Η Βοημία (Τσεχικά: Čechy[2], Γερμανικά: Böhmen, Άνω Σορβικά: Čěska, Σιλεσικά: Czechy) είναι η δυτικότερη και μεγαλύτερη ιστορική περιοχή της Τσεχίας. Η Βοημία μπορεί επίσης να αναφέρεται σε μια ευρύτερη περιοχή που αποτελείται από τις κατά το παρελθόν Χώρες του Στέμματος της Βοημίας που κυβερνώνταν από τους βασιλιάδες της Βοημίας, συμπεριλαμβανομένης της Μοραβίας και της Τσεχικής Σιλεσίας,[1], οπότε η μικρότερη περιοχή αναφέρεται ως κυρίως Βοημία ως μέσο διάκρισης.[2]

Βοημία

Σημαία

Έμβλημα
ΧώραΤσεχία
ΠρωτεύουσαΠράγα
Ονομάστηκε απόΒόιοι
Έκταση52.065 km²
Γεωγραφικές συντεταγμένες49°50′0″N 14°20′0″E
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Βοημία ήταν δουκάτο της Μεγάλης Μοραβίας, αργότερα ανεξάρτητο πριγκιπάτο, βασίλειο της Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και στη συνέχεια ανήκε στη Μοναρχία των Αψβούργων και στην Αυστριακή Αυτοκρατορία.[3] Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους της Τσεχοσλοβακίας ολόκληρη η Βοημία εντάχθηκε σε αυτό, παρά τον ισχυρισμό των γερμανόφωνων κατοίκων ότι οι περιοχές με γερμανόφωνη πλειοψηφία έπρεπε να συμπεριληφθούν στη Δημοκρατία της Γερμανικής Αυστρίας. Μεταξύ 1938 και 1945 αυτές οι παραμεθόριες περιοχές ήταν ενωμένες με τη Ναζιστική Γερμανία ως Σουδητία.[4]

Το υπόλοιπο της τσεχικής επικράτειας έγινε η Δεύτερη Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας και στη συνέχεια καταλήφθηκε ως Προτεκτοράτο Βοημίας και Μοραβίας μέχρι το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μετά τον οποίο η Βοημία επανεντάχθηκε στην αποκαταατημένη Τσεχοσλοβακία. Το 1969 τα τσεχικά εδάφη (συμπεριλαμβανομένης της Βοημίας) έλαβαν αυτονομία εντός της Τσεχοσλοβακίας ως Τσεχική Σοσιαλιστική Δημοκρατία. Το 1990 το όνομα άλλαξε σε Τσεχική Δημοκρατία, που έγινε ξεχωριστό κράτος το 1993 με τη διάλυση της Τσεχοσλοβακίας.[4]

Μέχρι το 1948 η Βοημία ήταν διοικητική ενότητα της Τσεχοσλοβακίας ως ένα από τα «εδάφη» της (země).[5] Έκτοτε οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις έχουν αντικαταστήσει τις αυτοδιοικούμενες εκτάσεις με ένα τροποποιημένο σύστημα «περιφερειών» (kraje), που δεν ακολουθούν τα σύνορα των ιστορικών τσεχικών εδαφών (ή των περιοχών από τις μεταρρυθμίσεις του 1960 και του 2000).[5] Ωστόσο οι τρεις περιοχές αναφέρονται στο προοίμιο του Συντάγματος της Τσεχικής Δημοκρατίας: «Εμείς, οι πολίτες της Τσεχικής Δημοκρατίας στη Βοημία, τη Μοραβία και τη Σιλεσία…»"[6]

Η Βοημία έχει έκταση 52.065 km2 και περίπου 6,5 εκατομμύρια από τους 10,5 εκατομμύρια κατοίκους της Τσεχίας. Η Βοημία συνορεύει νότια με την Άνω και την Κάτω Αυστρία (και οι δύο στην Αυστρία), στα δυτικά με τη Βαυαρία (στη Γερμανία) και στα βόρεια με τη Σαξονία και τη Λουσατία (στη Γερμανία και την Πολωνία αντίστοιχα), στα βορειοανατολικά με τη Σιλεσία ( στην Πολωνία) και στα ανατολικά με τη Μοραβία (επίσης τμήμα της Τσεχίας). Τα σύνορα της Βοημίας χαρακτηρίζονται ως επί το πλείστον από οροσειρές όπως ο Βοημικός Δρυμός, τα Μεταλλικά Όρη και τα Όρη Κρκόνοσε, τμήμα των Σουδητικών Ορέων. Τα σύνορα Βοημίας-Μοραβίας ακολουθούν κατά προσέγγιση τη λεκάνη απορροής των Έλβα-Δούναβη.

Στην τσεχική γλώσσα τα επίθετα που αναφέρονται στη Βοημία και την Τσεχία είναι τα ίδια, χωρίς καμία διαφορά. Για παράδειγμα, το επίθετο český σημαίνει τσέχικος, αλλά και βοημικός. Αυτό συμβαίνει, καθώς ιστορικά η πλειοψηφία των κατοίκων της Βοημίας ήταν Τσέχοι και μόνο μια μειονότητα Γερμανοί, γνωστοί ως Σουδήτες, με χωρικό προσδιορισμό στις συνοριακές περιοχές με τα Γερμανικά κρατίδια.

Ετυμολογία

Επεξεργασία

Το δεύτερο αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι ανταγωνίζονταν για την κυριαρχία στη βόρεια Ιταλία με διάφορους λαούς, συμπεριλαμβανομένης της γαλατικής-κελτικής φυλής των Βόιων. Οι Ρωμαίοι νίκησαν τους Βοΐους στις μάχες της Πλακεντίας (194 π.Χ.) και της Μουτίνας (193 π.Χ.). Στη συνέχεια πολλοί από τους Bόιιυς υποχώρησαν βόρεια πέρα από τις Άλπεις.[7] Πολύ αργότερα οι Ρωμαίοι συγγραφείς αναφέρονται στην περιοχή που είχαν καταλάβει κάποτε (η «έρημος των Βοΐων» όπως την ονόμασαν ο Πλίνιος και ο Στράβων[8])) ως Boiohaemum. Η παλαιότερη αναφορά[7] έγινε στη Germania 28 του Τάκιτου (γραμμένη στα τέλη του πρώτου αιώνα μ.Χ.)[9] και μεταγενέστερες αναφορές του ίδιου ονόματος βρίσκονται στο Στράβωνα και στον Βελλέιο Πατέρκουλο.[10] Το όνομα φαίνεται να συντίθεται από το φυλετικό όνομα Boio- συν το πρωτογερμανικό ουσιαστικό *haimaz "σπίτι" (από όπου το γοτθικό haims, τα γερμανικά Heim, Heimat, το αγγλικό home), υποδηλώνοντας ένα πρωτογερμανικό *Bajahaimaz.

