Ένα νυχτερινό μαχητικό (επίσης γνωστό σαν μαχητικό παντός καιρού ή αναχαιτιστικό παντός καιρού για ένα διάστημα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο[1]) είναι ένα μαχητικό αεροσκάφος προσαρμοσμένο για χρήση κατά την διάρκεια της νύχτας ή σε συνθήκες χαμηλής ορατότητας. Νυχτερινά μαχητικά χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ρύγχος νυχτερινού μαχητικού Messerschmitt Bf 110G-4, διακρίνονται οι κεραίες του ραντάρ Liectenstein

Κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τα νυχτερινά μαχητικά ήταν είτε αεροσκάφη σχεδιασμένα επί τούτου είτε μετασκευασμένα ημερήσια μαχητικά. Συχνά διέθεταν ραντάρ και άλλα συστήματα εντοπισμού σε συνθήκες χαμηλής ορατότητας. Πολλά διέθεταν και όργανα που διευκόλυναν την προσγείωση την νύχτα, διότι το άναμμα των προβολέων των αεροδιαδρόμων μπορούσε να εύκολα να τα καταστήσει στόχους για τα επιθετικά αεροσκάφη του αντιπάλου.

Γερμανικό Σύστημα ενόργανης προσγείωσης (Instrument landing system, ILS ) του 1943

Η μείωση του μεγέθους των ηλεκτρονικών συστημάτων επέτρεψε σταδιακά την εγκατάσταση πολλών οργάνων. Η προσθήκη ικανότερων συστημάτων προσγείωσης και ναυτιλίας καθώς και ραντάρ οδήγησε στην υιοθέτηση του όρου μαχητικό παντός καιρού ή επιθετικό αεροσκάφος παντός καιρού, ανάλογα με τις δυνατότητες, ενώ ο όρος νυχτερινό μαχητικό έπαψε να χρησιμοποιείται.

Απαρχές Επεξεργασία

Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος το 1914, οι εμπόλεμοι είχαν πολύ περιορισμένες δυνατότητες αεροναυτηλίας την νύχτα και σχεδόν ανύπαρκτες επιχειρησιακές ανάγκες που να δικαιολογούν την ανάπτυξη τέτοιων δυνατοτήτων. Οι μόνοι στόχοι που θα μπορούσαν να πληγούν με αμυδρές πιθανότητες επιτυχίας ήταν τα μεγάλα αστικά κέντρα, πράγμα αδιανόητο για την εποχή. Επίσης επικρατούσε γενικά η εντύπωση ότι ο πόλεμος θα ήταν σύντομος και ως εκ τούτου ότι δεν προέκυπτε η ανάγκη οργάνωσης στρατηγικών αεροπορικών επιθέσεων.[2]

Οι αντιλήψεις αυτές ανατράπηκαν σχετικά σύντομα, όταν στις 22 Σεπτεμβρίου και στις 8 Οκτωβρίου 1914 αεροσκάφη της Royal Naval Air Service βομβάρδισαν την γραμμή παραγωγής και τα υπόστεγα των αερόπλοιων Ζεπέλιν στην Κολωνία και το Ντίσελντορφ.[3] Αν και υπήρχε οργανωμένη αεράμυνα, αποδείχθηκε εντελώς ανεπαρκής. Ήδη από το 1915, [N 1] οι Βρετανοί είχαν μετασκευάσει μαχητικά B.E.2c, στα πρώτα νυχτερινά καταδιωκτικά. Στόχος τους ήταν να αναχαιτίσουν τα Ζεπέλιν. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν χωρίς ιδαίτερο αποτέλεσμα. Στην συνέχεια εγκαταστάθηκε ένα πολυβόλο Lewis στο πίσω μέρος τους που έβαλε προς τα πάνω. Τα B.E.2c επιτίθονταν στα αερόπλοια από το κάτω μέρος τους. Η τεχνική αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένη.[5]

