Ο Ουμάρ Άμπντ αλ-Αζίζ ιμπν Μαρουάν ή Ουμάρ Β΄ (περί το 680 - 720) ήταν ο όγδοος Χαλίφης στο Χαλιφάτο των Ομεϋαδών (715 - 720). Θέσπισε σημαντικές μεταρρυθμίσεις καθιστώντας την κυβέρνηση των Ομεϋαδών αποτελεσματική και χρήσιμη. Η διακυβέρνηση του έμεινε γνωστή από την πρώτη επίσημη συλλογή του Χαντίθ και την καθολική υποχρεωτική εκπαίδευση του πληθυσμού. Ο Ουμάρ έστειλε ιεροκήρυκες στην Κίνα και το Θιβέτ με εντολή να πείσει τους ηγεμόνες τους να ασπαστούν το Ισλάμ. Την διάρκεια του τριετούς Χαλιφάτου του το Ισλάμ έγινε ευρύτατα αποδεκτό σε μεγάλα τμήματα του Ιράκ και της Αιγύπτου. Στον στρατιωτικό τομέα διέταξε να αποσυρθούν τα στρατεύματα του Χαλιφάτου από την Κωνσταντινούπολη, την Κεντρική Ασία και την Σεπτιμανία, κέρδισε παρόλα αυτά περισσότερα εδάφη στην Ιβηρική. Ο Ουμάρ Β΄ θεωρείται σύμφωνα με ένα Χαντίθ ο πέμπτος πιο δίκαιος Χαλίφης του Ισλάμ μετά τον γαμπρό του Μωάμεθ Αλί ιμπν Αμπού Τάλιμπ και τον γιο Χασάν ιμπν Αλί.[1] Ονομάστηκε τιμητικά "Ουμάρ Β΄" από το όνομα του Χαλίφη και προπάππου του από μητέρα Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ (634-644).

Ουμάρ Β΄
Περίοδος717-720
ΠροκάτοχοςΣουλεϊμάν Α΄
ΔιάδοχοςΓιαζίντ Β΄
Γέννηση681
Θάνατος720
ΘρησκείαΙσλάμ
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Πρώτα χρόνια

