Νεώριο

αρχαίος Ελληνικός όρος για ναυπηγεία

Το Νεώριο (αρχαία ελληνική νεώριον), που παράγεται από το νεωρός[1], σημαίνει πολεμικός λιμένας, ναύσταθμος. Ο όρος αυτός διαστέλλεται από το Νεωλκείο που είναι το ναυπηγείο και από τον αρχαίο Νεώσοικο, που ήταν στεγασμένος χώρος ανέλκυσης, συντήρησης και φύλαξης των ανελκυσθέντων αρχαίων πλοίων. Εντός των Νεωρίων ως επι το πλείστον υπήρχαν και νεώλκεια και νεόσοικοι και ίσως εξ αυτού να δημιουργείται κάποια σύγχυση.

Φημισμένα νεώρια στην αρχαιότητα ήταν της Σάμου, της Κορίνθου της Κέρκυρας, των Συρακουσών και βεβαίως τα περίφημα της αρχαίας Αθήνας των οποίων η ακμή συμπίπτει με την εποχή του Περικλή στη μεγάλη ακμή του Αθηναϊκού στόλου. Υπήρχε τότε, στον αρχαίο Πειραιά, το μέγιστο νεώριο της Ζέας (Πασαλιμάνι), το μικρότερο της Μουνιχίας (Τουρκολίμανο, Μικρολίμανο) και του Κανθάρου (ο ορμίσκος έναντι του σταθμου μετρό Πειραιώς) στους οποίους υπήρχαν νεώσοικοι για την φύλαξη 500 πλοίων.

Σήμερα το Νεώριο είναι το όνομα των ναυπηγείων που λειτουργούν στη Σύρο (Νεώριο Σύρου).

Υποσημειώσεις Επεξεργασία

  1. Η λέξη Νεωρός σημαίνει τον υπεύθυνο του νεωρίου και προέρχεται από τις λέξεις ναυς (γενική νεώς) + ὤρα (=φροντίδα).

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία