Οι ξύλινοι σταυροί (γαλλικός τίτλος: Les Croix de bois) είναι μυθιστόρημα του Ρολάν Ντορζελές που εκδόθηκε το 1919. Είναι εμπνευσμένο από την εμπειρία του συγγραφέα του στο μέτωπο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. [1]

Οι ξύλινοι σταυροί
Το εξώφυλλο έκδοσης του 1975
ΣυγγραφέαςΡολάν Ντορζελές
ΤίτλοςLes Croix de bois
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1919
Μορφήμυθιστόρημα
Βραβείαβραβείο Femina
Πρώτη έκδοσηÉditions Albin Michel

Έκδοση Επεξεργασία

Το βιβλίο ήταν υποψήφιο για το βραβείο Γκονκούρ του 1919, τελικά το βραβείο απονεμήθηκε στο μυθιστόρημα του Μαρσέλ Προυστ Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών, δεύτερο τόμο του έργου Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, το οποίο κέρδισε το βραβείο με έξι ψήφους έναντι τεσσάρων. Ο εκδότης εξέδωσε το έργο με τον υπότιτλο «Βραβείο Γκονκούρ - 4 ψήφοι στους 10» και καταδικάστηκε γι' αυτήν την ενέργεια ενώπιον του δικαστηρίου σε αποζημίωση 2.000 φράγκων. Ωστόσο, το αντιπολεμικό μυθιστόρημα είχε μεγάλη επιτυχία και τον ίδιο χρόνο κέρδισε το βραβείο Femina.

Περιγραφή Επεξεργασία

Το μυθιστόρημα αναφέρεται στην καθημερινή ζωή των στρατιωτών του γαλλικού στρατού, την οποία έζησε ο συγγραφέας Ρολάν Ντορζελές, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Μέσα στη ζέση και τον ενθουσιασμό της έναρξης του πολέμου, ο νεαρός και πατριώτης φοιτητής νομικής Ντεμανσί κατατάσσεται στον γαλλικό στρατό το 1914 για να υπερασπιστεί τη χώρα του. Αλλά αυτός και οι σύντροφοί του βιώνουν σύντομα τον τρομακτικό, ατελείωτο πόλεμο χαρακωμάτων στην Καμπανία, όπου υψώνονται όλο και περισσότεροι ξύλινοι σταυροί για τους πεσόντες.[2]

Ο Ντορζελές αφηγείται - με το πρόσωπο του αφηγητή στρατιώτη Ζακ Λαρσέ - την πορεία των μαχών και τις συνθήκες διαβίωσης στα χαρακώματα: γράφει για το θέμα του φαγητού, τις μεγάλες εξαντλητικές πορείες την ημέρα αλλά πιο συχνά τη νύχτα, τις επιθέσεις, τις οβίδες που εκτοξεύονται από τα γαλλικά χαρακώματα, αυτές που προέρχονται από τα γερμανικά χαρακώματα, τους βομβαρδισμούς, τον τρόμο των κρυμμένων ναρκών, τις δύσκολες σχέσεις με τον τοπικό πληθυσμό (είναι πιο εύκολο να στεγαστούν άλογα παρά άνδρες), την αναμονή της αλληλογραφίας, τη νοσταλγία, την αγανάκτηση όσων υποφέρουν, ακόμη και την εκτέλεση για παραδειγματισμό τριών στρατιωτών που αρνήθηκαν να επιστρέψουν στις γραμμές. Στο τελευταίο κεφάλαιο, αναφέρει τη δύσκολη επιστροφή των βετεράνων υπό τον σαρκαστικό τίτλο «Η επιστροφή του ήρωα», με τον χαρακτήρα του Σουλφάρ που η γυναίκα του τον εγκατέλειψε για έναν άλλο άντρα, παίρνοντας και τα έπιπλα και βρίσκεται άνεργος χωρίς κανείς δεν θέλει να ακούσει τον πόνο του, ούτε καν ο θυρωρός του: «Αχ! κύριε Σουλφάρ, μη μου λέτε άλλες ιστορίες για τα χαρακώματα, τα αυτιά μας κουράστηκαν.» Ανακαλεί επίσης «το παρελθόν», τη ζωή πριν τον πόλεμο και τις συναντήσεις του με μια νεαρή γυναίκα. Ο θάνατος είναι πανταχού παρών. Ο στρατιώτης εξιδανικεύει τον πόλεμο στην αρχή, αλλά γρήγορα χάνει την αισιοδοξία του και καταλήγει να τον καταγγείλει. [3]

Με τρομερό ρεαλισμό, η ζωή στα χαρακώματα περιγράφεται με όλη της τη φρίκη αλλά και την αλαζονεία, την καθημερινότητα και τις εξαιρετικές στιγμές της.[4]

Όπως και στο μυθιστόρημα του Ανρί Μπαρμπύς Η φωτιά, ο Ρολάν Ντορζελές δεν οριοθετεί χρονικά την ιστορία του (τα σημεία του μετώπου όπου βρίσκονται οι στρατιώτες του θα μπορούσαν να είναι οπουδήποτε στο πεδίο της μάχης) και τα γεγονότα που αναφέρονται δεν έχουν ημερομηνία, καθώς η ιστορία καλύπτει ολόκληρο τον πόλεμο. Αρχίζει με τις πρώτες αποστολές ενισχύσεων, οι στρατιώτες φορούν τα κόκκινα παντελόνια της αρχής του πολέμου το 1914 έως τις αρχές 1915, στο πρώτο κεφάλαιο και συνεχίζει με την ένταση των μαχών (κεφ. 11 και 12 , μετά 14 και 15) που θα οδηγήσει στην ανακωχή της Κομπιέν, που επιβεβαιώνεται στο τελευταίο κεφάλαιο «Και τελείωσε».[5]

Ταινία Επεξεργασία

  • Οι ξύλινοι σταυροί, ταινία του Ρεϊμόν Μπερνάρ το 1932.[6]

Μετάφραση στα ελληνικά Επεξεργασία

  • Το μυθιστόρημα εκδόθηκε με τίτλο Ξύλινοι σταυροί στο μέτωπο σε μετάφραση Γιώργου Μαρίνου, εκδόσεις Χαραυγή, 1932.

Παραπομπές Επεξεργασία