Ο ιππότης Λαγκαρντέρ

μυθιστόρημα του Πωλ Φεβάλ

Ο ιππότης Λαγκαρντέρ (γαλλικός τίτλος: Le Bossu - Ο καμπούρης) είναι μυθιστόρημα του Πωλ Φεβάλ που δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στην εφημερίδα Le Siècle το 1857 και σημείωσε αμέσως σημαντική επιτυχία. Εκδόθηκε σε βιβλίο το 1858. Θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά έργα του συγγραφέα και πρότυπο στο είδος των μυθιστορημάτων «μανδύα και ξίφους».[1]

Ο ιππότης Λαγκαρντέρ
Εξώφυλλο της έκδοσης του 1858
ΣυγγραφέαςΠωλ Φεβάλ
ΤίτλοςLe Bossu
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1857
ΧαρακτήρεςHenri de Lagardère
ΤόποςΠαρίσι
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η δράση, χωρισμένη σε 6 μέρη και 62 κεφάλαια, διαδραματίζεται σε δύο ξεχωριστές εποχές, το 1699 και το 1717, κυρίως στη Γαλλία και συγκεκριμένα στο Παρίσι, και αφηγείται την ιστορία του ιππότη Ανρί ντε Λαγκαντέρ.

Εκτός από τους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, στο έργο αναφέρονται ιστορικά πρόσωπα, όπως ο αντιβασιλέας Φίλιππος της Ορλεάνης, ο τραπεζίτης και οικονομολόγος Τζον Λω και ακόμη ο τσάρος Πέτρος ο Μέγας, ορισμένοι από τους οποίους βρίσκονται αναμεμειγμένοι με εντελώς φανταστικές μυθιστορηματικές περιπέτειες.[2]

Υπόθεση Επεξεργασία

Μέρος πρώτο: Κύριοι των όπλων Επεξεργασία

 
Ο Λαγκαρντέρ σώζει το παιδί του Φιλίππου του Νεβέρ και ορκίζεται να βρει τον δολοφόνο του.

Το 1699, στα Άνω Πυρηναία, στα γαλλο-ισπανικά σύνορα. Ο γέρος μαρκήσιος ντε Καϊλύς, που κάποτε ήταν αυλικός στην αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ΄, μένει στο κάστρο του με την κόρη του Ωρόρ, την οποία σκοπεύει να παντρέψει με τον ισχυρό πρίγκιππα Φιλίπ ντε Γκονζάγκ, εξάδερφο του Φιλίππου της Ορλεάνης καθώς και του δούκα Φιλίππου του Νεβέρ. Ωστόσο, η κόρη του έχει παντρευτεί κρυφά με τον τελευταίο - καθώς τις οικογένειες Νεβέρ και Καϊλύς χώριζε φοβερό μίσος - και απέκτησαν μια κόρη, που ονομαζόταν επίσης Ωρόρ. Ο Φιλίπ ντε Γκονζάγκ είναι καλεσμένος του μαρκήσιου στο κάστρο του εδώ και αρκετές ημέρες και μαθαίνοντας τον κρυφό γάμο, με τη βοήθεια του πιστού του υπηρέτη, εξυφαίνει μια συνωμοσία ενάντια στον Νεβέρ. Αποφασισμένος να τον δολοφονήσει και να οικειοποιηθεί τη γυναίκα και την τεράστια περιουσία του δούκα, στρατολόγησε μερικούς μπράβους και έστειλε ένα σημείωμα στον εξάδερφό του για να τον παρασύρει στο κάστρο. Δύο από τους πληρωμένους δολοφόνους, μόλις μαθαίνουν το όνομα αυτού που πρόκειται να σκοτώσουν, καυχιούνται ότι ένας μόνο άνδρας θα μπορούσε να τους νικήσει, ο18χρονος ιππότης Ανρί ντε Λαγκαντέρ, τον οποίο γνώρισαν στο Παρίσι.[3]