Το Boiohaemum ήταν προφανώς απομονωμένο στην περιοχή όπου είχε το κέντρο του το βασίλειο του βασιλιά Μαρόβοδου, μέσα στον Ερκύνιο Δρυμό. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ' στο έργο του Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν ανέφερε επίσης την περιοχή ως Βοϊκή [11][12][13][14][15]

Το τσέχικο όνομα «Čechy» προέρχεται από το όνομα της σλαβικής εθνότητας, των Τσέχων, που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή κατά τον έκτο ή τον έβδομο αιώνα μ.Χ.

 
Xάρτης του 1892 που δείχνει τη Βοημία με ροζ περίγραμμα, τη Μοραβία με κίτρινο και την Αυστριακή Σιλεσία με πορτοκαλί

Αρχαία Βοημία

Επεξεργασία

Η Βοημία, όπως και η γειτονική Βαυαρία, πήρε το όνομά της από τους Bόιους, ένα μεγάλο κελτικό έθνος γνωστό στους Ρωμαίους για τις μεταναστεύσεις και την εγκατάσταση τους στη βόρεια Ιταλία και σε άλλα μέρη. Ένα άλλο τμήμα του έθνους μετακινήθηκε δυτικά με τους Ελβέτιους στη νότια Γαλλία, που ήταν μία από τις αιτίες που οδήγησαν στη Γαλατική εκστρατεία του Ιουλίου Καίσαρα το 58 π.Χ. Η μετανάστευση των Ελβέτιων και των Βόιων άφησε τη νότια Γερμανία και τη Βοημία μια αραιοκατοικημένη «έρημο» στην οποία έφτασαν τα Σουαβικά φύλα, που μιλούσαν γερμανικές γλώσσες και κυριάρχησαν στις υπόλοιπες κελτικές ομάδες. Στα νότια, πάνω από τον Δούναβη, οι Ρωμαίοι επέκτειναν την αυτοκρατορία τους και στα νοτιοανατολικά, στη σημερινή Ουγγαρία, ήταν Δακικά φύλα.

Στην περιοχή της σημερινής Βοημίας οι Mαρκομάνοι και άλλα Σουαβικά φύλα οδηγήθηκαν από τον βασιλιά τους Μαρόβοδο, αφού είχαν ηττηθεί από τις Ρωμαϊκές δυνάμεις στη Γερμανία. Εκμεταλλεύτηκαν τη φυσική άμυνα που του παρείχαν τα βουνά και τα δάση της και κατάφεραν να διατηρήσουν μια ισχυρή συμμαχία με γειτονικές φυλές, συμπεριλαμβανομένων (σε διαφορετικούς χρόνους) των Λουγίων, των Κουάδων, των Ερμουνδούρων, των Σεμνόνων και των Βούρων, που άλλοτε ελεγχόταν εν μέρει από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και άλλοτε ήταν σε σύγκρουση με αυτήν, όπως το δεύτερο αιώνα, που πολέμησαν με το Μάρκο Αυρήλιο.

Στους όψιμους κλασικούς χρόνους και τον πρώιμο Μεσαίωνα εμφανίστηκαν δύο νέες ομάδες Σουαβών στα δυτικά της Βοημίας στη νότια Γερμανία, οι Αλαμαννοί (στην έρημο της Ελβετίας) και οι Βαυαροί (Baiuvarii). Πολλά Σουαβικά φύλα από την περιοχή της Βοημίας συμμετείχαν σε τέτοιες μετακινήσεις προς τα δυτικά, και εγκαταστάθηκαν ακόμη και ως την Ισπανία και την Πορτογαλία. Μαζί τους ήταν και φυλές που είχαν απωθηθεί από τα ανατολικά, όπως οι Βάνδαλοι και οι Αλανοί.

Άλλες ομάδες απωθήθηκαν νότια προς την Παννονία. Η τελευταία γνωστή αναφορά του Βασιλείου των Mαρκομάνων, σχετικά με μια βασίλισσα με το όνομα Φρίτιτζιλ, είναι από τον τέταρτο αιώνα και πιστεύεται ότι έζησε μέσα ή κοντά στην Παννονία. Οι Σουαβοί Λογγοβάρδοι, που μετανάστευσαν επί πολλές γενιές από τη Βαλτική Θάλασσα μέσω του Έλβα και της Παννονίας στην Ιταλία, καταγράφεται σε μια φυλετική ιστορία ότι πέρασαν ένα χρονικό διάστημα στο "Bainaib".

Μετά τις Μεγάλες μεταναστεύσεις η Βοημία ξανακατοικήθηκε εν μέρει γύρω στον έκτο αιώνα και τελικά έφτασαν σλαβικές φυλές από την ανατολή και η γλώσσα τους άρχισε να αντικαθιστά την παλαιότερη γερμανική, την κελτική και τη σαρματική. Αυτά είναι πρόδρομοι των σημερινών Τσέχων, αλλά το ακριβές μέγεθος της σλαβικής μετανάστευσης είναι αντικείμενο συζήτησης. Η σλαβική εισροή έγινε σε δύο ή τρία κύματα. Το πρώτο κύμα ήρθε από τα νοτιοανατολικά και τα ανατολικά, όταν οι Γερμανοί Λομβαρδοί έφυγαν από τη Βοημία (περίπου το 568 μ.Χ.). Αμέσως μετά, από τη δεκαετία του 630 ως εκείνη τυο 660, η περιοχή καταλήφθηκε από τη φυλετική συνομοσπονδία του Σάμο. Ο θάνατός του σήμανε το τέλος της παλιάς «Σλαβονικής» συνομοσπονδίας, της δεύτερης προσπάθειας ίδρυσης μιας τέτοιας Σλαβονικής ένωσης μετά την Καραντανία στην Καρινθία.

