Μορίσκο (στα ισπανικά) ή "Μουρίσκο" (στα πορτογαλικά), ονομάζονταν οι κάτοικοι της Ιβηρικής χερσονήσου που εκχριστιανίστηκαν κατά την ανακατάκτηση των περιοχών της Ισπανίας που βρίσκονταν υπό μουσουλμανική κατοχή, από τους Ρωμαιοκαθολικούς χριστιανούς. Οι μουσουλμάνοι που βρίσκονταν υπό χριστιανική διοίκηση χωρίς να εκχριστιανιστούν, ονομάζονταν Μουντεχάρ. Ο όρος "Μορίσκο" χρησιμοποιήθηκε στην Ιβηρική Χερσόνησο και για να περιγράψει τους Ρωμαιοκαθολικούς, που υπήρχαν υποψίες ότι στην πραγματικότητα πίστευαν στο Ισλάμ.

Οι Μορίσκο άρχισαν να υφίστανται από το 1501 και μετά. Εκείνο το έτος, οι αρχές της ισπανίας έδωσαν στους Μουντεχάρ της Γρανάδα ένα τελεσίγραφο: ή θα εκχριστιανίζονταν, ή θα εγκατέλειπαν τη χώρα. Οι περισσότεροι μεταστράφηκαν στον Ρωμαιοκαθολικισμό, αλλά μόνον επιφανειακά. Συχνά διατηρούσαν την ισλαμική ενδυμασία και ονόματά τους. Το 1567 ο Φίλιππος ο Β΄ διέταξε τους Μορίσκο να εγκαταλείψουν τις ισλαμικές ενδυμασίες και ονόματα και τους απαγόρευσε να μιλούν αραβικά. Επιπρόσθετα τα παιδιά τους θα μορφώνονταν από Ρωμαιοκαθολικούς ιερείς. Το αποτέλεσμα ήταν εξεγέρσεις που κράτησαν από το 1568 ως το 1571.

Κατάσκοποι ανέφεραν ότι ο Σουλτάνος Σελίμ ο Β΄ ετοιμαζόταν να περάσει στη Μάλτα και από εκεί στην Ισπανία, για να προκαλέσει εξέγερση των Μορίσκο. Παράλληλα 4.000 Τούρκοι και Βέρβεροι είχαν έρθει στην Ισπανία για να πολεμήσουν μαζί με τους Μορίσκο. Έτσι όταν οι επαναστάτες νικήθηκαν, 80.000 Μορίσκο εκδιώχθηκαν από τη Γρανάδα. Πολλοί από αυτούς πήγαν στην Καστίλλη.