. 35.
  78. Cust 2005, σελ. 118; Gregg 1981, σελ. 186; Quintrell 1993, σελ. 43.
  79. Carlton 1995, σελ. 121; Hibbert 1968, σελ. 108.
  80. Cust 2005, σελίδες 121–122.
  81. Carlton 1995, σελίδες 169–171; Gregg 1981, σελίδες 187–197; Howat 1974, σελ. 38; Sharpe 1992, σελίδες 65–68.
  82. Carlton 1995, σελίδες 153–154; Sharpe 1992, σελ. xv.
  83. Sharpe 1992, σελ. 603.
  84. Starkey 2006, σελ. 104.
  85. Gregg 1981, σελ. 40.
  86. Sharpe 1992, σελίδες 509–536, 541–545, 825–834.
  87. Gregg 1981, σελ. 220.
  88. Carlton 1995, σελ. 190; Gregg 1981, σελ. 228.
  89. Edwards 1999, σελ. 18.
  90. Carlton 1995, σελ. 191; Quintrell 1993, σελ. 62.
  91. Adamson 2007, σελίδες 8–9; Sharpe 1992, σελίδες 585–588.
  92. Cust 2005, σελίδες 130, 193; Quintrell 1993, σελ. 64.
  93. Cust 2005, σελ. 194; Gregg 1981, σελίδες 301–302; Quintrell 1993, σελίδες 65–66.
  94. Loades 1974, σελ. 385.
  95. Coward 2003, σελ. 167; Gregg 1981, σελίδες 215–216; Hibbert 1968, σελ. 138; Loades 1974, σελ. 385.
  96. Carlton 1995, σελ. 185; Cust 2005, σελίδες 212–217; Gregg 1981, σελ. 286; Quintrell 1993, σελίδες 12–13.
  97. Carlton 1995, σελ. 190; Gregg 1981, σελίδες 224–227; Quintrell 1993, σελίδες 61–62; Sharpe 1992, σελίδες 116–120.
  98. Cust 2005, σελίδες 97–103.
  99. Donaghan 1995, σελίδες 65–100.
  100. Howat 1974, σελίδες 40–46.
  101. Cust 2005, σελ. 133.
  102. Coward 2003, σελίδες 174–175; Cust 2005, σελίδες 133–147; Gregg 1981, σελίδες 267, 273; Sharpe 1992, σελίδες 284–292, 328–345, 351–359.
  103. Coward 2003, σελ. 175; Sharpe 1992, σελίδες 310–312.
  104. Coward 2003, σελίδες 175–176.
  105. Coward 2003, σελ. 176; Kenyon 1978, σελίδες 113–115; Loades 1974, σελ. 393; Sharpe 1992, σελ. 382.
  106. Coward 2003, σελ. 176; Sharpe 1992, σελίδες 680, 758–763.
  107. Cust 2005, σελίδες 212, 219; Sharpe 1992, σελίδες 774–776.
  108. Cust 2005, σελ. 219; Sharpe 1992, σελίδες 780–781.
  109. Cust 2005, σελίδες 223–224; Gregg 1981, σελ. 288; Sharpe 1992, σελίδες 783–784; Starkey 2006, σελ. 107.
  110. Carlton 1995, σελ. 195; Trevelyan 1922, σελίδες 186–187.
  111. Carlton 1995, σελίδες 189–197; Cust 2005, σελίδες 224–230; Gregg 1981, σελίδες 288–289; Sharpe 1992, σελίδες 788–791.
  112. Cust 2005, σελίδες 236–237.
  113. Carlton 1995, σελίδες 197–199; Cust 2005, σελίδες 230–231; Sharpe 1992, σελίδες 792–794.
  114. Adamson 2007, σελ. 9; Gregg 1981, σελίδες 290–292; Sharpe 1992, σελίδες 797–802.
  115. Adamson 2007, σελ. 9; Cust 2005, σελίδες 246–247; Sharpe 1992, σελίδες 805–806.
  116. Adamson 2007, σελίδες 9–10; Cust 2005, σελ. 248.
  117. Howat 1974, σελίδες 44, 66; Sharpe 1992, σελίδες 809–813, 825–834, 895.
  118. Cust 2005, σελ. 251; Gregg 1981, σελ. 294.
  119. 119,0 119,1 Adamson 2007, σελ. 11.