Άλλες πηγές (Descriptio civitatum et regionum ad septentrionalem plagam Danubii, Βαυαρία, 800–850) χωρίζουν τον πληθυσμό της Βοημίας σε Μερεχάνους, Μαρχαράιους, Βεειμάρους (Boεμάνους) και Φραγκάνεους (Το επίθημα -ανουςσημαίνει «κάτοικοι της -»). Ο Χριστιανισμός πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 9ου αιώνα, αλλά επικράτησε πολύ αργότερα, το 10ο ή τον 11ο αιώνα.

Ο 9ος αιώνας ήταν κρίσιμος για το μέλλον της Βοημίας. Το σύστημα των αρχόντων παρήκμασε απότομα, όπως συνέβη στη Βαυαρία. Η επιρροή των κεντρικών Φραγκανέων-Τσέχων αυξήθηκε, ως αποτέλεσμα του σημαντικού λατρευτικού κέντρου στην επικράτειά τους. Ήταν σλαβόφωνοι, συνέβαλαν έτσι στη μετατροπή διαφορετικών γειτονικών πληθυσμών σε ένα νέο έθνος που με το όνομα και την ηγεσία τους με μια ειαία «σλαβική» εθνική συνείδηση.[16]

Η δυναστεία των Πρεμυσλιδών

Επεξεργασία
 
Ο θυρεός της δυναστείας των Πρεμυσλιδών (μέχρι 1253–1262)

Η Βοημία αποτέλεσε τμήμα του πρώιμου σλαβικού κράτους της Μεγάλης Μοραβίας, υπό την κυριαρχία του Σβάτοπλουκ Α' (r. 870–894). Μετά όμως το θάνατό του η Μεγάλη Μοραβία αποδυναμώθηκε από χρόνια εσωτερικών συγκρούσεων και συνεχείς πολέμους και τελικά κατέρρευσε και κατακερματίστηκε λόγω των συνεχών επιδρομών των εισβολέων νομάδων Μαγυάρων. Η αρχική ενσωμάτωση της Βοημίας στην Αυτοκρατορία της Μοραβίας είχε ως αποτέλεσμα τον εκτεταμένο εκχριστιανισμό του πληθυσμού. Στο θρόνο ανέβηκε μια ιθαγενής μοναρχία και η Βοημία περιήλθε στην κυριαρχία της δυναστείας των Πρεμυσλιδών, που θα κυβερνούσε τα Τσεχικά εδάφη για τα επόμενα αρκετές εκατοντάδες χρόνια.

Οι Πρεμυσλίδες εξασφάλισαν τα σύνορά τους μετά την κατάρρευση του κράτους της Μοραβίας εισερχόμενοι σε μια κατάσταση ημιυποτέλειας στους Φράγκους ηγεμόνες. Η συμμαχία διευκολύνθηκε από τον προσηλυτισμό της Βοημίας στο Χριστιανισμό τον 9ο αιώνα. Συνεχείς στενές σχέσεις αναπτύχθηκαν με το Ανατολικό Φραγκικό Βασίλειο, που προέκυψε από τη διαίρεση της Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας ως Ανατολική Φραγκία και τελικά έγινε η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Μετά από μια αποφασιστική νίκη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Βοημίας επί των Μαγυάρων εισβολέων στη Μάχη του Λέχφελντ το 955 ο Μπολέσλαος Α΄ της Βοημίας έλαβε τη Μοραβία από τον Γερμανό Αυτοκράτορα Όθωνα τον Μέγα. Η Βοημία θα παρέμενε ένα σε μεγάλο βαθμό αυτόνομο κράτος υπό την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για αρκετές δεκαετίες. Η δικαιοδοσία της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επιβεβαιώθηκε οριστικά όταν ο Γιαρομίρ της Βοημίας έλαβε το φέουδο του Βασιλείου της Βοημίας από τον Αυτοκράτορα Βασιλιά Ερρίκο Β' της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με την υπόσχεση να την κρατήσει ως υποτελή όταν ξανακατέλαβε την Πράγα με Γερμανικό στρατό το 1004, τερματίζοντας την κυριαρχία του Μπολέσλαφ Α΄ της Πολωνίας.

Οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν τον τίτλο του «Βασιλιά της Βοημίας» ήταν οι δούκες των Πρεμυσλιδών Βρατίσλαος Β΄ (1085) και Βλαδίσλαος Β΄ (1158), αλλά οι κληρονόμοι τους επέστρεψαν στον τίτλο του δούκα. Ο τίτλος του βασιλιά έγινε κληρονομικός υπό τον Ότακαρ Α΄ (1198). Ο εγγονός του Ότακαρ Β΄ (βασιλιάς από το 1253 ως το 1278) κατέκτησε μια βραχύβια αυτοκρατορία που περιείχε τις σημερινές Αυστρία και τη Σλοβενία. Στα μέσα του 13ου αιώνα άρχισε η σημαντική γερμανική μετανάστευση, καθώς η αυλή προσπάθησε να αντικαταστήσει τις απώλειες από τη σύντομη εισβολή των Μογγόλων στην Ευρώπη το 1241. Οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν κυρίως κατά μήκος των βόρειων, δυτικών και νότιων συνόρων της Βοημίας, αν και πολλοί ζούσαν σε πόλεις σε όλο το βασίλειο.

Δυναστεία του Λουξεμβούργου

Επεξεργασία
 
Έμβλημα του Βασιλείου της Βοημίας

Ο Οίκος του Λουξεμβούργου αποδέχτηκε την πρόσκληση στο θρόνο της Βοημίας με το γάμο με την κληρονόμο των Πρεμυσλιδών Ελισάβετ και την εν συνεχεία στέψη του Ιωάννη Α' της Βοημίας (γνωστού στην ως Jan Lucemburský) το 1310. Ο γιος του Κάρολος Δ' έγινε Βασιλιάς της Βοημίας το 1346 και δύο χρόνια αργότερα ίδρυσε στην Πράγα το Πανεπιστήμιο του Καρόλου, το πρώτο πανεπιστήμιο της Κεντρικής Ευρώπης.

Η βασιλεία του έφερε τη Βοημία στο αποκορύφωμά της τόσο πολιτικά όσο και σε συνολική έκταση, με αποτέλεσμα να είναι ο πρώτος βασιλιάς της Βοημίας που εκλέχθηκε επίσης Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Υπό τη διακυβέρνησή του το στέμμα της Βοημίας έλεγχε τόσο διαφορετικά εδάφη όπως η Μοραβία, η Σιλεσία και η Άνω και η Κάτω Λουσατία, το Βρανδεμβούργο, μια περιοχή γύρω από τη Νυρεμβέργη ονόματι Νέα Βοημία, το Λουξεμβούργο και πολλές μικρές πόλεις διάσπαρτες στη Γερμανία.