Την νύχτα της 2-3 Σεπτεμβρίου 1916, έπειτα από τουλάχιστον ένα χρόνο γερμανικών αεροπορικών επιδρομών με αερόπλοια στις βρετανικές νήσους, ένα B.E.2c με πιλότο τον William Leefe Robinson κατέρριψε το SL 11, το πρώτο αερόπλοιο που καταρρίφθηκε πάνω από την Βρετανία.[6] Ο πιλότος τιμήθηκε με τον Σταυρό της Βικτωρίας για την πράξη του. Δεν επρόκειτο για μεμονωμένη επιτυχία: πέντε ακόμα καταρρίφθηκαν στο διάστημα Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 1916, με αποτέλεσμα οι στρατηγικοί βομβαρδισμοί με αερόπλοια να ελαττωθούν την επομένη χρονιά.[N 2][8]

Εξ' αιτίας των απωλειών και των περιορισμών των αερόπλοιων, οι Γερμανοί στράφηκαν στην χρήση βαρέων βομβαρδιστικών μεγάλης εμβέλειας, όπως το Gotha G.IV. Ο βομβαρδισμός του Λονδίνου, που αρχικά γίνονταν ημέρα, ήταν επιτυχημένος κυρίως επειδή η αεράμυνα ήταν ανίσχυρη. Η ενδυνάμωση της βρετανικής αεράμυνας ανάγκασε τους Γερμανούς να διεξάγουν νυχτερινούς βομβαρδισμούς από τις 3 Σεπτεμβρίου 1917 και μετά.[7] Προκειμένου να αντιμετωπίσουν την καινούρια απειλή, οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν μετασκευασμένα Sopwith Camel σαν νυχτερινά μαχητικά. Αυτά διέθεταν πολυβόλα Lewis αντί για τα Vickers διότι οι λάμψεις των τελευταίων όταν έβαλαν αποπροσανατόλιζαν τον πιλότο. Επίσης το πιλοτήριο μετακινήθηκε προς τα πίσω. Τα μετασκευασμένα Sopwith πήραν το παρατσούκλι "Sopwith Comic".[9] Για να καλυφθούν οι ανάγκες της νυχτερινής αεράμυνας στο βόρειο μέρος των βρετανικών νησιών μετασκευάστηκαν εκπαιδευτικά Avro 504K.[10]

Μεσοπόλεμος Επεξεργασία

Κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου τα κονδύλια που διατίθονταν για την έρευνα και ανάπτυξη στον χώρο της νυχτερινής αεράμυνας ήταν περιορισμένα, ειδικά μετά την μεγάλη οικονομική ύφεση. Η κατάσταση δεν είχε αλλάξει ιδιαίτερα σε σχέση με τον Μεγάλο Πόλεμο μέχρι και τις απαρχές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Εν τω μεταξύ οι επιδόσεις των αεροσκαφών γνώρισαν αλματώδη πρόοδο: σε σχέση με τα αντίστοιχα βομβαρδιστικά του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι νέοι τύποι μπορούσαν να μεταφέρουν πολύ μεγαλύτερο φορτίο βομβών, είχαν υπερδιπλάσια ακτίνα δράσης, ύψος πτήσης και ταχύτητα. Ήταν τόσο γρήγορα που ο χρόνος αντίδρασης των αμυνομένων μαχητικών ήταν ουσιαστικά ελάχιστος. Τα υπάρχοντα αντιαεροπορικά πυροβόλα δεν μπορούσαν να τα πλήξουν γιατί πετούσαν πολύ ψηλά. Απαιτούνταν νέα βαρύτερα πυροβόλα μεγαλύτερου διαμετρήματος, τα οποία δεν ήταν δυνατόν να παραχθούν σε επαρκείς αριθμούς. Η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη την νύχτα ή σε συνθήκες μειωμένης ορατότητας. Η κρατούσα αντίληψη εκείνη την περίοδο ήταν ότι τα "βομβαρδιστικά πάντα θα περάσουν" και η RAF έδωσε έμφαση στην ανάπτυξη ενός στόλου νυχτερινών βομβαρδιστικών, με το Central Flying School να αναλαμβάνει την κρίσιμη εκπαίδευση στην πτήση μόνο με όργανα.[11]

Η αεροπορία των Δημοκρατικών αξιοποίησε ως νυχτερινά καταδιωκτικά μερικά Polikarpov I-15 στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Ο πιλότος José Falcó εφοδίασε το μαχητικό του με ασύρματο, ώστε να καθοδηγείται από το έδαφος κατά την διάρκεια των αναχαιτίσεων.

