Νήσος Καντών
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Συντεταγμένες: 02°50′S 171°40′W / 2.833°S 171.667°W
Η νήσος Καντών (Kanton Island) επίσης γνωστή και ως νήσος Αμπαριρίνγκα (Abariringa Island), αλλιώς και ως νήσος Μαίρη (Mary Island), νήσος Μαίρη Μπαλκούτ (Mary Balcout Island) ή νήσος Σουάλλοου (Swallow Island) είναι το μεγαλύτερο, πιο βόρειο, και από το 2005, το μόνο κατοικημένο νησί των Νήσων του Φοίνικα, της Δημοκρατίας του Κιριμπάτι. Είναι μια ατόλη που βρίσκεται στον νότιο Ειρηνικό ωκεανό περίπου στο μισό της απόστασης μεταξύ της Χαβάης και των Φίτζι, στις γεωγραφικές συντεταγμένες 2°50′Ν, 171°40′Δ. Το νησί έχει μήκος 33 χλμ. και το νοτιότερο σημείο του είναι το ακρωτήριο Πυραμίδα. Η ακατοίκητη Εντέρμπουρυ Νήσος βρίσκεται σε απόσταση 63 χλμ. Η πρωτεύουσα του Κιριμπάτι, Νότια Ταράουα είναι 1.765 χλμ. μακριά. Στην απογραφή του 2005, ο πληθυσμός ήταν 41 άτομα, αφού μειώθηκε από τα 61 άτομα της απογραφής του 2000. Το χωριό ονομάζεται Τεμπαρόνγκα.
Καντών Νήσος | |
Θέση | Ειρηνικός Ωκεανός, Νησιά Φοίνικα |
Συντεταγμένες | 2°50′Ν, 171°40′Δ |
Έκταση | 9,1 χμ² |
Χώρα | Κιριμπάτι |
Πληθυσμός | 41 (2005) |
Ανακάλυψη
ΕπεξεργασίαΗ νήσος Καντών ανακαλύφθηκε στις 5 Αυγούστου του 1824 από δύο Λονδρέζικα φαλαινοθηρικά πλοία: το Phoenix, με καπετάνιο τον Τζων Πάλμερ (John Reed) και το Mary, με καπετάνιο τον Έντουαρντ Ρηντ (Edward Reed). Η ατόλη ονομάστηκε Mary Ballcotts (ή Boulcott's) Νήσος από το όνομα της γυναίκας του ιδιοκτήτη των πλοίων.
Η Καντών πήρε το σημερινό της όνομα από το φαλαινοθηρικό Καντών (Canton) από το Νέο Μπέντφορντ, που προσάραξε εκεί στις 4 Μαρτίου του 1854, υπό την διοίκηση του καπετάνιου Άντριου Γουίνγκ (Andrew Wing). Οι ναύτες κατάφεραν να διαφύγουν με φαλαινοθηρικές βάρκες και, 45 μέρες αργότερα, έφτασαν στη νήσο Τίνιαν των Μαριάνων, χωρίς να έχουν χάσει ούτε έναν άνδρα.
Ιστορία
ΕπεξεργασίαΟι Βρετανοί διεκδίκησαν το νησί κατά την δεκαετία του 1850. Η επίσημη βρετανική διεκδίκηση άρχισε στις 6 Αυγούστου του 1936 και Βρετανοί επισκέφτηκαν αρκετές φορές το νησί με αποκορύφωμα την τοποθέτηση δύο ραδιοφωνικών πιλότων στο νησί στις 31 Αυγούστου του 1937.
Στις 8 Ιουλίου του 1937 η Καντώνα υπήρξε το θέατρο μιας ολικής έκλειψης ηλίου και το νησί κατοικήθηκε για λίγο καιρό από Αμερικανούς και Νεοζηλανδούς επιστήμονες, μέλη μιας αποστολής που οργανώθηκε από την Εθνική Γεωγραφική Κοινότητα με αρχηγό τον αστρονόμο Σάμιουελ Άλφρεντ Μίτσελ (Samuel Alfred Mitchell).
Παρά την βρετανική διεκδίκηση, επτά Αμερικανοί αποβιβάστηκαν στο νησί στις 7 Μαρτίου του 1938. Και τα δύο κράτη συνέχιζαν να καταλαμβάνουν το νησί μέχρι τον Απρίλιο του 1939, όταν οι ΗΠΑ και η Βρετανία συμφώνησαν να κατέχουν το νησί από κοινού για τα επόμενα 50 χρόνια ως η Συγκυριαρχία των Νήσων Καντών και Εντέρμπουρυ (Canton and Enderbury Islands condominium).
Οι Παναμερικανικές Παγκόσμιες Αερογραμμές έφτασαν στο νησί στις 18 Μαΐου του 1939 για να χτίσουν εγκαταστάσεις για την σχεδιαζόμενη ανταπόκριση τους στη Νέα Ζηλανδία. Η υπηρεσία άρχισε στις 12 Ιουλίου του 1940 με το Μπόινγκ 314 Κλίππερ. Στις 4 Δεκεμβρίου του 1941 το Κλίππερ του Ειρηνικού (Pacific Clipper) αναχώρησε από την Καντώνα για τη Νέα Καληδονία στην τελευταία πολιτική πτήση πριν τον πόλεμο.
Κατά την διάρκεια του Β΄ παγκόσμιου πολέμου το Πολεμικό Ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών κατασκεύασε έναν αεροδιάδρομο μήκους 1.800 μ. και η Καντών έγινε ενδιάμεσος σταθμός για τις πτήσεις της Μεταφορικής Υπηρεσίας Αεροπορίας Πολεμικού Ναυτικού προς την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία καθώς και σημείο ανασυγκρότησης στρατού για τις επιθέσεις στα Νησιά Γκίλμπερτ, που κατείχε η Ιαπωνία.
Μετά τον πόλεμο, τον Νοέμβριο του 1946, η αεροπορική εταιρεία ΠανΑμ συνέχισε τις ανταποκρίσεις προς Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία μέσω Καντώνας με τα αεροσκάφη Douglas DC-4. Η αυστραλέζικη εταιρεία Quantas ακολούθησε λίγο αργότερα. Αυτή η υπηρεσία συνεχίστηκε μέχρι το 1958, όταν τα DC-4 αντικαταστάθηκαν με τα Douglas DC-7C.
Το 1960 κατασκευάστηκε ένας ανιχνευτικός σταθμός για το διαστημικό πρόγραμμα Μέρκιουρυ που χρησιμοποιήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1965. Η εγκατάλειψη του νησιού από την NASA έκανε το νησί μια πόλη-φάντασμα, αφήνοντας μόνον έναν φροντιστή ώστε το αεροδρόμιο να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης. Το 1968 σήμανε το οριστικό τέλος της Αμερικανικής παρουσίας, το αεροδρόμιο εγκαταλείφθηκε και ο φροντιστής μεταφέρθηκε. Οι Βρετανοί έκλεισαν το ταχυδρομείο τους, τερματίζοντας την εκεί παρουσία τους επίσης.
Το ταχυδρομείο ξανάνοιξε από την κυβέρνηση του Κιριμπάτι, μετά την ανεξαρτησία και αναγνώριση της κυριαρχίας του Κιριμπάτι, με την επανεγκατάσταση λίγων ατόμων από τις πιο πυκνοκατοικημένες αττόλες των Νήσων Γκίλμπερτ.