Από τον 13ο αιώνα και μετά οικισμοί Γερμανών αναπτύχθηκαν σε όλη τη Βοημία, καθιστώντας τη Βοημία δίγλωσση χώρα. Οι Γερμανοί έποικοι έφεραν ιδιαίτερα την εξορυκτική τεχνολογία στις ορεινές περιοχές των Σουδητικών Ορέων. Στην πόλη εξόρυξης Σανκτ Γιόακιμσταλ (σήμερα Γιάκιμοφ), επινοήθηκαν διάσημα νομίσματα που ονομάζονταν Joachimsthalers και έδωσαν το όνομά τους στο τάληρο και το δολάριο.

Στο μεταξύ τα Γερμανικά της Πράγας ήταν κάτι μεταξύ των Άνω Γερμανικών και των Ανατολικών Κεντρικών Γερμανικών, επηρεάζοντας τα θεμέλια της σύγχρονης τυπικής Γερμανικής. Την ίδια στιγμή εκεί οι διδασκαλίες του Γιαν Χους, πρύτανη του Πανεπιστημίου του Καρόλου και εξέχοντος μεταρρυθμιστή και θρησκευτικού στοχαστή, επηρέασαν την άνοδο της σύγχρονης Τσεχικής.

Xoυσίτες και Βοημία

Επεξεργασία
 
Οι ριζοσπάστες Χουσίτες έγιναν γνωστοί ως Ταμπορίτες, από την πόλη Tάμπορ που έγινε το κέντρο τους

Κατά την Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντίας το 1415 ο Γιαν Χους καταδικάστηκε να καεί στην πυρά ως αιρετικός. Η ετυμηγορία εκδόθηκε παρά το γεγονός ότι ο Χους είχε λάβει επίσημη προστασία από τον Αυτοκράτορα Σιγισμούνδο του Λουξεμβούργου πριν μεταβεί εκεί. Ο Χους προσκλήθηκε να παραστεί στο συμβούλιο για να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τις θέσεις της Τσεχίας στο θρησκευτικό δικαστήριο, αλλά με την έγκριση του αυτοκράτορα, εκτελέστηκε στις 6 Ιουλίου 1415. Η εκτέλεση του Χους, καθώς και πέντε διαδοχικές παπικές σταυροφορίες κατά των οπαδών του, ανάγκασαν τους Βοημούς να αμυνθούν κατά τους Χουσιτικούς Πολέμους.

Της εξέγερσης κατά των αυτοκρατορικών δυνάμεων ηγήθηκε ένας πρώην μισθοφόρος, ο Γιαν Ζίζκα του Τρότσνοφ. Ως αρχηγός του στρατού των Χουσιτών, χρησιμοποίησε καινοτόμες τακτικές και όπλα, όπως οβίδες, πιστόλια και οχυρά κάρα, που ήταν επαναστατικά για την εποχή, και τον καθιέρωσαν ως μεγάλο στρατηγό που δεν έχασε ποτέ μάχη.

Μετά το θάνατο του Ζίζκα τη διοίκηση του στρατού ανέλαβε ο Πρόκοπ ο Μέγας και υπό την ηγεσία του οι Xoυσίτες νικούσαν για άλλα δέκα χρόνια, προς απόλυτο τρόμο της Ευρώπης. Οι Xoυσίτες διασπάστηκαν σταδιακά σε δύο κύριες φατρίες, τους μετριοπαθείς Ουτρακουιστές και τους πιο φανατικούς Ταμπορίτες. Οι Ουτρακουιστές άρχισαν να βάζουν τις βάσεις για μια συμφωνία με την Καθολική Εκκλησία και απεχθάνονταν τις πιο ριζοσπαστικές απόψεις των Ταμποριτών. Επιπλέον, με τη γενική κόπωση από τον πόλεμο και τη λαχτάρα για τάξη, οι Ουτρακουιστές μπόρεσαν τελικά να νικήσουν τους Ταμπορίτες στη Μάχη του Λίπανι το 1434. Ο Σιγισμούνδος είπε μετά τη μάχη ότι «μόνο Βοημοί θα μπορούσαν να νικήσουν τους Βοημούς».

Παρά τη φαινομενική νίκη των Καθολικών οι Βοημοί Ουτρακουιστές εξακολουθούσαν να είναι αρκετά δυνατοί για να διαπραγματευτούν τη θρησκευτική ελευθερία το 1436. Αυτό συνέβη με τις λεγόμενες Συμφωνίες της Βασιλείας, που διακήρυσσε την ειρήνη και την ελευθερία μεταξύ Καθολικών και Ουτρακουιστών. Διήρκεσε μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα, καθώς ο Πάπας Πίος Β΄ κήρυξε άκυρες τις συμφωνίες το 1462.

Το 1458 ο Γεώργιος Ποντιέμπραντυ εξελέγη για το θρόνο της Βοημίας. Εμεινε στην ιστορία για την προσπάθειά του να δημιουργήσει μια πανευρωπαϊκή «Χριστιανική Ένωση», που θα σχημάτιζαν όλα τα κράτη της Ευρώπης σε μια κοινότητα βασισμένη στη θρησκεία. Στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων όρισε τον Λέο του Ρόζμιταλ να περιοδεύσει στις ευρωπαϊκές αυλές και να διεξάγει τις συνομιλίες. Ωστόσο οι διαπραγματεύσεις δεν ολοκληρώθηκαν επειδή η θέση του Γεωργίου υπέστη σημαντική βλάβη με την πάροδο του χρόνου από την επιδείνωση της σχέσης του με τον Πάπα.

Η Mοναρχία των Αψβούργων

Επεξεργασία
 
Η Βοημία ως η καρδιά της Europa regina, του Σεμπάστιαν Μύνστερ, Βασιλεία, 1570

Μετά το θάνατο του Βασιλιά Λουδοβίκου Β' της Ουγγαρίας και της Βοημίας το 1526 στη Μάχη του Μόχατς νέος βασιλιάς της Βοημίας έγινε ο Αρχιδούκας Φερδινάνδος Α' της Αυστρίας και η χώρα έγινε συστατικό κράτος της Μοναρχίας των Αψβούργων.