Επεξεργασία

Ο Ουμάρ Β΄ γεννήθηκε στην Μεδίνα γύρω στα 680.[5][2] Ο πατέρας του Άμπντ αλ-Αζίζ μέλος της κορυφαίας Αραβικής οικογένειας των Ομεϋαδών ήταν γιος του Χαλίφη Μαρουάν Α΄ και διεκδικητής του Χαλιφάτου που δεν κατάφερε τελικά να ανακτήσει. Η μητέρα του ήταν δισέγγονη του δεύτερου Χαλίφη Ρασιντούν Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ.[3] Η καταγωγή του από τον πιο δημοφιλή Χαλίφη Ουμάρ θα γίνει θέμα συζήτησης από τους μετέπειτα ιστορικούς που θα τον διαφοροποιήσει από τους υπόλοιπους Ομεϋάδες κυβερνήτες.[4] Την εποχή που γεννήθηκε στην πρωτεύουσα του Χαλιφάτου Δαμασκό κυβερνούσαν οι Σουφυανίδες ένας άλλος κλάδος των Ομεϋαδών, ο δεύτερος ξάδελφος του παππού του Μωαβίας Α΄, ο γιος του Γιαζίντ Α΄ και ο εγγονός του Μωαβίας Β΄. Με τον πρόωρο θάνατο του Μωαβία Β΄ (684) η εξουσία των Ομεϋαδών στην Χετζάζ κατέρρευσε, ο αντίπαλος τους και μακρινός τους συγγενής Άμπντ Αλλάχ Ιμπν Αλ-Ζούμπαϊρ ανακηρύχτηκε Χαλίφης και τους έδιωξε από την Μεδίνα. Οι Ομεϋάδες δραπέτευσαν στην Δαμασκό, ο παππούς του Ουμάρ Μαρουάν Α΄ ανακηρύχτηκε νέος Χαλίφης με την υποστήριξη τοπικών Αραβικών φυλών και επανάφερε την εξουσία των Ομεϋαδών στην Συρία.[5] Ο Μαρουάν Α΄ εκδίωξε από την Αίγυπτο τον κυβερνήτη του Άμπντ Αλλάχ Ιμπν Αλ-Ζούμπαϊρ και τοποθέτησε στην θέση του τον γιο του Άμπντ αλ-Αζίζ (685).[6] Ο Ουμάρ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας στην Αίγυπτο όπου ήταν κυβερνήτης ο πατέρας του (686-705), ιδιαίτερα στο Χελγουάν.[7] Η εκπαίδευση του έγινε στην Μεδίνα την οποία ο θείος του Αμπντ αλ-Μαλίκ ιμπν Μαρουάν κατόρθωσε να ανακαταλάβει (692).[8] Ο Ουμάρ πέρασε κατόπιν την νεότητα του στην Μεδίνα στην οποία ανέπτυξε ισχυρούς δεσμούς με τους ευσεβείς άνδρες της πόλης, ιδιαίτερα κοτόχους του Χαντίθ.[9] Ο θείος του απέκλεισε από την διαδοχή τον αδελφό του Άμπντ αλ-Αζίζ για χάρη του δικού του γιου Ουαλίντ Α΄, ο πατέρας του Ουμάρ αντέδρασε έντονα αλλά ο εμφύλιος δεν έγινε χάρη στον θάνατο του. Ο Αμπντ αλ-Μαλίκ τον κάλεσε στην Δαμασκό, για να κατευνάσει τον θυμό του από την απώλεια τον πάντρεψε με την κόρη του Φατιμά.[10] Ο Ουμάρ είχε επίσης άλλες δύο συζύγους, την εξαδέλφη του από μητέρα Ουμ Σουάιμπ κόρη του Σαΐντ ιμπν Ζαμπάν της φυλής Μπανού Καλμπ και την Λαμίς μπιντ Αλί του Μπαλχαρίθ. Με τους γάμους του απέκτησε επτά νόμιμα παιδιά, άλλα επτά παιδιά απέκτησε από τις παλλακίδες του.[11]