Εμφανίστηκαν και κάποιες τεχνολογίες που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις πιθανότητες ανίχνευσης στο σκοτάδι. Όλες οι μεγάλες δυνάμεις ανέπτυξαν ανιχνευτές υπερύθρων αν και η χρήση τους τότε δεν ήταν πρακτική. Λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου ξεκίνησε η χρήση του ραντάρ. Αρχικά τα συστήματα ήταν αναξιόπιστα και η ανάπτυξη ανιχνευτών υπερύθρων συνεχίστηκε παράλληλα. Συνειδητοποιώντας ότι το ραντάρ θα ήταν μια πολύ πιο πρακτική λύση σε σχέση με τις υπέρυθρες, ο Robert Watson-Watt ανέθεσε στον Edward George Bowen στα μέσα της δεκαετίας του 1930 την δημιουργία ενός ραντάρ κατάλληλου για χρήση στα αεροσκάφη. Τον Σεπτέμβριο του 1937 ήταν έτοιμο το πρώτο πρωτότυπο που ανίχνευσε τρία μεγάλα πλοία επιφανείας τον Βασιλικού Ναυτικού στην Βόρεια θάλασσα με κακό καιρό.[12]

Σαν αποτέλεσμα της προαναφερθείσας επίδειξης, δόθηκε έμφαση στην ανάπτυξη ραντάρ. Τα πρώτα ραντάρ εναέριας αναχαίτισης (Airborne Interception - AI) ήταν ογκώδη και μπορούσαν να τοποθετηθούν μόνο σε μεγάλα αεροσκάφη. Επίσης ήταν περίπλοκα στην χρήση και απαιτούσαν εξειδικευμένους χειριστές. Κατά συνέπεια οι πρώτοι τύποι που τα αξιοποίησαν ήταν ελαφρά βομβαρδιστικά. Τον Μάιο του 1939 έλαβε χώρα η πρώτη δοκιμαστική πτήση ενός ραντάρ AI, σε μετασκευασμένο βομβαρδιστικό Fairey Battle.[13]

Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος Επεξεργασία

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος την 1η Σεπτεμβρίου 1939, η RAF είχε ήδη προχωρήσει πολύ με τα σχέδια της για την συγκρότηση ενός στόλου μαχητικών νυχτερινής δίωξης. Το ραντάρ AI Mk. II βρίσκονταν στην φάση των δοκιμών για να καταστεί επιχειρησιακό. Επίσης αυξάνονταν η παραγωγή του Bristol Blenheim, πλατφόρμας κατάλληλης για την εγκατάσταση του. Η πρώτη μονάδα ήταν επιχειρησιακή ήδη από τον Νοέμβριο του 1940, πολύ πριν να ξεκινήσει η εμπλοκή των Βρετανών σε μεγάλες επιχειρήσεις. Ακολούθησαν βελτιωμένες εκδόσεις και όταν οι Γερμανοί στράφηκαν στους νυχτερινούς βομβαρδισμούς (έμειναν γνωστοί ως Blitz) ήταν διαθέσιμα ραντάρ με εμβέλεια από 400 ως 20000 πόδια. Η ύπαρξη τέτοιων συστημάτων μείωσε σημαντικά τον φόρτο εργασίας των επίγειων σταθμών ελέγχου της αεράμυνας, που έπρεπε απλώς να κατευθύνουν το νυχτερινό μαχητικό σε απόσταση τεσσάρων μιλίων από τον στόχο του -έπειτα κινούνταν αυτόνομα προς αυτόν χάρη στο ραντάρ AI. Τα σχετικά περιορισμένων δυνατοτήτων Blenheim καθώς και τα μετασκευασμένα βομβαρδιστικά Douglas Havoc που έφεραν προβολείς για την κατάδειξη του στόχου αντικαταστάθηκαν σταδιακά από ικανότερους τύπους, όπως το Bristol Beaufighter και το εξαιρετικό de Havilland Mosquito. Το τελευταίο αργότερα χρησιμοποιήθηκε σε αποστολές συνοδείας των νυχτερινών στρατηγικών βομβαρδιστικών της RAF πάνω από το Γ' Ράιχ. Τα αεροσκάφη που αξιοποιήθηκαν σε αυτό τον ρόλο διέθεταν διάφορες συσκευές εντοπισμού των γερμανικών νυχτερινών μαχητικών.[14] Οι Βρετανοί πειραματίστηκαν με την χρήση των AI Mk 6, σε μονοκινητήρια μαχητικά, με τον πιλότο να εκτελεί και χρέη χειριστή ραντάρ. Το Hurricane II C(NF) ήταν το πρώτα μονοκινητήριο, ανεπιτυχές, νυχτερινό μαχητικό με ραντάρ.

Οι Γερμανοί υστερούσαν σημαντικά σε σχέση με τους Βρετανούς σε αυτό τον τομέα. Σε αντίθεση με τους τελευταίους, που εξ αιτίας της γεωγραφίας ήταν αναγκασμένοι να αναπτύξουν μεθόδους προειδοποίησης με χρόνο απόκρισης λίγων λεπτών, προστατεύονταν από μεγάλες εκτάσεις γης και είχαν πολύ μεγαλύτερα χρονικά περιθώρια αντίδρασης. Αντί να αναπτύξουν αντίστοιχα ραντάρ AI, βασίστηκαν σε επίγεια συστήματα που θα κατεύθυναν τα μαχητικά. Ο εναέριος χώρος ήταν διαχωρισμένος σε νοητά "κελιά" με κάθε επίγειο σταθμό ραντάρ να είναι υπεύθυνος για ένα τέτοιο "κελί". Ο σταθμός ραντάρ κατεύθυνε τους αντιαεροπορικούς προβολείς προκειμένου αυτοί να "φωτίσουν" τα εχθρικά βομβαρδιστικά και να κατευθύνουν τα μαχητικά, που δεν διέθεταν δικά τους ραντάρ. Αργότερα προστέθηκαν μικρότερα ραντάρ προς υποστήριξη των προβολέων που επέτρεπαν στους χειριστές να κατευθύνουν τα μαχητικά προς τους στόχους τους. Το γερμανικό δίκτυο αεράμυνας στην δύση, που έμεινε γνωστό σαν γραμμή Kammhuber, από το όνομα του διοικητή των δυνάμεων νυχτερινής δίωξης του Ράιχ, ήταν έτοιμο από τον Ιούλιο του 1940 και αποδείχτηκε επαρκές στην αντιμετώπιση των νυχτερινών επιθέσεων μικρής κλίμακας που διεξήγαγε η RAF εκείνη την περίοδο.[15]

Η RAF άλλαξε τακτική και αντί να στέλνει μικρές ομάδες αεροσκαφών, συγκέντρωνε την δύναμη της σε μεγάλους σχηματισμούς. Πλέον το γερμανικό σύστημα αεράμυνας, που σε κάθε "κελί" διέθετε ένα με δύο προβολείς και σταθμούς ραντάρ δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει. Κάθε κελί μπορούσε να διαχειριστεί μέχρι και έξι αναχαιτίσεις ανά ώρα, οπότε η αντιμετώπιση των κυμάτων βομβαρδιστικών που απέστελνε η RAF ήταν ουσιαστικά αδύνατη. Όταν οι Βρετανοί βομβάρδισαν την Κολωνία την νύχτα 30/31 Μαΐου 1942 συγκέντρωσαν δύναμη 1000 βομβαρδιστικών και απώλεσαν μόνο τέσσερα από την δράση των νυχτερινών καταδιωκτικών της Luftwaffe.[16]

