Στην ιρλανδική μυθολογία, ο Μπρες ήταν βασιλιάς των Τουάθα ντε Ντανάν. Οι γονείς του ήταν η Ερίου και ο Έλαθαν των Φομόριαν. Μεγάλωσε τόσο γρήγορα που σε ηλικία 7 ετών έμοιαζε με δεκατετράχρονο αγόρι.

Στην Πρώτη Μάχη της Μόι Τούραχ (Magh Tuiredh), ο βασιλιάς Νουάντα των Τουάθα ντε Ντανάν έχασε το χέρι του κι έτσι δεν μπορούσε να είναι βασιλιάς. Με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να βελτιωθούν οι σχέσεις μεταξύ Τουάθα ντε Ντανάν και Φομόριαν, έγινε βασιλιάς ο Μπρες και παντρεύτηκε την Μπρίγκιντ.

Ο Μπρες υποχρέωσε τους Τουάθα ντε Ντανάν να είναι υποτελείς στους Φομόριαν και να δουλεύουν σαν σκλάβοι. Ο Όγκμα αναγκάστηκε να κουβαλάει καυσόξυλα και ο Ντάγκντα να σκάβει τάφρους γύρω από φρούρια. Παραμέλησε τα καθήκοντά του περί φιλοξενίας: οι Τουάθα ντε Ντανάν διαμαρτύρονταν ότι μετά από κάθε επίσκεψη τα μαχαίρια τους δεν είχαν ίχνος φαγητού και το στόμα τους δεν είχε γεύση μπύρας. Ο ποιητής Κάρμπρε έγραψε ένα καυστικό ποίημα εναντίον του, το οποίο αποτέλεσε το πρώτο δείγμα σάτιρας στην Ιρλανδία, κι από τότε τίποτα δεν πήγαινε καλά για τον Μπρες.

Αφού ο Μπρες κυβέρνησε για εφτά χρόνια, ο Νουάντα επέστρεψε στο θρόνο, αφού το χέρι του είχε αναπληρωθεί από ένα καινούριο, φτιαγμένο από τον Ντίαν Κεχτ κι έπειτα τον Κρέιγνε. Ο Μπρες εξορίστηκε και ζήτησε βοήθεια από τον πατέρα του, Έλαθαν, για να ανακτήσει το θρόνο του, εκείνος όμως αρνήθηκε να τον βοηθήσει να αποκτήσει με δόλια μέσα κάτι που είχε αποτύχει να το κρατήσει με σωστό τρόπο. Έτσι ο Μπρες στράφηκε στον Μπάλορ των Φομόριαν.

Οδήγησε τους Φομόριαν στη Δεύτερη Μάχη της Μόι Τούραχ (Magh Tuireadh), αλλά ηττήθηκε. Ο Λουγ τον βρήκε αβοήθητο στο πεδίο της μάχης κι ο Μπρες ικέτεψε να τον αφήσει να ζήσει. Ο Λουγ όντως του χάρισε τη ζωή, με αντάλλαγμα να μάθει στους Τουάθα ντε Ντανάν τη γεωργία.