Το ούτι (αραβικά: عود‎‎[1][2][3] ʿūd ʕuːd) (Σομαλικά: kaban ή cuud) είναι νυκτό έγχορδο παραδοσιακό μουσικό όργανο και αρκετά διαδεδομένο στις μουσικές της Μέσης Ανατολής αλλά και στην ελληνική παραδοσιακή μουσική. Πρόκεται για λαουτοειδές όργανο με κοντό λαιμό, αχλαδόσχημο ηχείο χωρίς τάστα/μπερντέδες σύμφωνα με την ταξινόμηση Hornbostel–Sachs.[4]

Σμυρναίικο τρίο (1930): Λάμπρος Λεονταρίτης (πολίτικη λύρα), Ρόζα Εσκενάζυ, Αγάπιος Τομπούλης (ούτι).
Άραβες μουσικοί, 1915.

Ετυμολογία

Επεξεργασία

Το περσικό όργανο που οι Πέρσες το έλεγαν Μπαρπάτ (ούτι) έμοιαζε με το αιγυπτιακό ούτι που έπαιζαν στην εποχή των Φαραώ πριν 3.500 χρόνια. Οι Άραβες πήραν τον τρόπο παιξίματος αυτού του οργάνου από τους Πέρσες. Αυτό το όργανο αργότερα ονομάστηκε από τους Άραβες al oud που σημαίνει στα αραβικά ξύλο και συγκεκριμένα ψηλό ξύλο. Από εκεί έχει πάρει το ούτι την τελική του ονομασία.

Η αρχική του μορφή σίγουρα δεν ήταν αυτή που έχει σήμερα, κάτι που φαίνεται και σε παλαιότερα χαρακτικά. Τα έγχορδα όργανα, όπως το ούτι ή το βιολί δεν τα γνώριζαν οι Άραβες. Τα έμαθαν από τους Βυζαντινούς, τους Πέρσες και τους Ρωμαίους μετά την εξάπλωση του Ισλάμ. Ο πρώτος Άραβας μουσικός που άρχισε να παίζει ούτι ήταν ο Eben Sareeg και μετά άρχισαν να το χρησιμοποιούν και άλλοι. Οι πιο φημισμένοι οργανοπαίκτες στην ιστορία του ούτι είναι οι Eshack Almusely, ο Ebraheem Almahdy και ο Zaryab. Το ούτι είναι ο βασιλιάς των οργάνων για τους Άραβες, σε βαθμό τέτοιο που, παλαιοτέρα, ένας σύνθετης για να γράψει ένα τραγούδι, στηριζόταν αποκλειστικά σε αυτό.

Χαρακτηριστικά

Επεξεργασία

Καθαρά σολιστικό όργανο, ιδανικό για ταξίμια «αυτοσχεδιασμούς» και συνοδεία τραγουδιού. Το ηχείο του έχει μεγάλο σχήμα αχλαδιού, κοντό και φαρδύ μπράτσο χωρίς μπερντέδες (τάστα). Το σχήμα και οι διαστάσεις του οργάνου διαμορφώνονται από τόπο σε τόπο, αποκλίνοντας λίγο από την ακρίβεια. Στην Αίγυπτο, στη Συρία και σε άλλα αραβικά κράτη έχει μεγάλο σκάφος, στην Τουρκία λίγο μικρότερο και στο Ιράκ οι τρύπες του σκάφους στο καπάκι είναι ανοικτές χωρίς ροζέτες.

Το ούτι παλαιότερα είχε 2 χορδές, μετά 4 και κατέληξε με 5 ή και 6 όπως είναι σήμερα. Ο Λιβανέζος μουσικός Farahat Hashem έβαλε και 7 χορδές. Αυτό βοήθησε το όργανο να αποδίδει τόσο στη χαμηλή του έκταση, όσο και την ψηλή. Οι χορδές που χρησιμοποιούσαν παλιά ήταν από έντερο και το πλήκτρο («πένα») από φλούδα κερασιάς ή κέρατο ζώου, που σήμερα έχουν αντικατασταθεί από πλαστικές ύλες.

Διάδοση και χρήση

Επεξεργασία

Το ούτι είναι σήμερα διαδεδομένο σε όλο σχεδόν τον κόσμο. Από τον 9ο αιώνα συστηματοποιήθηκε πάνω στο ούτι πρακτικά και θεωρητικά η μουσική παράδοση της Μεσογείου. Κατά τον Μεσαίωνα οι σταυροφόροι μεταφέρανε το όργανο από τους Αγίους Τόπους στην Ευρώπη, όπου εξελίχθηκε στο Αναγεννησιακό λαούτο, και στην Μικρά Ασία όπου παρέμεινε όπως ήταν μέχρι και σήμερα. Το ούτι είναι ένα από τα λίγα όργανα στην ανατολή και για τους άραβες το μοναδικό που έπαιξε και διαμόρφωσε τις μουσικές κλίμακες που λέγονται μακάμ. Ένα μακάμ αποτελείται από ένα τετράχορδο «4 νότες» και ένα πεντάχορδο «5 νότες» τα οποία αυτά εναλλάσσονται από μακάμ σε μακάμ. Ο αριθμός των μακάμ είναι αρκετά μεγάλος και διαφέρει από χώρα σε χώρα. Στην Τουρκία και την Αίγυπτο διαφέρει περισσότερο στο ύφος και λιγότερο στα διαστήματα, πολλές φορές το διάστημα είναι ίδιο, αλλά το παίζουν σε διαφορετικό ύφος και φαίνεται να αλλάζει το μακάμ, ενώ στην πραγματικότητα παραμένει ίδιο. Το βάθος που έχουν τα μακάμ είναι τόσο μεγάλο που για να πει κανείς σήμερα ότι τα έμαθε ή τα έπαιξε ή τα κατάλαβε χρειάζονται πάρα πολλά χρόνια.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. «The Arab World». 1971. 
  2. «Arab Perspectives». 1984. 
  3. «oud - Definition of oud in English by Oxford Dictionaries». Oxford Dictionaries - English. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2018. 
  4. Mackle, Jenna (5 Ιουλίου 2020). «The Oud Instrument». 

Εξωτερικός Σύνδεσμος

Επεξεργασία
  • Oud Νίκος Δημητριάδης