Οι χωριάτες (Μπαλζάκ)

Μυθιστόρημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ

Οι χωριάτες (γαλλικός τίτλος: Les Paysans) είναι ημιτελές μυθιστόρημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ που γράφτηκε το 1844 και περιλαμβάνεται στις Σκηνές της αγροτικής ζωής της Ανθρώπινης κωμωδίας. Εκδόθηκε μεταθανάτια το 1855 από τη χήρα του Εβελίνα Χάνσκα, η οποία συμπλήρωσε το τέλος του υπάρχοντος κειμένου για να του δώσει την εμφάνιση ολοκληρωμένης αφήγησης.[1]

Οι χωριάτες
ΣυγγραφέαςΟνορέ ντε Μπαλζάκ
ΤίτλοςLes Paysans
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1855
Μορφήμυθιστόρημα
ΣειράΗ Ανθρώπινη κωμωδία
ΧαρακτήρεςComtesse de Montcornet

Ο Μπαλζάκ σκιαγραφεί εδώ ένα ζοφερό πορτρέτο της γαλλικής επαρχίας υπό την Παλινόρθωση, όπου η ταξική πάλη - οι φτωχοί χωρικοί σε συμμαχία με αστούς που προέρχονταν από την αγροτιά ενάντια στην αριστοκρατία - είναι σφοδρή.

Ένας πρώην στρατηγός της Αυτοκρατορίας, γιος Παριζιάνου επιπλοποιού, που έγινε διάσημος για την ανδρεία του στη μάχη του Έσλινγκ και τιτλοφορήθηκε κόμης του Μονκορνέ από τον Ναπολέοντα, αγόρασε το κάστρο ντεζ Αιγκύ στη Βουργουνδία και τη γη γύρω από αυτό, κοντά στη μικρή (φανταστική) υπονομαρχία της Λα Βιλ-ο-Φε. Μαγεμένος με την παλιά αριστοκρατία - παντρεύτηκε μια απόγονο των Τρουασβίλ και ονειρεύεται να γίνει δεκτός ως Ομότιμος της Γαλλίας - ο κόμης θα ήθελε, για να ευχαριστήσει τη γυναίκα του, να επανασυνδεθεί με τα μεγαλεία πριν από την Επανάσταση εξουσιάζοντας μια μεγάλη και ευημερούσα περιοχή. Αυτό το κατάφερε στηριζόμενος σε τρεις παλιούς ικανούς στρατιώτες του, επιλεγμένους από τον ίδιο ως δασοφύλακες για να ελέγχουν την περιοχή.[2]

Ο εισβολέας πρόκειται να δει ολόκληρη την αγροτική κοινωνία να συμμαχεί κρυφά εναντίον του, από τους προύχοντες της υπαίθρου, ακόμη πιο άρπαγες από τους αστούς των μεγαλουπόλεων, μέχρι τους πιο φτωχούς χωριάτες ενοικιαστές, που εκμεταλλεύονταν τα εδάφη του για ξύλα και λαθροθηρία και δεν σταματούν να τον ληστεύουν ξεδιάντροπα. Από αυτή την αναμέτρηση, ο κόμης του Μονκορνέ θα βγει ηττημένος. Ο δασοφύλακας Μισό, ο μόνος αληθινός πιστός του, δολοφονείται και ο δολοφόνος του προστατεύεται από το νόμο της σιωπής. Ο ίδιος ο κόμης απειλείται με θάνατο. Πουλάει την περιουσία του, η περιοχή κατακερματίζεται σε μικρά οικόπεδα και το κάστρο καταστρέφεται.[3]

Στην αφιέρωσή του στον φίλο και δικηγόρο του κ. Γκαβώ, ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι «εδώ και οκτώ χρόνια, εκατό φορές ασχολήθηκα με αυτό το βιβλίο, το πιο σημαντικό από αυτά που αποφάσισα να γράψω» και εξηγεί την κεντρική ιδέα: στην αγροτιά, η Επανάσταση ξύπνησε δυνάμεις που κατέληξαν να καταβροχθίσουν αυτούς που ήταν οι εμπνευστές της και πρώτοι ωφελούμενοι, τους αστούς.[4]

Σ' αυτό το βιβλίο, το πορτρέτο που σχεδιάζει ο Μπαλζάκ για τους αγρότες είναι εντυπωσιακά σκοτεινό: όντα βάναυσα και αλκοολικά, χωρίς ήθος, σχεδόν εντελώς αποχριστιανισμένα, υπολογιστικά και εκδικητικά που συμμαχούν με τους αδίστακτους διεφθαρμένους τοπικούς άρχοντες για να αποτρέψουν κάθε αλλαγή και πρόοδο που θα μπορούσε να αμφισβητήσει τα παλιά τους «δικαιώματα». Η αντίθεση είναι σαφής με το Ο επαρχιακός γιατρός (1833), όπου ο Μπαλζάκ τους απεικόνισε ως ωμούς και αδαείς αλλά συνεργάσιμους και φιλοπρόοδους.

Αυτή η απαισιόδοξη θέση, ενδεικτική της στροφής του Μπαλζάκ προς τον συντηρητισμό στο τέλος της καριέρας του, συγκρούστηκε με την τότε κυρίαρχη τάση στη ρομαντική λογοτεχνία για εξιδανίκευση του αγροτικού κόσμου, ιδίως με τα πρώιμα μυθιστορήματα της Ζωρζ Σαντ (παρόλα αυτά φίλη του Μπαλζάκ), στον απόηχο του Ζαν-Ζακ Ρουσώ.

Ο ιστορικός Ζυλ Μισλέ σκανδαλίστηκε από αυτή την παρουσίαση. Φαίνεται, ωστόσο, ότι ο Μπαλζάκ ήταν αρκετά καλά ενημερωμένος για τις κοινωνικές συγκρούσεις στις αγροτικές περιοχές της Ιόν όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα: αυτός ο νομός φαίνεται ότι ήταν, υπό τη μοναρχία του Ιουλίου, το σκηνικό για έναν «ανταρτοπόλεμο» μεταξύ αγροτών και μεγαλογαιοκτημόνων, που χαρακτηρίζονταν από πολυάριθμες εμπρηστικές επιθέσεις και δολοφονίες δασοφυλάκων.[5]

Μετάφραση στα ελληνικά

Επεξεργασία
  • Οι χωριάτες, μετάφραση: Ελένη Στεφανάκη, εκδόσεις Γκοβόστη, 2016 [6]

Παραπομπές

Επεξεργασία