Ο Δαίδαλος στην Κρήτη (τραγωδία)

Ο «Δαίδαλος στην Κρήτη» είναι η τρίτη κατά σειρά τραγωδία του Άγγελου Σικελιανού, η οποία γράφτηκε το 1942 και δημοσιεύτηκε το 1943, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στο περιοδικό Νέα Εστία.[1] Πιθανότατα να είχε σχέση και με τις προγραμματιζόμενες και αναγγελθείσες τραγωδίες «Ο Δαίδαλος στη Σικελία» και «Αριάδνη», τις οποίες όμως ο Σικελιανός ουδέποτε ολοκλήρωσε.

Πλοκή Επεξεργασία

Τα πρόσωπα και η υπόθεση του έργου προέρχονται από την -πλούσια σε μυθικό υλικό- εποχή της μινωικής Κρήτης. Ο βασιλιάς Μίνωας, η βασίλισσα Πασιφάη, ο τεχνίτης από την Αθήνα Δαίδαλος και ο γιος του τελευταίου, Ίκαρος, αποτελούν τους πρωταγωνιστές του έργου (ιερείς της Μάνας-Θεάς και του Δία-Ταύρου και χοροί πολεμιστών, ιερειών και φυλακισμένων επίσης παρόντες στο έργο).[2]

Ο βασιλιάς Μίνωας, εκπρόσωπος–σύμβολο της ανερχόμενης πατριαρχικής θρησκείας και της καταπίεσης των υπηκόων του (κι εν γένει του κακού και της τυραννίας) προσπαθεί να παραγκωνίσει την υφιστάμενη μητριαρχική λατρεία της Μάνας–Θεάς (η αρχέγονη μητριαρχική κοσμοθεωρία των Μινωιτών, η οποία παρουσιάζεται στο πρόσωπο της Πασιφάης, μιας ευαίσθητης γυναικείας φιγούρας) και να σκοτώσει τους – οφειλόμενους ως φόρο τιμής- Αθηναίους απεσταλμένους (μεταξύ των οποίων και ο Θησέας), όντας πλέον ο ίδιος μεταμορφωμένος σ’ έναν κτηνώδη Μινώταυρο (σύμβολο της απόλυτης αρσενικής κτηνώδους δύναμης, που ενεργεί σε ένα διττό επίπεδο: εξουσιαστικά και σεξουαλικά). Τελικά, ο τεχνίτης Δαίδαλος, δηλαδή ο καλλιτέχνης, η κριτική δύναμη που θ’ αντισταθεί συμβολικά στην αυθαιρεσία και τη βία της εξουσίας ως ελευθερία κι επαναστατικό φρόνημα, το οποίο θέλει ν’ αφυπνίσει τον λαό, θα οργανώσει ανταρσία για την αποτροπή των δεινών ενώ ο Θησέας επικουρικά θα ελευθερώσει τους δεσμώτες και θα ακυρώσει τα σχέδια του Μίνωα. Μέσα στο οργιώδες σκηνικό του τέλους (τα ανάκτορα, αλλά και ολόκληρη η Κνωσσός, φλέγονται), σκηνικό αντάξιο δράματος (και υποκρύπτουν βαθύτατες συνδέσεις με την αρχαία τραγωδία), ο Δαίδαλος και ο γιος του Ίκαρος θα δραπετεύσουν πετώντας με φτερά (όπως στον ομώνυμο μύθο).[2]

Σχόλια Επεξεργασία

Όλο το έργο απηχεί πολυποίκιλες συνδέσεις κι αντιστοιχίες με την αρχαία τραγωδία –ιδιαίτερα την αισχυλική- σε επίπεδο δομών, μοτίβων, διατυπώσεων, τροποποιημένων και χρησιμοποιημένων πάντοτε σύμφωνα με τις θεατρικές και νοηματικές στοχεύσεις κι επιδιώξεις του Σικελιανού. Μια ενδεικτική αναφορά θα περιελάμβανε την κατ’ ουσίαν θέαση όλων των πρωταγωνιστών (ιδιαιτέρως Μίνωα και Πασιφάης) ως προσωπείων του αρχετύπου «Διόνυσος» (κάτι που ισχύει για όλες τις τραγωδίες και τη γενικότερη αντίληψη του πυρήνα του τραγικού από τον Σικελιανό) και την εξέλιξή τους και ολοκλήρωση σ’ αυτό το αρχέτυπο μέσω μυητικών διαδικασιών, το μοτίβο της τραγικής σιωπής και του –απολλώνιου αρχικά- χορού που ολοκληρώνει το δράμα, σπάζοντας την ευθύγραμμη πορεία του Χρόνου και πραγματοποιώντας την επιστροφή στη Γη και τη Ζωή, την ταύτιση της Πασιφάης με τη Σελήνη σε συμβολικό επίπεδο. Σπουδαία θέση στα μοτίβα του έργου κατέχουν επίσης και οι «τρεις νύχτες», που αποτελούν καθοριστικά στάδια στην πνευματική εξέλιξη του Δαιδάλου (που είναι και ποιητής και φιλόσοφος ως καλλιτέχνης).

Ένα βασικό ζήτημα που απασχόλησε μελετητές του έργου είναι η σχέση του με το μυθιστόρημα του Μερεζκόφσκυ «Η Γέννηση των Θεών ή ο Τουταγχαμών στην Κρήτη», το οποίο κινείται εντός του ιδίου μυθικού περιβάλλοντος και κόσμου. Συνοπτικά, πέρα από τους όποιους (εύκολα εντοπίσιμους κι πανθομολογουμένως υφιστάμενους) κοινούς συμβολισμούς και μοτίβα, ο Μερεζκόφσκυ αντιμετωπίζει στον πυρήνα του το έργο με σκέψη θρησκευτική και διάθεση συμβιβασμού των ιστορικών και φιλοσοφικών-πνευματικών διαφορών που προκύπτουν από τη σύγκρουση του αρχέγονου μητριαρχικού με το πατριαρχικό στοιχείο μέσω μιας αλληλουχίας που οδηγεί στο πνεύμα του χριστιανισμού (εντός αυτού του μυθικού σκηνικού), μη σχετιζόμενος και συνδεόμενος έτσι με την ιστορική -και πολιτική εν πολλοίς- νοηματοδότηση του Σικελιανού, που τροφοδοτείται από τη διαχρονική κοινωνική αδικία, την κυριαρχία του εξουσιαστικού (και βάρβαρα αρσενικού στο πλαίσιο της πατριαρχίας) στοιχείου και την επικαιροποίηση του μύθου εντός του συγχρονικού του ιστορικού πλαισίου (ταύτιση βίας κι εξουσίας με τον τότε κατακτητή).[2][3]


Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Θεόδωρος Ξύδης, «Οι τραγωδίες του Σικελιανού», περ. Νέα Εστία, τ. 90, τχ. 1056, 1η Ιουλίου 1971, σ. 847.
  2. 2,0 2,1 2,2 Θεόδωρος Ξύδης, 1971, σ. 849.
  3. Γιώργος Βαρθαλίτης, Σικελιανός και Μερεζκόφσκυ: μια (όχι και τόσο) παράξενη συνάντηση, Ο καθρέφτης της Ηρωδιάδος. (Κέντρωνες για τη λογοτεχνία), «Ευθύνη»/ Αναλόγιο λγ΄, Αθήνα 2011, σσ. 49-54.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία