Οι θεοί διψούν

μυθιστόρημα του Ανατόλ Φρανς

Οι θεοί διψούν (γαλλικός τίτλος: Les dieux ont soif) είναι μυθιστόρημα του Ανατόλ Φρανς που εκδόθηκε το 1912. Ιστορικό μυθιστόρημα, διαδραματίζεται στο Παρίσι το 1793-1794 και είναι στενά συνδεδεμένο με τα γεγονότα της Τρομοκρατίας κατά τη Γαλλική επανάσταση.[1]

Οι θεοί διψούν
Εξώφυλλο έκδοσης του 2003
ΣυγγραφέαςΑνατόλ Φρανς
ΤίτλοςLes Dieux ont soif
ΓλώσσαΓαλλικά
Μορφήμυθιστόρημα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο τίτλος προέρχεται από το τελευταίο δημοσίευμα του Καμίγ Ντεμουλέν πριν εκτελεστεί, στην εφημερίδα Ο Παλιός Κορδελιέρος, στο οποίο επέκρινε τους Ιακωβίνους.[2]

Το 1950, το μυθιστόρημα συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των 12 βραβευμένων ως καλύτερων μυθιστορημάτων του πρώτου μισού 20ού αιώνα της γαλλικής λογοτεχνίας.[3]

Υπόθεση Επεξεργασία

Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία της ανόδου του Εβαρίστ Γκαμελέν, ενός νεαρού Παριζιάνου ζωγράφου, ένθερμου υποστηρικτή των επαναστατικών ιδανικών, που συμμετέχει στην τοπική αυτοδιοίκηση της συνοικίας του Πον-νεφ. Περιγράφει τα σκοτεινά χρόνια της Τρομοκρατίας στο Παρίσι κατά τη Γαλλική επανάσταση μεταξύ των ετών II και III (1793-1794). Παθιασμένος Ιακωβίνος, τρέφει απεριόριστο θαυμασμό για τον Μαρά και τον Ροβεσπιέρο, ο Εβαρίστ Γκαμελίν γίνεται ένορκος στο Επαναστατικό Δικαστήριο.[4]

Η μακρά και αδυσώπητη διαδοχή ολοένα και περισσότερων και συνοπτικότερων καθημερινών δικών (ιδιαίτερα μετά τον νόμο της 22ας Πραιριάλ) παρασύρει αυτόν τον ιδεαλιστή σε μια τρέλα που τον απέκοψε από τους συγγενείς και αγαπημένους του και επιτάχυνε την πτώση του, ακολουθώντας στη γκιλοτίνα το ίνδαλμά του Ροβεσπιέρο κατά την πτώση του τον Ιούλιο 1794. Ο έρωτάς του νεαρού ζωγράφου με την Ελοντί, την κόρη του χρωματοπώλη του, παρουσιάζει την τρομερή αντίθεση ανάμεσα στην ολοένα αυξανόμενη σκληρότητά του και στον άνθρωπο που δείχνει αρκετά συνηθισμένος στην καθημερινότητά του. [2]

Το καθεστώς της Τρομοκρατίας εμφανίζεται όλο και πιο βίαιο, αιμοδιψές και αυθαίρετο και ο νεαρός ζωγράφος δεν είναι παρά ένα όργανο της κρατικής βίας, που επιδεικνύει τύφλωση και ολοκληρωτική υποταγή συμμετέχοντας στη συστηματική βία.

Δικαιολογώντας την ξέφρενη χρήση της γκιλοτίνας ως αγώνα κατά των συνωμοτών που αποσκοπούν στην ακύρωση των επιτευγμάτων της Επανάστασης εν μέσω της επαναστατικής αναταραχής που κυριαρχούσε το Παρίσι και αρχικά διψώντας για δικαιοσύνη, ο Γκαμελέν κατέληξε να προδώσει τις αρχές του από μίσος για όσους δεν σκέφτονται όπως αυτός. Στέλνει στη λαιμητόμο ακόμη και έναν ηλικιωμένο φίλο του, επειδή είχε φιλοξενήσει έναν ιερέα που αρνήθηκε να ορκιστεί στην Επανάσταση και μια πόρνη, από αίσθημα οίκτου και συμπόνιας απέναντί ​​τους. Ακόμη, χρησιμοποιεί τη δύναμή του για να ικανοποιήσει την προσωπική του εκδίκηση ψηφίζοντας υπέρ του θανάτου ενός νεαρού αριστοκράτη, τον οποίο υποψιάζεται ως αντίζηλό του.[5]

Πεθαίνει στη γκιλοτίνα, μέσα στις προσβολές του κόσμου και μετανιωμένος που ήταν πολύ αδύναμος, το ίδιο όργανο δικαιοσύνης που μέχρι τότε τον εξυπηρετούσε για να ικανοποιήσει τη δική του δίψα για αίμα και τρόμο.[6]

Ελληνικές μεταφράσεις Επεξεργασία

Οι θεοί διψούν

  • μετάφραση: Μπάμπης Άννινος, εκδόσεις Άγκυρα, 1916
  • μετάφραση: Τάκης Μπαρλάς, εκδόσεις Γκοβόστης, 1955
  • μετάφραση: Μαντώ Αναστασιάδη, εκδόσεις Πυξίδα, 1955
  • μετάφραση: Κώστας Καμαρινός, εκδόσεις Ματαράγκας
  • μετάφραση: Πηνελόπη Μαξίμου, εκδόσεις Αίολος, 1980
  • μετάφραση: Λουκάς Καλφάκης, εκδόσεις De Agostini Hellas, 2000
  • μετάφραση: Γιολάντα Πέγκλη, εκδόσεις Αγγελάκη, 2018

Παραπομπές Επεξεργασία