  120. Loades 1974, σελ. 401.
  121. Loades 1974, σελ. 402.
  122. Adamson 2007, σελ. 14.
  123. Adamson 2007, σελ. 15.
  124. Adamson 2007, σελ. 17.
  125. Carlton 1995, σελίδες 211–212; Cust 2005, σελίδες 253–259; Gregg 1981, σελίδες 305–307; Loades 1974, σελ. 402.
  126. 126,0 126,1 126,2 126,3 Kishlansky & Morrill 2008.
  127. Gregg 1981, σελ. 243.
  128. Cust 2005, σελίδες 185–186; Quintrell 1993, σελ. 114.
  129. Quintrell 1993, σελ. 46.
  130. Sharpe 1992, σελ. 132.
  131. Stevenson 1973, σελίδες 183–208.
  132. Gregg 1981, σελίδες 313–314; Hibbert 1968, σελίδες 147, 150.
  133. Stevenson 1973, σελ. 101.
  134. Cust 2005, σελίδες 262–263; Gregg 1981, σελίδες 313–315.
  135. Cust 2005, σελίδες 264–265; Sharpe 1992, σελίδες 914–916.
  136. Carlton 1995, σελ. 214; Cust 2005, σελίδες 265–266; Sharpe 1992, σελίδες 916–918.
  137. Gregg 1981, σελ. 315; Hibbert 1968, σελ. 150; Stevenson 1973, σελ. 213
  138. Gregg 1981, σελ. 315; Stevenson 1973, σελίδες 212–213.
  139. Loades 1974, σελ. 404; Stevenson 1973, σελίδες 212–213.
  140. Carlton 1995, σελ. 216; Gregg 1981, σελίδες 317–319.
  141. Gregg 1981, σελ. 323.
  142. Gregg 1981, σελίδες 324–325.
  143. Cust 2005, σελ. 276; Russell 1991, σελ. 225.
  144. Carlton 1995, σελ. 220; Gregg 1981, σελ. 326.
  145. Gregg 1981, σελ. 327; Hibbert 1968, σελίδες 151–153.
  146. Carlton 1995, σελ. 222; Gregg 1981, σελ. 328; Hibbert 1968, σελ. 154.
  147. Carlton 1995, σελ. 222; Hibbert 1968, σελ. 154 και ο Sharpe 1992, σελ. 944 συμπεραίνουν ότι ο Πυμ ήταν αναμεμειγμένος στη δημοσίευση του Bill· Ο Russell 1991, σελ. 288, με παραπομπές και συμφωνώντας με τον Γκάρντινερ, υποπτεύεται ότι δημιουργήθηκε από τους συμμάχους του Πυμ και μόνο.
  148. Carlton 1995, σελίδες 222–223; Cust 2005, σελ. 282; Gregg 1981, σελ. 330.
  149. Hibbert 1968, σελίδες 154–155.
  150. Gregg 1981, σελ. 330; see also Cust 2005, σελ. 282 and Sharpe 1992, σελ. 944.
  151. Cust 2005, σελίδες 283–287; Russell 1991, σελίδες 291–295
  152. Gregg 1981, σελίδες 329, 333.
  153. 153,0 153,1 Kenyon 1978, σελ. 127.
  154. Carlton 1995, σελ. 223; Cust 2005, σελ. 287; Gregg 1981, σελίδες 333–334; Hibbert 1968, σελ. 156.
  155. Coward 2003, σελ. 191; Gregg 1981, σελ. 334; Hibbert 1968, σελίδες 156–157.
  156. Hibbert 1968, σελ. 156; Kenyon 1978, σελίδες 127–128.
  157. Gregg 1981, σελ. 335; Kenyon 1978, σελ. 128.
  158. Kenyon 1978, σελ. 129.
  159. Kenyon 1978, σελ. 130.
  160. Carlton 1995, σελίδες 225–226; Starkey 2006, σελ. 112.
  161. Carlton 1995, σελ. 226; Kenyon 1978, σελ. 133; Stevenson 1973, σελίδες 238–239.
  162. Carlton 1995, σελ. 183; Robertson 2005, σελίδες 42–43.
  163. Gillespie 2006, σελ. 125.
  164. Coward 2003, σελ. 172.
  165. Carlton 1995, σελίδες 183, 229; Robertson 2005, σελ. 42.
  166. Gillespie 2006, σελ. 130.
  167. Gillespie 2006, σελ. 131.
  168. Gillespie 2006, σελ. 137.
  169. Carlton 1995, σελ. 229; Cust 2005, σελ. 306.
  170. Russell 1991, σελ. 298.
  171. Gillespie 2006, σελ. 3.
  172. Loades 1974, σελ. 413; Russell 1990, σελ. 43.
  173. Cust 2005, σελίδες 307–308; Russell 1990, σελ. 19.
  174. Schama 2001, σελ. 118.
  175. Starkey 2006, σελ. 112.
  176. Gregg 1981, σελίδες 340–341; Loades 1974, σελ. 415; Smith 1999, σελ. 127; Starkey 2006, σελ. 113.
  177. Kenyon 1978, σελ. 135; Smith 1999, σελ. 128.
  178. Loades 1974, σελ. 414.
  179. Carlton 1995, σελ. 230; Schama 2001, σελίδες 118–120.
  180. Gillespie 2006, σελ. 144; Schama 2001, σελίδες 118–120.
  181. Loades 1974, σελίδες 416–417; Schama 2001, σελίδες 118–120.
  182. Gregg 1981, σελίδες 341–342.
  183. Coward 2003, σελ. 200.
  184. Kenyon 1978, σελ. 136.
  185. Carlton 1995, σελ. 237.
  186. Smith 1999, σελ. 129.
  187. Kenyon 1978, σελ. 137.
  188. Carlton 1995, σελίδες 235–236; Cust 2005, σελίδες 323–324; Gregg 1981, σελ. 343; Hibbert 1968, σελ. 160; Loades 1974, σελ. 417.
  189. Starkey 2006, σελ. 113.
  190. Carlton 1995, σελ. 232; Cust 2005, σελ. 320; Hibbert 1968, σελ. 177.
  191. Carlton 1995, σελ. 232; Cust 2005, σελίδες 320–321; Hibbert 1968, σελ. 179.
  192. Carlton 1995, σελ. 233; Gregg 1981, σελ. 344.
  193. Robertson 2005, σελ. 62.
  194. Starkey 2006, σελ. 114.
  195. Loades 1974, σελ. 418; Starkey 2006, σελίδες 114–115.
  196. Gregg 1981, σελ. 344.
  197. Loades 1974, σελ. 418.
  198. Cust 2005, σελίδες 326–327; Hibbert 1968, σελίδες 180–181.
  199. Carlton 1995, σελίδες 234, 236; Hibbert 1968, σελ. 181.
  200. Carlton 1995, σελίδες 237–238; Hibbert 1968, σελίδες 181–182.
  201. Carlton 1995, σελ. 238; Cust 2005, σελίδες 338–341; Gregg 1981, σελ. 351.
  202. Cust 2005, σελ. 350.
  203. Cust 2005, σελ. 352; Hibbert 1968, σελ. 182; Loades 1974, σελ. 422.
  204. Loades 1974, σελίδες 423–424.
  205. Gregg 1981, σελίδες 366–367.
  206. Carlton 1995, σελ. 248.
  207. Gregg 1981, σελ. 368.
  208. 208,0 208,1 Carlton 1995, σελ. 249.