Κυβερνήτης της Μεδίνας

Επεξεργασία
 
Το μονόγραμμα του Ουμάρ Β΄

Λίγο μετά την άνοδο του στο Χαλιφάτο ο ξάδελφος του Αλ-Ουαλίντ Α΄ τον διόρισε κυβερνήτη της Μεδίνας.[12] Ο ιστορικός Τζούλιους Βελχάουζεν αναφέρει ότι βασική πρόθεση του Αλ-Ουαλίντ ήταν να συμφιλιώσει τους κατοίκους της Μεδίνας με τους Ομεϋάδες, στην μνήμη τους ήταν έντονη η σκληρή συμπεριφορά που έδειξε ο πεθερός του πατέρα του Χισάμ ιμπν Ισμαήλ.[13] Ο Ουμάρ ανέλαβε την θέση του κυβερνήτη την άνοιξη του 706, η δικαιοδοσία του επεκτάθηκε αργότερα στην Μέκκα και την Ταΐφ.[14] Οι πληροφορίες σχετικά με την περίοδο της διακυβέρνησης του είναι σπάνιες, σύμφωνα με τον ιστορικό Πολ Μ. Κομπ ήταν "δίκαιος κυβερνήτης".[15] Ο Ουμάρ οδηγούσε ο ίδιος το ετήσιο ιερό προσκύνημα στην Χατζ και έδειξε ιδιαίτερο σεβασμό στους θρησκευτικούς διδασκάλους όπως ο Σαΐντ ιμπν αλ-Μουσαγιάμπ.[16] Ο Ουμάρ ανέχτηκε επίσης την αρνητική κριτική των ίδιων μελετητών σχετικά με την διακυβέρνηση των Ομεϋαδών.[17] Πολλές φορές ωστόσο κατηγορείται ότι τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του ήταν υλιστής.[18] Με εντολή του Αλ-Ουαλίντ ο Ουμάρ οικοδόμησε και επέκτεινε το Τέμενος του Προφήτη στην Μεδίνα (707).[19] Η επιεικής του διακυβέρνηση στάθηκε αιτία να καταφύγουν στην Μεδίνα πολλοί Ιρακινοί πολιτικοί και θρησκευτικοί εξόριστοι από τον Αλ-Χατζάτζ ιμπν Γιουσούφ, τον ισχυρό αντιβασιλιά του Αλ-Ουαλίντ Α΄ στο ανατολικό Χαλιφάτο. [20] Ο Πολ Μ. Κομπ σημειώνει ότι πιθανότατα διατηρούσε ο Ουμάρ αυτή την συμπεριφορά ως "αντίδραση" επειδή ο Αλ-Χατζάτζ ιμπν Γιουσούφ πίεζε τον Αλ-Ουαλίντ να καθαιρέσει τον ξάδελφο του από την Μεδίνα (712).[21] Ο Ουμάρ διατήρησε τις άριστες σχέσεις με τον Αλ-Ουαλίντ παρά την καθαίρεση του, ήταν επιπλέον αδελφός της πρώτης συζύγου του Χαλίφη Ουμ αλ Μπανίν μπιντ Αμπντ αλ-Αζίζ, παρέμεινε στην αυλή του στην Δαμασκό μέχρι τον θάνατο του (715).[22] Ο διάσημος ιστορικός του 9ου αιώνα Αλ-Γιακουμπί πραγματοποίησε την νεκρώσιμη ακολουθία του Αλ-Ουαλίντ Α΄.[23] Ο μικρότερος αδελφός και διάδοχος του Αλ-Ουαλίντ Σουλεϊμάν ιμπν Αμπντ αλ-Μάλικ έτρεφε τεράστιο σεβασμό για τον Ουμάρ.[24] Ο ίδιος και ο διάσημος θρησκευτικός δάσκαλος των Ομεϋάδων Ράτζα ιμπν Χάιουα διετέλεσαν οι βασικοί του σύμβουλοι.[25] Ο Ουμάρ συνόδευσε τον Σουλεϊμάν στο Χατζ προσκύνημα στην Μέκκα (715) και στην επιστροφή του στην Ιερουσαλήμ (716).[26] Με τον ίδιο τρόπο στάθηκε στο πλευρό του Χαλίφη με την στρατοπέδευση των Μουσουλμάνων στο Νταμπίκ της βόρειας Συρίας όταν ο Σουλεϊμάν προετοίμαζε την τελική του έφοδο για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης (717).[27]

Σύμφωνα με τις παραδοσιακές Μουσουλμανικές πηγές την ώρα που βρισκόταν ο Σουλεϊμάν στο νεκροκρέβατο του πείστηκε από τον Ράτζα να ορίσει διάδοχο του τον Ουμάρ.[28][29][30][31] Ο γιος του Σουλεϊμάν Αγιούμπ ήταν επίσημα διάδοχος αλλά πέθανε πρόωρα, οι άλλοι αδελφοί του είτε ήταν πολύ μικροί είτε βρισκόντουσαν στον επικίνδυνο για την ζωή τους πόλεμο με τους Βυζαντινούς.[32] Ο διορισμός του Ουμάρ ακύρωνε την διαθήκη του Άμπντ αλ-Μαλίκ που όριζε ότι οι διάδοχοι του θα έπρεπε να ανήκουν στους απογόνους του.[33] Ο άνοδος του Ουμάρ την ίδια στιγμή που υπήρχαν αμέτρητοι αρσενικοί απόγονοι του Άμπντ αλ-Μαλίκ θεωρήθηκε από αυτούς ως σκάνδαλο, σύμφωνα με τον Τζούλιους Βελχάουζεν "ούτε ο ίδιος ο Ουμάρ δεν το περίμενε".[34] Ο Ράτζα κάλεσε όλους τους Ομεϋάδες πρίγκιπες χωρίς να τους αναγνωρίσει το μυστικό και τους έβαλε να ορκιστούν ότι θα σεβαστούν την διαθήκη του πατέρα τους.[35] Μετά την γενική αποδοχή τους αποκάλυψε ότι διάδοχος του Σουλεϊμάν θα είναι ο ξάδελφος του Ουμάρ.[36] Ο μετέπειτα Ισάμ ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ αντέδρασε έντονα αλλά υποχώρησε όταν τον απείλησε ο Ράτζα με βία.[37] Ο οικογενειακός εμφύλιος τελικά απετράπη με τον ορισμό ως διαδόχου του Ουμάρ του γιου του Σουλεϊμάν Γιαζίντ Β΄.[38] Ο Ράτζα ισχυριζόταν ότι η διαδοχή του Ουμάρ είχε την απαραίτητη νομιμοποίηση αφού και ο δικός του πατέρας είχε δικαιώματα στον θρόνο σύμφωνα με την διαθήκη του παππού του Μαρουάν Α΄.[39]

