Ο Νταγκ Μάξτεντ (πλήρες ονοματεπώνυμο Douglas Francis Maxted, Γουεστ Χαμ, Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο, 1914Αδελαΐδα, Αυστραλία, 1999) ήταν Βρετανός καλλιτέχνης εικονογραφημένων εκδόσεων και δημιουργός κόμικς.

Νταγκ Μάξτεντ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Douglas Francis Maxted (Αγγλικά)
Γέννηση1914[1]
Λονδίνο
Θάνατος1999[1]
Αυστραλία
Χώρα πολιτογράφησηςΗνωμένο Βασίλειο
Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΑγγλικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταpenciller

Βιογραφικά στοιχεία Επεξεργασία

Οι γονείς του (William E. Maxted και Frances, το γένος Webb) μετανάστευσαν στην Αυστραλία όταν εκείνος βρισκόταν στην ηλικία των 11 ετών[2]. Εκεί ολοκλήρωσε εγκύκλιες σπουδές στο Norwood School και αποφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών της βόρειας Αυστραλίας, στην οποία και διδάχθηκε σχέδιο από τους Ivor Hele και Millward Gray. Εκεί γνωρίστηκε με τους μετέπειτα καλλιτέχνες των κόμικς Phillip Wearne και Max Judd. Κατόπιν υπηρέτησε στον Β’ Π.Π. και ακολούθως έπιασε δουλειά σε μία βιομηχανία ψυγείων ως μηχανικός, αλλά τότε τον πλησίασε ο Wearne και του πρότεινε να δουλέψει ως εικονογράφος για τον εκδότη H.E. Hoffman, για λογαριασμό του οποίου δημιούργησε το 1944 τις πρώτες του εικονογραφημένες σειρές «Dick Weston», «Star Report» και «Big Rick Roland»με πρωταγωνιστές τους αντίστοιχους χαρακτήρες. Προηγούμενα, είχε συνεισφέρει στις σειρές «Uncle Si», «The Family Next Door», «Pirate Pete» και «Rollo of the Big Top» του ίδιου ιδιοκτήτη. Το 1947 έφτιαξε τη δική του εταιρεία («Ben Barbary Bushranger Comics»[3]) όπου δημοσίευσε τις σειρές «Vesta the Vesuvian», «Captain Carver», «Little Bosco» και «Peter Dragon of Scotland Yard», έως το 1949. Τη δεκαετία του ’50 απασχολήθηκε και στο χώρο της διαφήμισης, ενώ ανέλαβε καλλιτεχνικός διευθυντής του εκδοτικού οίκου «Rigby» (1958). To 1962 γύρισε στη Μεγάλη Βρετανία[4] και εργάσθηκε για την εταιρεία «IPC»[5] σχεδιάζοντας κυρίως αθλητικού περιεχομένου ιστορίες, όπως τις «Legge’s Eleven», «Yellowknife of the Yard», «Come On, Coggin!», «The Sludgemouth Sloggers», «Drifter Long», «Uncle Ironsides», «His Sporting Lordship», «Typhoon Tracey», «The Hard Man», «Charlie Peace», «Nutty Slack» για τα περιοδικά «Valiant», «Buster»[6], «Smash!», «Tiger» «Hurricane» και «Roy of the Rovers». Το 1983 επέστρεψε οικογενειακώς στην Αυστραλία, όπου ζωγράφιζε από χόμπι στη σύνταξή του.

Απεβίωσε το 1999 σε ηλικία 85 ετών.

Παραπομπές Επεξεργασία