  209. Carlton 1995, σελ. 254; Cust 2005, σελ. 371
  210. Gregg 1981, σελίδες 378, 385; Hibbert 1968, σελίδες 195–198.
  211. Carlton 1995, σελ. 257.
  212. Carlton 1995, σελ. 258.
  213. Gregg 1981, σελίδες 381–382.
  214. Carlton 1995, σελ. 263; Gregg 1981, σελ. 382
  215. Gregg 1981, σελίδες 382–386.
  216. Carlton 1995, σελίδες 268–269, 272; Cust 2005, σελ. 389; Gregg 1981, σελίδες 387–388
  217. Gregg 1981, σελίδες 388–389.
  218. Carlton 1995, σελίδες 275–278; Gregg 1981, σελίδες 391–392
  219. Cust 2005, σελίδες 404–405; Gregg 1981, σελ. 396
  220. Cust 2005, σελίδες 403–405; Gregg 1981, σελίδες 396–397; Holmes 2006, σελίδες 72–73.
  221. Carlton 1995, σελ. 294; Cust 2005, σελ. 408; Gregg 1981, σελ. 398; Hibbert 1968, σελίδες 230, 232–234, 237–238.
  222. Carlton 1995, σελ. 300; Gregg 1981, σελ. 406; Robertson 2005, σελ. 67.
  223. Carlton 1995, σελίδες 303, 305; Cust 2005, σελ. 420; Gregg 1981, σελίδες 407–408.
  224. Carlton 1995, σελ. 309· Hibbert 1968, σελ. 241.
  225. Gregg 1981, σελ. 411.
  226. Carlton 1995, σελ. 310; Cust 2005, σελίδες 429–430; Gregg 1981, σελίδες 411–413.
  227. Coward 2003, σελίδες 224–236; Edwards 1999, σελ. 57; Holmes 2006, σελίδες 101–109.
  228. Gregg 1981, σελίδες 412–414.
  229. Carlton 1995, σελ. 311; Cust 2005, σελ. 431.
  230. Carlton 1995, σελίδες 312–314.
  231. Cust 2005, σελίδες 435–436.
  232. Gregg 1981, σελ. 419; Hibbert 1968, σελ. 247.
  233. Gregg 1981, σελίδες 419–420.
  234. Cust 2005, σελ. 437; Hibbert 1968, σελ. 248.
  235. Carlton 1995, σελίδες 329–330; Gregg 1981, σελ. 424.
  236. Cust 2005, σελ. 442.
  237. Carlton 1995, σελ. 331; Gregg 1981, σελ. 426.
  238. Coward 2003, σελ. 237; Robertson 2005, σελ. 118.
  239. Hibbert 1968, σελ. 251; Starkey 2006, σελίδες 122–124.
  240. Gregg 1981, σελ. 429.
  241. Carlton 1995, σελ. 336; Hibbert 1968, σελ. 252.
  242. Coward 2003, σελ. 237; Starkey 2006, σελ. 123.
  243. Edwards 1999, σελίδες 84–85; Robertson 2005, σελίδες 118–119; Starkey 2006, σελ. 123.
  244. Carlton 1995, σελ. 326; Gregg 1981, σελ. 422.
  245. Gregg 1981, between pages 420 and 421.
  246. Carlton 1995, σελίδες 335–337; Gregg 1981, σελίδες 429–430; Hibbert 1968, σελίδες 253–254.
  247. Edwards 1999, σελ. 99; Gregg 1981, σελ. 432; Hibbert 1968, σελίδες 255, 273.
  248. 248,0 248,1 Robertson 2002, σελίδες 4–6.
  249. Edwards 1999, σελίδες 99, 109.
  250. Cust 2005, σελ. 452; Gregg 1981, σελ. 432; Robertson 2005, σελ. 137.
  251. Gregg 1981, σελ. 433.
  252. Edwards 1999, σελίδες 125–126; Gregg 1981, σελ. 436.
  253. Gregg 1981, σελίδες 435–436; Robertson 2005, σελίδες 143–144.
  254. 254,0 254,1 Gardiner 1906, σελίδες 371–374.