Στη Βοημία παραχωρήθηκε θρησκευτική ελευθερία μεταξύ 1436 και 1620 και έτσι εξελίχθηκε σε μία από τις πιο φιλελεύθερες χώρες του χριστιανικού κόσμου εκείνη την περίοδο. Το 1609 ο Ροδόλφος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πιστός καθολικός ο ίδιος, που έκανε πάλι την Πράγα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας για την περίοδο κυριαρχίας του, παρακινήθηκε από τους ευγενείς της Βοημίας να εκδώσει το Maiestas Rudolphina, που επιβεβαίωσε το παλαιότερο Confessio Bohemica του 1575.

Αφότου ο Αυτοκράτορας Ματθίας Β' και στη συνέχεια ο Βασιλιάς της Βοημίας Φερδινάνδος Β' (μετέπειτα αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) άρχισαν να καταπιέζουν τα δικαιώματα των Προτεσταντών στη Βοημία, η Βοημική Εξέγερση που ακολούθησε οδήγησε στο ξέσπασμα του Τριακονταετούς Πολέμου το 1618. Ο εκλέκτορας Φρειδερίκος ο Ε' του Εκλεκτοράτου του του Παλατινάτου Καλβινιστής Προτεστάντης, εξελέγη από τους ευγενείς της Βοημίας για να αντικαταστήσει το Φερδινάνδο στο θρόνο της Βοημίας και έμεινε γνωστός ως Βασιλιάς του Χειμώνα, επειδή η βασιλεία του διήρκεσε μόνο ένα χειμώνα, 1619/20. Η σύζυγός του, η δημοφιλής Ελισάβετ Στιούαρτ και στη συνέχεια η Ελισάβετ της Βοημίας, γνωστή ως Βασίλισσα του Χειμώνα ή Βασίλισσα των Καρδιών, ήταν κόρη του Βασιλιά Ιάκωβου ΣΤ΄ της Σκωτίας.

Μετά την ήττα του Φρειδερίκου στη Μάχη του Λευκού Όρους το 1620 27 γαιοκτήμονες της Βοημίας μαζί με τον Γιαν Γεσένιους, πρύτανη του Πανεπιστημίου του Καρόλου της Πράγας, εκτελέστηκαν στην πλατεία της Παλιάς Πόλης της Πράγας στις 21 Ιουνίου 1621 και οι υπόλοιποι εξορίστηκαν από τη χώρα, ενώ οι γαίες τους δόθηκαν στη συνέχεια σε πιστούς καθολικούς (κυρίως βαυαρικής και σαξονικής καταγωγής). Αυτό τερμάτισε το κίνημα υπέρ της μεταρρύθμισης στη Βοημία και επίσης το ρόλο της Πράγας ως κυρίαρχης πόλης της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Με το ονομαζόμενο "ανανεωμένο σύνταγμα" του 1627 η γερμανική γλώσσα καθιερώθηκε ως δεύτερη επίσημη γλώσσα στις περιοχές της Τσεχίας. Τα τσέχικα παρέμειναν πρώτη γλώσσα στο βασίλειο, αλλά τόσο τα γερμανικά όσο και τα λατινικά ομιλούντο ευρέως από την αριστοκρατία, αλλά τα γερμανικά επικρατούσαν όλο και περισσότερο, ενώ τα τσέχικα έγιναν ομιλούντο κυρίως στην ύπαιθρο.

Η επίσημη ανεξαρτησία της Βοημίας τέθηκε περαιτέρω σε κίνδυνο όταν η Δίαιτα της Βοημίας ενέκρινε τη διοικητική μεταρρύθμιση το 1749, που περιλάμβανε το αδιαίρετο της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων και το συγκεντρωτισμό της διοίκησης, που ουσιαστικά σήμαινε τη συγχώνευση της Βασιλικής Καγκελαρίας της Βοημίας με την Αυστριακή.

Στα τέλη του 18ου αιώνα το κίνημα της Εθνικής Αναγέννησης της Τσεχίας, σε συνεργασία με μέρος της αριστοκρατίας της Βοημίας, ξεκίνησε μία εκστρατεία για την αποκατάσταση των παραδοσιακών δικαιωμάτων του βασιλείου, όπως με την αντικατάσταση των γερμανικών από τα τσέχικα στη διοίκηση. Η πεφωτισμένη δεσποτεία του Ιωσήφ Β' και του Λεοπόλδου του Β', που εισήγαγαν μικρές γλωσσικές μεταρρυθμίσεις, φάνηκε υποσχομενη για το εθνικό κίνημα, αν και πολλές αλλαγές καταργήθηκαν αργότερα. Κατά την επανάσταση του 1848 αρκετοί Τσέχοι εθνικιστές ζήτησαν την αυτονομία της Βοημίας από την Αυστρία των Αψβούργων, αλλά οι επαναστάτες ηττήθηκαν. Την ίδια στιγμή οι γερμανόφωνες πόλεις εξέλεξαν αντιπροσώπους για το Πρώτο Γερμανικό Κοινοβούλιο της Φραγκφούρτης. Οι πόλεις μεταξύ του Κάρλσμπαντ και του Ράιχενμπεργκ εξέλεξαν αριστερούς εκπροσώπους, ενώ το Εγκερ, το Ρούμπουργκ και το Τρόπαου συντηρητικούς.[19]Η παλιά Δίαιτα της Βοημίας, ένα από τα κατάλοιπα της παλαιάς ανεξαρτησίας, καταργήθηκε, αν και παράλληλα τα τσέχικα αναβίωσαν καθώς ο ρομαντικός εθνικισμός αναπτυσσόταν μεταξύ των Τσέχων.

Το 1861 ιδρύθηκε μια νέα εκλεγμένη Βοημική Δίαιτα. Η ανανέωση του παλαιού Στέμματος της Βοημίας (Βασίλειο της Βοημίας, Μαργραβιάτο της Μοραβίας και Δουκάτο της Άνω και Κάτω Σιλεσίας) έγινε το επίσημο πολιτικό πρόγραμμα τόσο των Τσέχων φιλελεύθερων πολιτικών όσο και της πλειοψηφίας της Βοημίας αριστοκρατίας («πρόγραμμα για τα κρατικά δικαιώματα»), ενώ τα κόμματα που εκπροσωπούσαν τη γερμανική μειονότητα και μικρό τμήμα της αριστοκρατίας διακήρυξαν την πίστη τους στο συγκεντρωτικό Σύνταγμα (το λεγόμενο «Verfassungstreue»).

