Οι Ούγγροι στη Σερβία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εθνική ομάδα στη χώρα, σε περίπτωση που δεν υπολογιστεί το Κοσσυφοπέδιο. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, υπήρχαν 253.899 Ούγγροι που αποτελούσαν το 3,5% του πληθυσμού της Σερβίας. Οι περισσότεροι από αυτούς ζουν στη βόρεια επαρχία Βοϊβοντίνα, όπου αριθμούσαν 251.136 ή το 13% του πληθυσμού της επαρχίας. Οι περισσότεροι Ούγγροι στη Σερβία είναι ρωμαιοκαθολικοί στο θρήσκευμα, ενώ κάποιοι λιγότεροι είναι προτεστάντες (ως επί το πλείστον Καλβινιστές). Η ουγγρική είναι μία από τις έξι επίσημες γλώσσες της Βοϊβοντίνα.[1][2]

Σχεδόν όλοι οι Ούγγροι στη Σερβία βρίσκονται στη Βοϊβοντίνα και ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα της (Βόρεια Μπάκα και Βόρειο Μπανάτ) όπου ζει η πλειοψηφία (57,17%) από αυτούς. Οι Ούγγροι αποτελούν την απόλυτη πλειοψηφία σε πέντε δήμους: Κανζίγια (85,13%), Σέντα (79,09%), Άντα (75,04%), Μπάκα Τοπόλα (57,94%) και Μάλι Ιντός (53,91%). Οι δήμοι με μικτή εθνοτική σύνθεση είναι οι Τσόκα (49,66%), η Μπεσέι (46,34%) και Σουμπότιτσα (35,65%).[1] Η πολυεθνική πόλη Σουμπότιτσα είναι ένα πολιτιστικό και πολιτικό κέντρο για τους Ούγγρους στη Σερβία. Προτεστάντες Ούγγροι αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού στους οικισμούς Στάρα Μοραβίτσα, Πατσίρ, Φεκέτιτς, Νόβι Ιτέμπεϊ και Ντεμπελιάτσα.[3][4]

Ο ουγγρικός πληθυσμός παρουσιάζει σταθερά πτωτική τάση από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κυρίως λόγω των χαμηλών ποσοστών γεννήσεων και της μετανάστευσης. Το 1974 το γιουγκοσλαβικό σύνταγμα τροποποιήθηκε και έδωσε στη Βοϊβοντίνα ένα πολύ υψηλό επίπεδο αυτονομίας και τοπικοί Ούγγροι συμμετείχαν στη διοίκηση της επαρχίας τους. Οι Ούγγροι είχαν επίσης την ευκαιρία να διατηρήσουν ζωντανή την κουλτούρα και τη γλώσσα τους, είχαν δικά τους σχολεία και πολιτιστικά ιδρύματα. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, η ζωή στη Βοϊβοντίνα ήταν ειρηνική τόσο για τους Ούγγρους όσο και για τους άλλους λαούς της. Το σοσιαλιστικό καθεστώς εναντιώθηκε έντονα σε εθνικιστικές πολιτικές.[5][6]

Όσο οι πόλεμοι της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του 1990 ήταν σε εξέλιξη, οι περισσότεροι Ούγγροι υπήκοοι εγκατέλειψαν τη Βοϊβοντίνα. Ένας από τους λόγους αυτής της μετανάστευσης ήταν η καταστροφή της τοπικής οικονομίας και η αδυναμία για εξεύρεση απασχόλησης, γεγονός που ήταν και ο λόγος για τον οποίο πολλοί Σέρβοι, καθώς και άλλοι, μετανάστευσαν επίσης από τη Βοϊβοντίνα. Παρόλο που η επαρχία ήταν ειρηνική και ήρεμη σε σύγκριση με άλλα μέρη της Γιουγκοσλαβίας, ορισμένοι Ούγγροι αισθάνθηκαν απειλούμενοι, ειδικά επειδή η Βοϊβοντίνα ήταν κοντά στις πρώτες γραμμές κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κροατίας. Με τη μετανάστευση των Ούγγρων από τη Βοϊβοντίνα, ένα μέρος των πρώην κατοικιών τους χρησιμοποιήθηκε για την επανεγκατάσταση προσφύγων από άλλα μέρη της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Αυτό δημιούργησε μια αλλαγή της εθνοτικής δομής σε ορισμένα μέρη της περιοχής. Ο ουγγρικός πληθυσμός μειώθηκε από 340.946 (16,9%) το 1991 σε 290.207 (14,28%) το 2002. Τα τελευταία χρόνια (κυρίως το 2004 και το 2005) ορισμένα μέλη της ουγγρικής εθνικής κοινότητας έγιναν μερικές φορές στόχοι Σέρβων εθνικιστών.[7][8]

Παραπομπές Επεξεργασία