  255. Robertson 2005, σελίδες 15, 148–149.
  256. Gardiner 1906, σελίδες 371–374; Gregg 1981, σελ. 437; Robertson 2005, σελίδες 15, 149.
  257. Carlton 1995, σελ. 304.
  258. Carlton 1995, σελίδες 345–346; Edwards 1999, σελίδες 132–146; Gregg 1981, σελίδες 437–440.
  259. Carlton 1995, σελ. 345; Robertson 2002, σελίδες 4–6.
  260. Gardiner 1906, σελίδες 374–376.
  261. Robertson 2005, σελ. 15.
  262. Carlton 1995, σελ. 347; Edwards 1999, σελ. 146.
  263. Gregg 1981, σελίδες 440–441.
  264. Edwards 1999, σελ. 162; Hibbert 1968, σελ. 267.
  265. Carlton 1995, σελίδες 350–351; Gregg 1981, σελ. 443; Hibbert 1968, σελίδες 276–277.
  266. 266,0 266,1 Charles I (r. 1625–49), Official website of the British monarchy, http://www.royal.gov.uk/HistoryoftheMonarchy/KingsandQueensoftheUnitedKingdom/TheStuarts/CharlesI.aspx, ανακτήθηκε στις 20 April 2013 .
  267. Carlton 1995, σελ. 352; Edwards 1999, σελ. 168.
  268. Carlton 1995, σελίδες 352–353; Gregg 1981, σελ. 443.
  269. Carlton 1995, σελ. 353; Edwards 1999, σελ. 178; Gregg 1981, σελ. 444; Hibbert 1968, σελ. 279; Holmes 2006, σελ. 93.
  270. Carlton 1995, σελ. 353; Edwards 1999, σελ. 179; Gregg 1981, σελ. 444; Hibbert 1968, σελίδες 157, 279.
  271. Gregg 1981, σελ. 444· βλέπε επίσης ένα ίδιο απόφθεγμα στο Edwards 1999, σελ. 180.
  272. Carlton 1995, σελ. 354; Edwards 1999, σελ. 182; Hibbert 1968, σελ. 279; Starkey 2006, σελ. 126.
  273. Carlton 1995, σελ. 354; Edwards 1999, σελ. 183; Gregg 1981, σελίδες 443–444.
  274. Hibbert 1968, σελίδες 279–280; Robertson 2005, σελ. 200.
  275. Hibbert 1968, σελ. 280.
  276. Edwards 1999, σελ. 184; Gregg 1981, σελ. 445; Hibbert 1968, σελ. 280.
  277. Edwards 1999, σελ. 173.
  278. Robertson 2005, σελ. 201.
  279. Robertson 2005, σελ. 333.
  280. 280,0 280,1 Edwards 1999, σελ. 183.
  281. Edwards 1999, σελ. 183; Gregg 1981, σελ. 445.
  282. 282,0 282,1 Gregg 1981, σελ. 445.