Εσωτερική πολιτική

Επεξεργασία
 
Νόμισμα του Ουμάρ Β΄

Η σημαντικότερη μεταρρύθμιση του Ουμάρ ήταν η ισότητα ανάμεσα στους Άραβες και στους "Μάουλι" Μουσουλμάνους οι οποίοι προσηλυτίστηκαν στον Ισλαμισμό χωρίς να είναι Άραβες. Η μεταρρύθμιση αφορούσε επίσης και στα στρατεύματα του Χαλιφάτο στα οποία οι "Μάουλι" δεν θα μπορούσαν να πάρουν τα ίδια μερίδια σε λάφυρα συγκριτικά με τους καθαρούς Άραβες στρατιώτες, επεκτάθηκε γενικά και στην κοινωνία.[40] Με τους προκατόχους του οι καθαροί Άραβες είχαν πλεονεκτήματα σε σχέση με τους "Μάουλι" οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν τον εκλογικό φόρο "Τζίτζια", τον πλήρωναν ακόμα και την εποχή που δεν ήταν Μουσουλμάνοι. Ο Ουμάρ προχώρησε και σε διάφορες άλλες ρυθμίσεις στο σύστημα για να διασφαλίσει ότι στην περίπτωση που θα υπάρχει μαζική μεταστροφή του λαού του στο Ισλάμ δεν θα καταρρεύσουν τα οικονομικά του Χαλιφάτου των Ομεϋαδών.[41] Οι "Μάουλι" δεν θα πλήρωναν τον "Τζίτζια" αλλά η γη τους θα γινόταν ιδιοκτησία των χωριών τους, με τον τρόπο αυτό αντισταθμίστηκε η απώλεια του κρατικού εισοδήματος.[42] Ο Ουμάρ ευνόησε σημαντικά τον πλήρη εξισλαμισμό του Χαλιφάτου και ήταν ο πρώτος που έκανε διακρίσεις ανάμεσα σε Μουσουλμάνους και μη Μουσουλμάνους με συνέπεια την έναρξη της Ισλαμικής εικονομαχίας.[43] Ο Καλίντ Γιαχία Μπλάνκινσιπ έγραψε ότι τερμάτισε την τελετουργική κατάρα του γαμπρού του Μωάμεθ Χαλίφη Αλί στα κηρύγματα προσευχής της Παρασκευής.[44]

