Ο μαύρος μοναχός (ρωσικά: Чёрный монах) είναι διήγημα του Αντόν Τσέχωφ, που γράφτηκε το 1893. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1894 στο περιοδικό Ο Καλλιτέχνης, ένα από τα κορυφαία ρωσικά περιοδικά για το θέατρο, τη μουσική, τη λογοτεχνία και τις καλές τέχνες στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.  [1]

Ο μαύρος μοναχός
Εικονογράφηση του 1908
ΣυγγραφέαςΆντον Παύλοβιτς Τσέχωφ
ΤίτλοςЧёрный монах
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1893
Ημερομηνία δημοσίευσης1894
ΤόποςΡωσική Αυτοκρατορία

Η ιστορία χωρίζεται σε εννέα κεφάλαια και αφηγείται τα δύο τελευταία τραγικά χρόνια από τη ζωή ενός φανταστικού λόγιου, ο οποίος αισθάνεται πιο ζωντανός και πιο δημιουργικός όταν βιώνει τις παραισθήσεις του. Η «θεραπεία» της ψύχωσής του τον καταστρέφει. Ο Τσέχωφ χαρακτήρισε το έργο του «ιατρική νουβέλα, που απεικονίζει έναν νεαρό άνδρα που υποφέρει από μεγαλομανία».

Υπόθεση Επεξεργασία

Ο Αντρέι Βασίλιεβιτς Κοβρίν είναι ένας εξέχων επιστήμονας, φιλόσοφος και λάτρης της ψυχολογίας. Στην αρχή της ιστορίας, είναι καταπονημένος, στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού και ο γιατρός του προτείνει ξεκούραση στην εξοχή. Έτσι, αποφασίζει να περάσει το καλοκαίρι στο κτήμα του πρώην κηδεμόνα του, που ζει με την κόρη του Τάνια. Το κτήμα είναι πανέμορφο, με μεγάλους κήπους και περιβόλια – είναι το έργο ζωής του Πεσότσκι, ο οποίος έγινε ο κηδεμόνας του Κοβρίν όταν πέθαναν και οι δύο γονείς του και τα δύο παιδιά μεγάλωσαν μαζί. Πατέρας και κόρη αγαπούν και θαυμάζουν τον Κοβρίν και ενθουσιάζονται με την άφιξή του. Ζώντας μαζί τους, ο Κοβρίν αντιλαμβάνεται τη δουλειά που απαιτείται για τη συντήρηση ενός τέτοιου κτήματος και το εκτιμά πολύ, αλλά συνεχίζει να ακολουθεί τον συνηθισμένο «νευρικό» τρόπο ζωής του - διαβάζει και μιλάει πολύ, κοιμάται λίγο, καπνίζει και πίνει. Μια μέρα, διηγείται στην Τάνια τον θρύλο του μαύρου μοναχού: έναν μοναχό της ερήμου που η εικόνα του αντανακλάται σε αντικατοπτρισμούς για χίλια χρόνια και που σύντομα θα επιστρέψει με σάρκα και οστά. Εκείνη την εποχή, αρχίζει να βλέπει τον μαύρο μοναχό, του οποίου η εμφάνιση αγγίζει το υπερφυσικό. Η παρουσία του του δίνει χαρά και ενέργεια, παρόλο που συνειδητοποιεί ότι πρόκειται για παραίσθηση, αποκύημα της φαντασίας του, αρχίζει μάλιστα να αμφισβητεί τη λογική του.[2]

 
Το γραφείο του Τσέχωφ στο Μελίχοβο.

Ο Πεσότσκι εκφράζει στον Κοβρίν την επιθυμία του να παντρευτεί την κόρη του. Παντρεύονται και, με τον καιρό, η Τάνια παρατηρεί τις παραισθήσεις του, αφού συχνά συνομιλεί με τον μαύρο μοναχό, μια μέρα τον βρίσκει να μιλάει σε μια άδεια καρέκλα. Ο μοναχός στις συνομιλίες πείθει τον Κοβρίν ότι είναι ιδιοφυΐα, ότι είναι διαφορετικός από τους υπόλοιπους και προορίζεται να οδηγήσει την ανθρωπότητα στην αιώνια ζωή και την αιώνια αλήθεια. Η Τάνια τον πείθει να αναζητήσει ιατρική βοήθεια και με τον καιρό «θεραπεύεται» από τις φαντασιοπληξίες του, ζει υγιής και δεν έχει άλλα οράματα. Ωστόσο, χωρίς την «καθοδήγηση» του μαύρου μοναχού, έχει χάσει το κέφι του για ζωή και κατηγορεί την Τάνια και τον πατέρα της: «Γιατί με γιατρέψατε; (...) Έχανα τα λογικά μου, υπέφερα από μεγαλομανία, αλλά ήμουν ευδιάθετος, δημιουργικός και ακόμη και χαρούμενος, ήμουν ενδιαφέρων και πρωτότυπος. Τώρα έγινα πιο λογικός, αλλά όπως όλοι: Είμαι πλέον καταδικασμένος στη μετριότητα.»[3]