Ο Λαγκαρντέρ εμφανίζεται στη σκηνή, στο δρόμο της εξορίας. Μόλις μαθαίνει τι σχεδιάζεται εναντίον του Νεβέρ, τον ειδοποιεί και αυτός του εμπιστεύεται την κόρη του και το πιστοποιητικό γέννησης που αποδεικνύει ότι είναι κόρη του δούκα του Νεβέρ και της Ωρόρ ντε Καϊλύς. Ο Λαγκαρντέρ και ο Νεβέρ αντιμετωπίζουν στην τάφρο του κάστρου μόνοι τους, στο σκοτάδι, τους μισθοφόρους και αποκρούουν τις επιθέσεις τους, ο Γκονζάγκ όμως χτυπά ύπουλα τον εξάδερφό του με το σπαθί πισώπλατα, σκοτώνοντάς τον μπροστά στον Λαγκαρντέρ που καταφέρνει να σημαδέψει το χέρι του μασκοφόρου δολοφόνου με το στιλέτο του και ορκίζεται να τον εκδικηθεί και να προστατεύσει την κόρη του δούκα. Καθώς κρατάει το παιδί στην αγκαλιά του, ο Λαγκαρντέρ δηλώνει:

«Όποιος κι αν είσαι, το χέρι σου θα κρατήσει το σημάδι μου, θα σε αναγνωρίσω. Και, όταν έρθει η ώρα, αν δεν έρθεις εσύ στον Λαγκαρντέρ, ο Λαγκαρντέρ θα έρθει σε σένα! »

Ο Γκονζάγκ καταγγέλει τον Λαγκαρντέρ ως δολοφόνο και αυτός φεύγει στην Ισπανία όπου μεγαλώνει την Ωρόρ, ενώ κρύβει τη σκοτεινή ιστορία από το παιδί, και αποτρέπει όλες τις απόπειρες δολοφονίας εναντίον της. Για 19 χρόνια ταξιδεύει, οι μπράβοι που έλαβαν μέρος στην επίθεση βρίσκονται σκοτωμένοι μυστηριωδώς στο πέρασμά του, πριν τελικά επιστρέψει στο Παρίσι.[4]

Δεύτερο μέρος: Το μέγαρο του Νεβέρ Επεξεργασία

Το 1717, ο Φίλιππος της Ορλεάνης ήταν αντιβασιλέας του βασιλείου της Γαλλίας εν αναμονή της ενηλικίωσης του Λουδοβίκου ΙΕ' και ο ξάδερφός του Φιλίπ ντε Γκονζάγκ έγινε το τρίτο πιο σημαντικό πρόσωπο στο βασίλειο. Τώρα μένει στο μέγαρο του Νεβέρ, στο Παρίσι, το οποίο έχει μετατρέψει σχεδόν εξ ολοκλήρου σε εμπορικό χώρο, νοικιάζοντας σε εξωφρενικές τιμές χώρους για καταστήματα και χρηματιστηριακά ανταλλακτήρια, ένα από αυτά το νοικιάζει ένας φτωχός και γέρος καμπούρης, που είναι μεταμφιεσμένος ο Λαγκαρντέρ, κυκλοφορεί ανάμεσα στους κερδοσκόπους του συστήματος Λω και παρακολουθεί τον Γκονζάγκ και το μέγαρό του.