Με την άνοδο του στο Χαλιφάτο ο Ουμάρ Β΄ αναμόρφωσε στενά την διοίκηση των επαρχιών, διόρισε σε όλες νέους κυβερνήτες για να ελέγχει ο ίδιος την επαρχιακή διοίκηση.[45][46] Ο Τζούλιους Βελχάουζεν αναφέρει ότι στόχος του "δεν ήταν η αύξηση της προσωπικής του εξουσίας αλλά η εφαρμογή της δικαιοσύνης".[47] Η τεράστια επαρχία του Ιράκ και το ανατολικό Χαλιφάτο που διοικούσε ο Αλ-Χατζάζ υποδιαιρέθηκαν.[48] Ο ευνοούμενος του Σουλεϊμάν Γιαζίντ ιμπν αλ-Μουχαλάμπ καθαιρέθηκε και φυλακίστηκε επειδή τα λάφυρα της κατάκτησης του Ταμπαριστάν στις νότιες ακτές της Κασπίας δεν έφτασαν στο θησαυροφυλάκιο του Χαλίφη.[49][50] Ο αντικαταστάτης του ήταν ο Άμπντ αλ-Χαμίτ μέλος της οικογένειας του Χαλίφη Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ, το ίδιο έκανε και με τους κυβερνήτες των υπόλοιπων επαρχιών. Οι περισσότεροι από τους νέους κυβερνήτες ανήκαν στους Κουραϊσίτες, τα κριτήρια του Ουμάρ Β΄ ήταν ωστόσο η ηθική και η ικανότητα τους άσχετα με τις σχέσεις τις οποίες είχαν με τον Σουλεϊμάν.[51] Ο Αλ-Σαμχ ιμπν Μαλίκ αλ-Χαουλάνι διορίστηκε από τον Ουμάρ Β΄ νέος κυβερνήτης στην Αλ-Άνταλους και ο Ισμαΐλ ιμπν Αμπντ Αλλάχ στην Ιφρικίγια. Τα κριτήρια των διορισμών αυτών ήταν η ουδετερότητα που έδειξαν στην διαμάχη ανάμεσα στους Γιαμανί και τους Καϊσίτες.[52]

Στρατιωτική πολιτική

Επεξεργασία
 
Η δεύτερη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης όπως απεικονίζεται στα "Χρονικά του Μανασσή" τον 14ο αιώνα

Με την άνοδο του στα τέλη του 717 ο Ουμάρ Β΄ διέταξε την απόσυρση του Μουσουλμανικού στρατού υπό την ηγεσία του ξαδέλφου του Μασλαμά ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης στην Αντιόχεια, την Μαλάτεια και τα Συριακά σύνορα. Οι ετήσιες θερινές επιδρομές στα Βυζαντινά σύνορα συνεχίστηκαν, ο ίδιος διέμεινε στην Χανασίρ της βόρειας Συρίας, οικοδόμησε εκεί ένα οχυρωμένο αρχηγείο.[53][54] Ο Ουμάρ Β΄ θεωρείται από τους ιστορικούς ως ειρηνιστής, ο Κομπ το αποδίδει στην κούραση από τους πολέμους και την μείωση των εσόδων στο θησαυροφυλάκιο του.[55] Ο Τζούλιους Βελχάουζεν από την άλλη δηλώνει ότι ο Ουμάρ Β΄ ήταν απρόθυμος για πολέμους κατάκτησης επειδή "έγιναν για τα λάφυρα και όχι για τον θεό".[56] Ο Μπλάνκενσιπ θεωρεί ανεπαρκές το σκεπτικό θεωρώντας ότι η καταστροφή των Αράβων στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης τον οδήγησαν στην απόφαση να οχυρώσει την Κιλικία από τις Βυζαντινές επιθέσεις. Στον ίδιο λόγο οφείλεται και η απόσυρση των Αραβικών δυνάμεων από την Υπερωξιανή και η μετακίνηση τους στην Συρία για να βοηθήσουν την άμυνα της περιοχής.[57] Ο Σαμπάν προσθέτει επίσης τον φόβο του Χαλίφη για τις εσωτερικές εξεγέρσεις των Γιαμανί του στρατού του οι οποίοι κυριαρχούσαν σε όλα τα πεδία.[58] Παρά το γεγονός ότι είχε διακοπεί η επέκταση του Χαλιφάτου προς τα ανατολικά οι Αραβικές δυνάμεις παρέμειναν επιλεκτικά σε ορισμένες πόλεις της Υπερωξιανής.[59][60] Στην περίοδο του Χαλιφάτου του οι Μουσουλμανικές δυνάμεις της Αλ-Άνταλους κατέλαβαν και οχύρωσαν την παραλιακή πόλη Ναρμπόν στην σημερινή Γαλλία.[61]