Γίνεται ιδιαίτερα πικρός με τα αγαπημένα του πρόσωπα και τελικά το ζευγάρι χωρίζει. Η σωματική του υγεία επιδεινώνεται ραγδαία λόγω της φυματίωσης και αρχίζει να ζει με μια γυναίκα που τον φροντίζει. Η ιστορία τελειώνει με τον Κοβρίν να βιώνει μια τελευταία παραίσθηση ενώ αιμορραγεί. Ο μαύρος μοναχός τον οδηγεί στην ασώματη ιδιοφυΐα και πεθαίνει με ένα χαμόγελο.[4]

Ιστορικό Επεξεργασία

  • Το διήγημα γράφτηκε το 1893, όταν ο συγγραφέας ζούσε (από το 1892 έως το 1899) στο κτήμα του στο Μελίχοβο, 80 χλμ νότια της Μόσχας, το οποίο σήμερα στεγάζει το Μουσείο Τσέχωφ του Μελίχοβο.
  • Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Τσέχωφ, αδελφό του συγγραφέα, στο Μελίχοβο ο Τσέχωφ έζησε ψυχολογικά δύσκολες μέρες, υπέφερε από άγχος και αϋπνία λόγω υπερβολικής εργασίας. «Μόλις άρχιζε να κοιμάται, κάποια περίεργη δύναμη τον ξυπνούσε».  Κατά τη διάρκεια μιας άσχημης νύχτας είδε σε όνειρο έναν μαύρο μοναχό. «Είχε τεράστια επίδραση στον αδερφό μου, δεν μπορούσε να το ξεχάσει, επέστρεφε σ' αυτόν τον μοναχό σε συζητήσεις από καιρό σε καιρό και τελικά έγραψε τη γνωστή ιστορία του γι’ αυτόν».[4]
  • Όταν διάβασε την ιστορία, ο εκδότης και φίλος του Τσέχωφ Αλεξέι Σουβόριν ρώτησε τον συγγραφέα σε ποιο βαθμό αντικατοπτρίζει την ψυχική κατάσταση του ίδιου. «Όταν ο συγγραφέας απεικονίζει έναν άρρωστο, δεν σημαίνει ότι είναι άρρωστος ο ίδιος... Ήθελα απλώς να απεικονίσω έναν άνθρωπο που υποφέρει από μεγαλομανία. Η εικόνα ενός μοναχού που τρέχει στα χωράφια μου ήρθε σε ένα όνειρο, και καθώς ξύπνησα το είπα στον Μίσα (αδελφό του)».[5]
  • Από την εποχή της δημοσίευσής του, το διήγημα έχει δεχθεί από κριτικούς λογοτεχνίας πολλές προσεγγίσεις και άκρως αντιφατικές ερμηνείες, παραμένοντας αινιγματικό. Το κύριο ερώτημα για τον «Μαύρο μοναχό», η συζήτηση για τον οποίο συνεχίζεται μέχρι σήμερα, διατυπώθηκε το 1900 από τον σύγχρονο του Τσέχωφ κριτικό Νικολάι Μιχαηλόφσκι: «Ποιος είναι αυτός ο Μαύρος μοναχός; ένα καλοκάγαθο πνεύμα που ηρεμεί τους κουρασμένους ανθρώπους με όνειρα και αυταπάτες για τον ρόλο τους ως «εκλεκτών του Θεού και ευεργετών της ανθρωπότητας»… ή, αντίθετα, ένα κακό πνεύμα που με ποταπή κολακεία τους παρασύρει στον κόσμο της τρέλας, της θλίψης και τελικά στον θάνατο; Ο ίδιος ο Μιχαηλόφσκι απάντησε στις ερωτήσεις του «Δεν ξέρω».[6]

Διασκευές Επεξεργασία

Το διήγημα έχει διασκευαστεί για τη θεατρική σκηνή και τον κινηματογράφο.[7]

  • 1988: Tchyornyi monakh (Ο μαύρος μοναχός) σοβιετική ταινία σε σκηνοθεσία Ivan Dikhovitchni. [8]
  • 1995: Το όνειρο του γιατρού Τσέχωφ, τηλεπαράσταση σε σκηνοθεσία Σεργκέι Ντεσνίτσκι.

Μεταφράσεις στα ελληνικά Επεξεργασία

  • Ο μαύρος μοναχός, μετάφραση: Γιάννης Στυλιάτης, εκδόσεις Κέδρος 1998.[9]
  • Ο μαύρος μοναχός, μετάφραση: Βασίλης Ντινόπουλος, εκδόσεις Ερατώ, 2008 [10]
  • Ο μαύρος μοναχός, μετάφραση: Tσυμπένκο Όλεγκ, Εμπραλίτζε Μζια, εκδόσεις Ροές, 2015 [11]

Παραπομπές Επεξεργασία