Αν και παντρεμένος με την Ωρόρ ντε Νεβέρ, ο Γκονζάγκ δεν έχει σχέσεις με τη γυναίκα του που ζει απομονωμένη στη μνήμη του πρώτου της συζύγου και της κόρης της, ούτε μπορεί να απολαύσει την περιουσία του νεκρού. Γι' αυτόν τον τελευταίο λόγο παρουσιάζει αυτή που ισχυρίζεται ότι είναι κόρη του Νεβέρ - στην πραγματικότητα η δόνα Κρουζ, μια Ισπανίδα. Ωστόσο, η Ωρόρ ντε Νεβέρ, ειδοποιημένη, εμφανίζεται και αρνείται να αναγνωρίσει την υποτιθέμενη κόρη της. Όταν ο Γκονζάγκ μαθαίνει ότι ο Λαγκαρντέρ και η κόρη του εξαδέρφου του βρίσκονται στο Παρίσι, ο καμπούρης ενοικιαστής προσποιείται ότι τον βοηθά να σχεδιάσει μια απαγωγή. Όταν αποκαλύπτεται, αναγκάζει τον πρίγκιπα ντε Γκονζάγκ να παραδεχθεί την ενοχή του μπροστά στον Αντιβασιλέα και τον σκοτώνει σε μονομαχία.

Η Ωρόρ, βρίσκοντας τη μητέρα της και την περιουσία της, παντρεύεται τον προστάτη της που έλαβε τον τίτλο του κόμη του Λαγκαρντέρ από τον Αντιβασιλέα.[5]

Σχολιασμός Επεξεργασία

Πέρα ​​από ένα απλό ιστορικό μυθιστόρημα, το έργο παρουσιάζει μια βίαιη σάτιρα τόσο της περιόδου της Αντιβασιλείας (1715-1722) όσο και της σύγχρονης εποχής του συγγραφέα. Ενώ στιγματίζει το σύστημα του Τζον Λω αποκαλύπτοντας την παρακμή των ευγενών του 18ου αιώνα, ο Φεβάλ καταγγέλλει με δεικτικό χιούμορ τον κερδοσκοπικό πυρετό υπό τη μοναρχία του Ιουλίου και κατά τα πρώτα χρόνια της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας.

Ωστόσο, η εξαιρετική επιτυχία του έργου οφείλεται καθαρά στη δεξιοτεχνική πλοκή του, καθώς ο Φεβάλ γνώριζε πολύ καλά τις προσδοκίες των αναγνωστών του και έδωσε στη γαλλική λογοτεχνία έναν από τις πιο δημοφιλείς ήρωες, δίπλα στον Γιάννη Αγιάννη, τον Ντ' Αρτανιάν και τον Σιρανό. Ίντριγκες, έρωτες, μονομαχίες, περιπέτειες, ενέδρες, μεταμφιέσεις και ανατροπές, με φόντο ένα Παρίσι με στενά, απειλητικά σοκάκια και μια αστραφτερή και παραπαίουσα βασιλική αυλή, συνθέτουν ένα από τα χαρακτηριστικότερα μυθιστορήματα «μανδύα και ξίφους».

Ο Πωλ Φεβάλ υιός έγραψε τη συνέχεια τροποποιώντας το τέλος του αρχικού μυθιστορήματος, όπως και σε πολλά άλλα μυθιστορήματα του πατέρα του.[6]

Διασκευές Επεξεργασία

Μετά τη μεγάλη επιτυχία του μυθιστορήματός του, ο Πωλ Φεβάλ δημιούργησε μια θεατρική εκδοχή του έργου του που παίχτηκε για πρώτη φορά το 1862 στο Παρίσι. Έχει επίσης διασκευασθεί σε κινηματογραφικές από το 1913 και τηλεοπτικές ταινίες με τελευταία το 1997 σε σκηνοθεσία Φιλίπ ντε Μπροκά με πρωταγωνιστή τον Ντανιέλ Ωτέιγ.[7]

Ελληνική μετάφραση Επεξεργασία

  • 1933: εκδόθηκε σε συνέχειες με τίτλο Ο ωραίος Λαγκαρντέρ στο Μπουκέτο.[4]
  • 1998: μεταφράστηκε στα ελληνικά με τίτλο Ο ιππότης Λαγκαρντέρ. Μετάφραση: Μαριάννα Χατζημπεκιάρη, εκδόσεις Ηλιοτρόπιο.

Παραπομπές Επεξεργασία