Μετά την ήττα της Αυστρίας στον Αυστροπρωσικό Πόλεμο το 1866 οι Ούγγροι πολιτικοί πέτυχαν τον Αυστροουγγρικό Συμβιβασμό του 1867, δημιουργώντας φαινομενικά ισότητα μεταξύ του αυστριακού και του ουγγρικού μισού της αυτοκρατορίας. Μια προσπάθεια των Τσέχων να δημιουργήσουν μια τριμερή μοναρχία (Αυστρία-Ουγγαρία-Βοημία) απέτυχε το 1871. Το «πρόγραμμα για τα κρατικά δικαιώματα» παρέμεινε η επίσημη πλατφόρμα όλων των τσεχικών πολιτικών κομμάτων (εκτός των σοσιαλδημοκρατών) μέχρι το 1918.

Στο πλαίσιο του προγράμματος κρατικών δικαιωμάτων, κάνοντας έκκληση στη σταθερότητα των συνόρων της Βοημίας επί πολλούς αιώνες, το κίνημα χειραφέτησης της Τσεχίας διεκδίκησε τα δικαιώματά του σε ολόκληρη την έκταση της Βοημίας υπεράνω των αντίστοιχων των Γερμανών στο ένα τρίτο της Βοημίας, όπου αποτελούσαν την πλειοψηφία.[17]

20ός αιώνας

Επεξεργασία
 
Η Βοημία (δυτικότερη περιοχή) της Τσεχοσλοβακίας 1918–1938
 
Γλωσσικός χάρτης της Τσεχοσλοβακίας του Μεσοπολέμου (περίπου 1930)

Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο η Βοημία, ως η μεγαλύτερη σε έκταση και πολυπληθέστερη περιοχή, έγινε ο πυρήνας της νεοσύστατης Τσεχοσλοβακίας, που συνένωσε σε ένα κράτος τη Βοημία, τη Μοραβία, την Τσεχική Σιλεσία, την Άνω Ουγγαρία (σημερινή Σλοβακία) και τη Ρουθηνία των Καρπαθίων.[18] Υπό τον πρώτο πρόεδρό της Τόμας Μάζαρικ η Τσεχοσλοβακία έγινε αβασίλευτη φιλελεύθερη δημοκρατία, αλλά προέκυψαν σοβαρά ζητήματα σχετικά με τη σχέση της τσέχικης πλειοψηφίας με τις γηγενείς γερμανικές και ουγγρικές μειονότητες. Οι Γερμανοί της Βοημίας είχαν ζητήσει να συμπεριληφθούν οι περιοχές με γερμανόφωνη πλειοψηφία σε ένα Γερμανικό κράτος.

Με τη Συμφωνία του Μονάχου το 1938 οι συνοριακές περιοχές της Βοημίας που κατοικούνταν κυρίως από Γερμανούς (Σουδητία) παραχωρήθηκαν στη Ναζιστική Γερμανία. Αυτή ήταν και η μόνη φορά στην ιστορία που διαιρέθηκε η περιοχή της Βοημίας. Η υπόλοιπη Βοημία και η Μοραβία προσαρτήθηκε από τη Γερμανία το 1939, ενώ τα εδάφη της Σλοβακίας αποτέλεσαν την ξεχωριστή Σλοβακική Δημοκρατία, κράτος-μαριονέτα της Ναζιστικής Γερμανίας. Από το 1939 ως το 1945 η Βοημία (χωρίς τη Σουδητία) αποτέλεσε μαζί με τη Μοραβία το Γερμανικό Προτεκτοράτο Βοημίας και Μοραβίας (Reichsprotektorat Böhmen und Mähren).

Κάθε ανοιχτή αντίθεση στη γερμανική κατοχή κατεστάλη βάναυσα από τις γερμανικές αρχές και πολλοί Τσέχοι πατριώτες εκτελέστηκαν. Το 1942, μετά τη δολοφονία του Γερμανού κυβερνήτη της Βοημίας-Μοραβίας Ράινχαρντ Χάιντριχ από Τσέχους εκτελεστές, οι Γερμανικές δυνάμεις σε αντίποινα δολοφόνησαν τον πληθυσμό ενός ολόκληρου χωριού, του Λίντιτσε. Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το 1945 και την εγκατάλειψη των αρχικών σχεδίων παραχώρησης εδαφών στη Γερμανία ή δημιουργίας γερμανόφωνων καντονιών,[17] η συντριπτική πλειονότητα των Γερμανών της Βοημίας εκδιώχθηκε με τη βία με εντολή της επανιδρυθείσας κεντρικής κυβέρνησης της Τσεχοσλοβακίας, με βάση τη Συμφωνία του Πότσδαμ που πρόβλεπε μεγάλης κλίμακας εθνοκάθαρση. Η περιουσία των Γερμανών της Βοημίας κατασχέθηκε από τις τσεχικές αρχές και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της εποχής, ανερχόταν στο ένα τρίτο του εθνικού εισοδήματος της Τσεχοσλοβακίας. Οι Γερμανοί που θεωρήθηκαν χρήσιμοι για τις δεξιότητές τους είχαν τη δυνατότητα να μείνουν για να μεταδώσουν τις γνώσεις τους στους Τσέχους μετανάστες.[17] Η απέλαση αποψίλωσε πληθυσμιακά σοβαρά την περιοχή και από εκεί και πέρα οι τοπικές περιοχές αναφέρονται μόνο με τα τσέχικα ονόματά τους, ανεξάρτητα από την προηγούμενη δημογραφική τους σύνθεση. Η επανεποίκηση των περιοχών που κατοικούντο από Γερμανούς επέτρεψε σε πολλούς φτωχότερους ανθρώπους να αποκτήσουν περιουσία, «εξισώνοντας» έτσι την τσεχοσλοβακική κοινωνία.[17]

Το Κομμουνιστικό Κόμμα κέρδισε τις περισσότερες ψήφους σε ελεύθερες εκλογές, αλλά όχι την απόλυτη πλειοψηφία. Ο κομμουνιστής ηγέτης Κλέμεντ Γκότβαλντ έγινε πρωθυπουργός μιας κυβέρνησης συνασπισμού.