Την περίοδο της επιστροφής του από την Δαμασκό στο Χαλέπι ο Ουμάρ Β΄ αρρώστησε και πέθανε την περίοδο 5 Φεβρουαρίου 720/10 Φεβρουαρίου 720 σε ηλικία 39 ετών στο χωριό Ντέιρ αλ-Νακίρα.[62][63] Ο Ουμάρ Β΄ είχε αγοράσει στην τοποθεσία αυτή ένα οικόπεδο με δικά του έσοδα, εκεί έγινε και η ταφή του, ο τάφος του είναι και σήμερα ορατός, χτίστηκε σε άγνωστη ημερομηνία.[64] Ο διάδοχος του ήταν όπως όριζε η διαθήκη του ο ξάδελφος του Γιαζίντ Β΄

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. https://sunnah.com/abudawud/42/51
  2. Cobb 2000, σ. 821
  3. Cobb 2000, σσ. 821–822
  4. Wellhausen 1927, σ. 267
  5. Kennedy 2004, σσ. 90–91
  6. Kennedy 2004, σσ. 92–93
  7. Cobb 2000, σ. 821
  8. Kennedy 2004, σ. 98
  9. Cobb 2000, σ. 821
  10. Cobb 2000, σ. 821
  11. Marsham 2022, σ. 41
  12. Cobb 2000, σ. 821
  13. Wellhausen 1927, σ. 267
  14. Cobb 2000, σ. 821
  15. Cobb 2000, σ. 821
  16. Cobb 2000, σ. 821
  17. Wellhausen 1927, σ. 267
  18. Cobb 2000, σ. 821
  19. Cobb 2000, σ. 821
  20. Cobb 2000, σ. 821
  21. Cobb 2000, σ. 821
  22. Cobb 2000, σ. 821
  23. Biesterfeldt & Gunther 2018, σ. 1001
  24. Wellhausen 1927, σ. 268
  25. Cobb 2000, σ. 821
  26. Cobb 2000, σ. 821
  27. Cobb 2000, σ. 821
  28. Cobb 2000, σ. 821
  29. Kennedy 2004, σ. 106
  30. Hawting 2000, σ. 72
  31. Wellhausen 1927, σ. 265
  32. Hawting 2000, σ. 72
  33. Cobb 2000, σ. 821
  34. Wellhausen 1927, σ. 265
  35. Wellhausen 1927, σ. 265
  36. Wellhausen 1927, σ. 265
  37. Wellhausen 1927, σ. 265
  38. Hawting 2000, σ. 72
  39. Eisener 1997, σ. 822
  40. Blankinship 1994, σ. 31
  41. Hawting 2000, σ. 77
  42. Kennedy 2004, σ. 107
  43. Blankinship 1994, σ. 32
  44. Blankinship 1994, σ. 32
  45. Cobb 2000, σ. 821
  46. Kennedy 2004, σ. 106
  47. Wellhausen 1927, σ. 270
  48. Kennedy 2004, σ. 106
  49. Kennedy 2004, σ. 106
  50. Wellhausen 1927, σ. 269
  51. Wellhausen 1927, σ. 269
  52. Wellhausen 1927, σσ. 269–270
  53. Cobb 2000, σ. 821
  54. Powers 1989, σ. 75
  55. Cobb 2000, σ. 821
  56. Wellhausen 1927, σ. 268
  57. Blankinship 1994, σσ. 33-34
  58. Blankinship 1994, σ. 33
  59. Wellhausen 1927, σσ. 268–269
  60. Gibb 1955, σ. 2
  61. Wellhausen 1927, σ. 269
  62. Cobb 2000, σ. 822
  63. Wellhausen 1927, σ. 311
  64. Cobb 2000, σ. 822
  • Biesterfeldt, Hinrich; Gunther, Sebastian (2018). The Works of Ibn Wāḍiḥ al-Yaʿqūbī (Volume 3): An English Translation. Leiden: Brill.
  • Blankinship, Khalid Yahya (1994). The End of the Jihâd State: The Reign of Hishām ibn ʻAbd al-Malik and the Collapse of the Umayyads. Albany, New York: State University of New York Press.
  • Cobb, P. M. (2000). "ʿUmar (II) b. ʿAbd al-ʿAzīz". In Bearman, P. J.; Bianquis, Th.; Bosworth, C. E.; van Donzel, E. & Heinrichs, W. P. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume X: T–U. Leiden: E. J. Brill. σσ. 821–822.
