Παλινωδία
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Παλινωδία σημαίνει η με νέα ωδή (τραγούδι) αναίρεση του περιεχομένου προηγούμενης ωδής. Χαρακτηριστική έμεινε στην ιστορία η «παλινωδία του Στησιχόρου» με την οποία ο ποιητής Στησίχορος εγκωμίασε την ωραία Ελένη όταν σε προηγούμενη ωδή του την εξύβριζε. Με την παλινωδία, κατά την παράδοση, ανέκτησε την όρασή του.
Σήμερα η λέξη επεκράτησε μεταφορικά να σημαίνει αναστροφή γνώμης ή στάσης προς συγκεκριμένο ζήτημα. Χώρος στον οποίο απαντώνται οι περισσότερες παλινωδίες είναι η πολιτική. Το ρήμα «παλινωδώ», ενώ θα έπρεπε να σημαίνει κυριολεκτικά ανασυνθέτω τραγούδι ή τραγουδώ σε νέα εκτέλεση, εντούτοις χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του ανακαλώ, αναιρώ οτιδήποτε προηγούμενο έχει λεχθεί (από το ίδιο πρόσωπο).