 
Η πόλη της Βοημίας Κάρλοβι Βάρι
 
Σημαία της Βοημίας

Το Φεβρουάριο του 1948 τα μη κομμουνιστικά μέλη της κυβέρνησης παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τα αυθαίρετα μέτρα των κομμουνιστών και των Σοβιετικών προστατών τους σε πολλούς από τους θεσμούς του κράτους. Ο Γκότβαλντ και οι κομμουνιστές απάντησαν με πραξικόπημα και εγκατέστησαν ένα φιλοσοβιετικό αυταρχικό κράτος. Το 1949 η Βοημία έπαψε να αποτελεί διοικητική ενότητα της Τσεχοσλοβακίας, καθώς η χώρα χωρίστηκε σε διοικητικές περιοχές που δεν ακολουθούσαν τα ιστορικά σύνορα.

Το 1989 η Άγκνες της Βοημίας έγινε η πρώτη αγία από χώρα της Κεντρικής Ευρώπης που ανακηρύχθηκε άγια από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β' πριν από τη «Βελούδινη Επανάσταση» που ακολούθησε τον ίδιο χρόνο.

Μετά το Βελούδινο Διαζύγιο το 1993 η Βοημία παρέμεινε στη Δημοκρατία της Τσεχίας. Το νέο Σύνταγμα της Τσεχικής Δημοκρατίας προέβλεπε την ίδρυση ανώτερων διοικητικών μονάδων, προβλέποντας τη δυνατότητα της Βοημίας ως διοικητικής μονάδας, αλλά δεν διευκρίνιζε τη μορφή που θα έπαιρναν. Μια συνταγματική πράξη το 1997 απέρριψε την αποκατάσταση των αυτοδιοικούμενων ιστορικών τσεχικών εδαφών και αποφάσισε για το περιφερειακό σύστημα που ισχύει από το 2000.[19] Ο Πετρ Πίτχαρτ, πρώην πρωθυπουργός της Τσεχίας και πρόεδρος της Γερουσίας εκείνη την εποχή, παρέμεινε ένας από τους κύριους υποστηρικτές του συστήματος των χωρών,[20] ισχυριζόμενος ότι ο πρωταρχικός λόγος για την άρνησή του ήταν ο φόβος πιθανών αποσχιστικών τάσεων της Μοραβίας.[20]

Η Βοημία παραμένει επομένως μια ιστορική περιοχή και σε αυτήν βρίσκονται οι περιφέρειες της Πράγας, της Κεντρικής Βοημίας, του Πίλζεν, του Κάρλοβι Βάρι, του Ούστι ναντ Λαμπέμ, του Λίμπερετς και του Χράντετς Κράλοβε, καθώς και τμήματα εκείνων του Παρντούμπιτσε, της Βισότσινα, της Νότιας Βοημίας, του Όλομοουτς και της Νότιας Μοραβίας.[5] Εκτός από τη χρήση τους στα ονόματα των περιφερειών τα ιστορικά ονόματα των χωρών παραμένουν σε χρήση σε ονόματα δήμων, κτηματολογικών περιοχών, σιδηροδρομικών σταθμών[21] ή γεωγραφικών ονομασιών.[22] Η διάκριση και τα σύνορα μεταξύ των τσεχικών εδαφών διατηρούνται επίσης στις τοπικές διαλέκτους.

Η περιοχή γύρω από το Kλάντσκο (γερμανικά: Glatz, λατινικά: Glacio) στη νοτιοδυτική Πολωνία αποτελούσε πολιτιστικά και παραδοσιακά τμήμα της Βοημίας και εποικίσθηκε από γερμανόφωνους όπως η γειτονική Σουδητία. Η περιοχή αυτή αποτελεί πλέον τμήμα της Κάτω Σιλεσίας μετά την κατάκτησή της από το Βασίλειο της Πρωσίας το 1763. Αναφερόμενη ως "Μικρή Πράγα" (γερμανικά: Klein-Prag), η περιοχή της Κοιλάδας του Kλάντσκο στον ποταμό Νίσα Kλάντσκο ήταν το επίκεντρο πολλών προσπαθειών να ενσωματωθεί εκ νέου η περιοχή στην Τσεχοσλοβακία, μια από τις πολλές συνοριακές διαμάχες Πολωνίας-Τσεχοσλοβακίας.

Η τελευταία απόπειρα έγινε το Μάιο του 1945, όταν η Τσεχοσλοβακία προσπάθησε να προσαρτήσει την περιοχή, της οποίας η γερμανόφωνη πλειοψηφία εκδιώκονταν από τις πολωνικές αρχές. Οι Τσέχοι υποστήριξαν ότι λόγω της μικρής τσέχικης μειονότητας που υπάρχει στο δυτικό τμήμα της Κοιλάδας του Kλάντσκο, που ονομαζόταν «τσέχικη γωνιά» της περιοχής από τη γερμανική πλειοψηφία, η περιοχή θα έπρεπε να περάσει στην Τσεχοσλοβακία αντί να εκχωρηθεί στην Πολωνία, καθώς καμία πολωνική μειονότητα δεν ζούσε στην περιοχή. Η πίεση που ασκήθηκε από τη Σοβιετική Ένωση οδήγησε σε παύση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, με την τσέχικη μειονότητα να εκδιώκεται στη Γερμανία και την Τσεχοσλοβακία. Σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας η περιοχή παρέμεινε στη Ρωμαιοκαθολική Αρχιεπισκοπή της Πράγας μέχρι το 1972.

Αξιοποιώντας το ενδιαφέρον σχετικά με την περιοχή του Kλάντσκο στην τσεχική εθνική ψυχή, μια ειδική τουριστική περιοχή του νομού Νάχοντ έχει χαρακτηριστεί ως Τουριστική Περιοχή Σύνορα του Kλάντσκο[23] (Τσεχικά: turistická oblast Kladské pomezí). Η περιοχή, εξ ολοκλήρου εντός της Τσεχικής Δημοκρατίας, ήταν παλαιότερα γνωστή ως Περιφέρεια Γίρασεκ (τσεχικά: Jiráskův kraj), Βράχοι Αντρσπας (Τσεχικά: Adršpašské skály).