  283. Edwards 1999, σελ. 197; Gregg 1981, σελ. 445; Hibbert 1968, σελ. 280.
  284. Higgins 2009.
  285. Edwards 1999, σελ. 188; Gregg 1981, σελ. 445.
  286. Edwards 1999, σελ. 189; Gregg 1981, σελ. 445.
  287. Gregg 1981, σελ. 445; Robertson 2005, σελίδες 208–209.
  288. Cust 2005, σελ. 461.
  289. Edwards 1999, σελ. 190; Kenyon 1978, σελ. 166.
  290. Edwards 1999, σελ. 190; Kenyon 1978, σελίδες 166–168; Loades 1974, σελίδες 450–452.
  291. Holmes 2006, σελ. 121; Kenyon 1978, σελ. 170; Loades 1974, σελ. 454.
  292. Edwards 1999, σελ. 190; Loades 1974, σελίδες 455–459.
  293. Holmes 2006, σελ. 174; Kenyon 1978, σελ. 177; Loades 1974, σελ. 459.
  294. Holmes 2006, σελίδες 175–176; Kenyon 1978, σελίδες 177–180.
  295. Gregg 1981, σελ. 83; Hibbert 1968, σελ. 133.
  296. Carlton 1995, σελ. 141; Cust 2005, σελίδες 156–157; Gregg 1981, σελ. 194; Hibbert 1968, σελ. 135.
  297. Millar, Oliver (1958). Rubens:the Whitehall Ceiling. Oxford University Press. σελ. 6. 
  298. Gregg 1981, σελ. 83.
  299. Carlton 1995, σελ. 145; Hibbert 1968, σελ. 134.
  300. Gregg 1981, σελίδες 167–169· βλέπε επίσης Carlton 1995, σελ. 142· Cust 2005, σελ. 157 και Hibbert 1968, σελ. 135.
  301. Gregg 1981, σελίδες 249–250, 278.
  302. Carlton 1995, σελ. 142.
  303. Carlton 1995, σελ. 143.
  304. Kenyon 1978, σελ. 93.
  305. Cust 2005, σελίδες 414, 466; Kenyon 1978, σελ. 93.
  306. Carlton 1995, σελ. xvi; Coward 2003, σελ. xxiii; Cust 2005, σελίδες 472–473.
  307. Carlton 1995, σελ. xvii; Coward 2003, σελ. xxii; Cust 2005, σελ. 466.
  308. Coward 2003, σελ. xxii.
  309. Quoted in Carlton 1995, σελ. xvii
  310. Cyprianus Angelicus του Peter Heylin, ιερέα του περιβάλλοντος Λοντ, 1688
  311. Kenyon 1978, σελ. 93; Robertson 2005, σελ. 32.
  312. Cust 2005, σελίδες 466–474.
  313. Kenyon 1978, σελ. 94; Sharpe 1992, σελ. 198.
  314. Gardiner 1906, σελ. 83.
  315. 315,0 315,1 315,2 315,3 Weir 1996, σελ. 252.
  316. Wallis 1921, σελ. 61.
  317. Weir 1996, σελ. 286.
  318. Edwards 1999, σελ. 160; Gregg 1981, σελίδες 436, 440.
  319. 319,0 319,1 Cokayne, Gibbs & Doubleday 1913, σελ. 445; Weir 1996, σελ. 252.
  320. Weir 1996, σελίδες 252–254.
  321. Cokayne, Gibbs & Doubleday 1913, σελ. 446.
  322. 322,00 322,01 322,02 322,03 322,04 322,05 322,06 322,07 322,08 322,09 Louda & Maclagan 1999, σελίδες 27, 50.
Αναφορές

Περαιτέρω ανάγνωση

Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία
Κάρολος Α΄ της Αγγλίας
Γέννηση: 19 Νοεμβρίου 1600 Θάνατος: 30 Ιανουαρίου 1649
Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Ιάκωβος ΣΤ' και Α'
Βασιλιάς της Αγγλίας και Ιρλανδίας
1625–1649
Κενό
Τελευταίος που έφερε τον τίτλο ήταν
Κάρολος Β'
Βασιλιάς της Σκωτίας
1625–1649
Διάδοχος
Κάρολος Β'
Βρετανική βασιλική οικογένεια
Προκάτοχος
Ερρίκος Φρειδερίκος
Δούκας της Κορνουάλης
Δούκας του Ρόθσεϊ

1612–1625
Κενό
Τελευταίος που έφερε τον τίτλο ήταν
Κάρολος
Κενό
Τελευταίος που έφερε τον τίτλο ήταν
Ερρίκος Φρειδερίκος
Πρίγκιπας της Ουαλίας
1616–1625