  • Crone, Patricia (1994). "Were the Qays and Yemen of the Umayyad Period Political Parties?". Der Islam. 71 (1). Walter de Gruyter and Co.: 1–57.
  • Eisener, R. (1997). "Sulaymān b. ʿAbd al-Malik". In Bosworth, C. E.; van Donzel, E.; Heinrichs, W. P. & Lecomte, G. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume IX: San–Sze. Leiden: E. J. Brill. σσ. 821–822.
  • Fishbein, Michael, ed. (1990). Wojeghida. SUNY Series in Near Eastern Studies. Albany, New York: State University of New York Press.
  • Gibb, H. A. R. (January 1955). "The Fiscal Rescript of ʿUmar II". Arabica. 2 (1). Brill: 1–16.
  • Hawting, Gerald R. (2000). The First Dynasty of Islam: The Umayyad Caliphate AD 661–750 (Second ed.). London and New York: Routledge. .
  • Hoyland, Robert G. (2015). In God's Path: the Arab Conquests and the Creation of an Islamic Empire. Oxford University Press.
  • Kennedy, Hugh (2004). The Prophet and the Age of the Caliphates: The Islamic Near East from the 6th to the 11th Century (Second ed.). Harlow: Longman.
  • Marsham, Andrew (2022). "Kinship, Dynasty, and the Umayyads". The Historian of Islam at Work: Essays in Honor of Hugh N. Kennedy. Leiden: Brill. σσ. 12–45.
  • Mourad, Suleiman Ali (2006). Early Islam Between Myth and History: Al-Ḥaṣan Al-Baṣrī (d. 110H/728CE) and the Formation of His Legacy in Classical Islamic Scholarship. Leiden: Brill. *Powers, David S., ed. (1989). The History of al-Ṭabarī, Volume XXIV: The Empire in Transition: The Caliphates of Sulaymān, ʿUmar, and Yazīd, A.D. 715–724/A.H. 96–105. SUNY Series in Near Eastern Studies. Albany, New York: State University of New York Press.
  • ibn Sa'd, Muḥammad (1997). The Men of Madina. Vol. Two. Translated by Aisha Bewley. Ta-Ha.
  • Tillier, Mathieu. (2014). Califes, émirs et cadis : le droit califal et l'articulation de l'autorité judiciaire à l'époque umayyade, Bulletin d’Études Orientales, 63 (2014), σσ. 147–190.
  • Wellhausen, Julius (1927). The Arab Kingdom and Its Fall. Translated by Margaret Graham Weir. Calcutta: University of Calcutta.
  • Yarshater, Ehsan, ed. (1985–2007). The History of al-Ṭabarī (40 vols). SUNY Series in Near Eastern Studies. Albany, New York: State University of New York Press.
  • Al-Ya'qubi, Ahmad ibn Abu Ya'qub (1883). Houtsma, M. Th. (ed.). Historiae, Vol. 2. Leiden: E. J. Brill.
  • Khalifah ibn Khayyat (1985). al-Umari, Akram Diya' (ed.). Tarikh Khalifah ibn Khayyat, 3rd ed (in Arabic). Al-Riyadh: Dar Taybah.
  • McMillan, M.E. (2011). The Meaning of Mecca: The Politics of Pilgrimage in Early Islam. London: Saqi.
  • Al-Baladhuri, Ahmad ibn Jabir (1916). The Origins of the Islamic State, Part I. Trans. Philip Khuri Hitti. New York: Columbia University.
  • The Encyclopaedia of Islam, Second Edition (12 vols.). Leiden: E. J. Brill. 1960–2005.