Ιστορική διοικητική διαίρεση

Επεξεργασία
 
Χώρες του Στέμματος της Βοημίας (μέχρι το 1635), χάρτης του Γιόζεφ Πέκαρ, 1921

Kraje (Περιφέρειες) της Βοημίας στο Βασίλειο της Βοημίας:

  • Μπέτσινε (γερμανικά Beching)
  • Μπόλεσλαβ (Jung-Bunzlau)
  • Τσάσλαβ(Tschaslau)
  • Χρούντιμ
  • Χράντετς Κράλοβε (Königgrätz)
  • Kλάντσκο (Glatz)
  • Κούριμ στην Πράγα (Prag)
  • Λιτομέριτσε (Leitmeritz)
  • Λόκετ (Elbogen)
  • Βλτάβα (Moldau)
  • Πίλζεν (Pilsen)
  • Πόντμπρντσκο στο Μπέρουν (Beraun)
  • Πράχεν στο Πίσεκ
  • Ράκοβνικ (Rakonitz)
  • Σλάνι (Schlan)
  • Ζάτετς (Saaz)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία
  1. The Columbia Encyclopedia, Sixth Edition. 2001–05
  2. The Cambridge Modern History (στα Αγγλικά). The Macmillan Company. 1902. σελ. 331. 
  3. Jiří Pehe: Co vlastně slavíme 28. října?
  4. 4,0 4,1 «Bohemia». Ανακτήθηκε στις 2 Ιουνίου 2012. 
  5. 5,0 5,1 5,2 Petr Jeřábek: Krajské uspořádání? Vadí i po čtrnácti letech, Deník.cz, 2 January 2014, compare maps and texts
  6. Ústava České republiky Αρχειοθετήθηκε 26 January 2018 στο Wayback Machine., 1/1993 Sb. (Constitution of the Czech Republic)
  7. 7,0 7,1 Collis, John. The Celts: Origins, Myth and Inventions. Tempus Publishing, 2003. (ISBN 0-7524-2913-2)
  8. Pliny 3.146 and Strabo 7.1 290 and 292, but also see 7.2 293
  9. «Tacitus: Germania». Thelatinlibrary.com. Ανακτήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2013. 
  10. Green, Dennis (2014), «The Boii, Bavaria and Bohemia», The Baiuvarii and Thuringi: An Ethnographic Perspective, σελ. 18, ISBN 9781843839156, https://books.google.com/books?id=pTA3BAAAQBAJ&pg=PA18 
  11. Mykhailo Hrushevsky (1997) [1898]. Andrzej Poppe· Frank E. Sysyn· Uliana M. Pasiczny, επιμ. History of Ukraine-Rus'. Volume 1: From Prehistory to the Eleventh Century. Μτφρ. Marta Skorupsky. Canadian Institute of Ukrainian Studies Press. σελίδες 161–162. ISBN 978-1-895571-19-6. The second detail in Constantine's account, which supposedly points to the eastern Carpathians, is his reference to a 'place called Boiki (Boiki)' on the border with the White Serbs; for a long time this was considered – and some consider it still – to be a reference to the Ukrainian Boikos. That is very unlikely, however, because the location is too far east for the Serbs, nor has any indication been found that the name of the Boikos was ever in such wide usage. So all we are left with to suggest the existence of a Rus' Croatia in the Carpathians is the Primary Chronicle ... Published by H. Jireiek, the Karten zur Geschichte (1897) also show the 'Boiki' on the Dnister (map 4). It is more likely that Boiki is a distorted variant of the name Boiohem, or Bohemia, as most scholars now believe... 
  12. Gyula Moravcsik, επιμ. (1949). De administrando imperio. Pázmány Péter Tudományegyetemi Görög Filoĺ́ogiai Intézet. σελίδες 130–131. ...should be modern Saxony, where remnants of Serbs (Sorbs) are still living. The name 'Boiki' has been much disputed over by specialists ... has proved that the 'place called Boiki' can only be Bohemia. Grégoire (L'Origine, 98) rejects Skok's proposal to read 'Boioi', and suggests 'Boimi'. C.'s account contains one serious inexactitude: namely, the statement that the Serbs lived 'in a place called by them Boiki'. Although we have documentary proof of the existence of Croats in Bohemia, we have none to suggest that Serbs lived there. Bohemia was in fact another neighbour of White Serbia 
  13. Andreas Nikolaou Stratos (1968). Byzantium in the seventh century. Adolf M. Hakkert. σελ. 326. ISBN 9789025607487. These, he says, descended from the unbaptised Serbs who were also called "white" and lived in a place called by them "Boiki" (Bohemia)... 
  14. Acta archaeologica Carpathica. Państwowe Wydawn. Naukowe. 1999. σελ. 163. Wielu spośród nich osiedlili królowie węgierscy u zachodnich granic swego królestwa; morze Ciemne = Bałtyk; Boiki = Bohemia, czyli Czechy... 
  15. Slavia antiqua. 44. Poznań Society of Friends of Learning. 2003. σελ. 13. Serbów balkañskich znajdowala siç w kraju zwanym u nich Boiki (Bohemia=Czechy)... 
  16. Petr Charvát: "Zrod Českého státu" [Origin of the Bohemian State], March 2007, (ISBN 80-7021-845-2), in Czech
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 von Arburg, Adrian. «Abschied und Neubeginn» (στα γερμανικά). Als die Deutschen weg waren Was nach der Vertreibung geschah: Ostpreußen, Sudetenland, Schlesien. 
  18. Preclík, Vratislav. Masaryk a legie (Masaryk and legions), váz. kniha, 219 pages, first issue vydalo nakladatelství Paris Karviná, Žižkova 2379 (734 01 Karvina, Czech Republic) ve spolupráci s Masarykovým demokratickým hnutím (Masaryk Democratic Movement, Prague), 2019, (ISBN 978-80-87173-47-3), pages 111-112, 124–125, 128, 129, 132, 140–148, 184–209.
  19. «Portál veřejné správy». portal.gov.cz. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Δεκεμβρίου 2019. 
  20. 20,0 20,1 Petr Zídek: Dnešním politikům chybí odvaha, tvrdí Petr Pithart. Z uprchlíků strach nemá, Lidovky.cz, 17 October 2015, interview with Petr Pithart
  21. Seznam železničních stanic, List of railway stations, České dráhy (Czech railways) – search for "v Čechách" (17×), "na Moravě" (15×), "Český", "České", "Moravský", "Moravské" etc.
  22. Geomorfologické celky ČR (Geomorphologic areas of the Czech Republic), KČT Tábor
  23. interactive, inCUBE. «Story Landscape - Kladsko Borderland, Glatz Borderlan». www.kladskepomezi.cz. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2014.