Η Luftwaffe καθυστέρησε πολύ να εντάξει σε υπηρεσία το δικό της ραντάρ AI. Μόλις το 1942 άρχισε η εγκατάσταση ενός αντίστοιχου συστήματος, του Lichtenstein, σε νυχτερινά μαχητικά, αρχικά σε πολύ μικρό αριθμό αεροσκαφών. Το ραντάρ έπεσε στα χέρια των Βρετανών όταν το πλήρωμα ενός Ju 88R-1 αυτομόλησε προσγειώνοντας το αεροσκάφος του στην Σκοτία. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την μεγάλη καθυστέρηση στην εισαγωγή του Liectenstein σε υπηρεσία επέτρεψε στους Βρετανούς επιστήμονες να αναπτύξουν κατάλληλα αντίμετρα. Στο δεύτερο μισό της σύρραξης Γερμανοί και Βρετανοί ενεπλάκησαν σε τεχνολογικό ανταγωνισμό στον χώρο των ραντάρ με τους πρώτους να εντάσσουν νέα συστήματα και τους δεύτερους να αναπτύσσουν αντίμετρα. Τα αρχικό ραντάρ Liechtenstein αντικαταστάθηκε από το παρόμοιο Lichtenstein C-1. Όταν το προαναφερθέν πλήρωμα αυτομόλησε, οι Βρετανοί μπόρεσαν να δημιουργήσουν γρήγορα τα απαραίτητα αντίμετρα. Οι Γερμανοί αργότερα ενέταξαν σε υπηρεσία το Lichtenstein SN-2. Παρέμεινε σε γενικές γραμμές απρόσβλητο στα αντίμετρα μέχρι τον Ιούλιο του 1944, όταν ένα Ju 88G-1, που ήταν εξοπλισμένο με το SN-2, προσγειώθηκε από λάθος σε βρετανικό αεροδρόμιο.[17]

Οι Γερμανοί πειραματίστηκαν και με την χρήση μονοκινητήριων τύπων στον ρόλο της νυχτερινής αναχαίτισης. Επρόκειτο για ημερήσια μαχητικά, συνήθως Focke-Wulf Fw 190, που ήταν εξοπλισμένα μόνο με direction finders και φώτα προσγείωσης για να μπορούν να επιστρέψουν στην βάση τους στο σκοτάδι. Αυτά καθοδηγούνταν στους στόχους τους από άλλα αεροσκάφη που έριχναν φωτοβολίδες για να καταδείξουν τα εχθρικά βομβαρδιστικά. Πολλές φορές το φως από τις φλεγόμενες από τους βομβαρδισμούς πόλεις ήταν επαρκές για να εντοπίζουν τους στόχους τους.[18] Μια άλλη τεχνική εντοπισμού ήταν μέσω της χρήσης ανιχνευτών των εκπομπών των ραντάρ που είχαν τα βρετανικά βομβαρδιστικά. Αρκετά Messerschmitt Bf 109G διέθεταν συσκευές FuG 350 Naxos Z που εντόπιζαν τις εκπομπές των ραντάρ H2S των βομβαρδιστικών της RAF. Bf 109G και Fw 190 A-6/R1 των μονάδων νυχτερινής δίωξης NJGr 10 και NJGr 11 εξοπλίστηκαν με το ραντάρ

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Σημειώσεις Επεξεργασία

  1. "October 13th 1915... [Second Lieutenant John Slessor] lifted his BE2c into the blackness to search for the intruder."[4]
  2. By 1918, only four Zeppelin raids against London were mounted.[7]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Winchester 2006, p. 184.
  2. Cooper, Ralph, Jean-Claude Cailliez and Gian Picco. "Alfred Comte 1895-1965." earlyaviators.com, 19 November 2005. Retrieved: 15 April 2011.
  3. Madison, Rodney. "Air Warfare, Strategic Bombing". The Encyclopedia of World War I: A Political, Social and Military History, Volume 1, Spencer C. Tucker, ed. (Santa Barbara: ABC-CLIO, 2005), pp. 45–46.
  4. Evans 1996, pp. 3–4.
  5. Gunston 1976, p. 27.
  6. Knell 2003, pp. 109–111.
  7. 7,0 7,1 Gray and Thetford 1962, p. 130.
  8. Unikoski, Ari. "The War in the Air: Bombers: Germany, Zeppelins." firstworldwar.com, 22 August 2009. Retrieved: 13 April 2011.
  9. Bruce 1968, p. 151.
  10. Bruce 1965, pp. 35–36.
  11. Robinson 1988, p. 24.
  12. Robinson 1988, p. 34.
  13. Robinson 1988, p. 28.
  14. Rawnsley and Wright 1998, p. 151.
  15. Robinson 1988, p. 68.
  16. Jones 1978, pp. Preface, p. 500.
  17. Price 2006, p. 67.
  18. Scutts and Weal 1998, pp. 46–47.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία


 
 
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Night fighter της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).