Πατέρα στο σπίτι

διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Πατέρα στο σπίτι είναι ηθογραφικό-κοινωνικό διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που γράφτηκε το 1894 και δημοσιεύθηκε το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολη. Περιλαμβάνεται στον κύκλο των αθηναϊκών διηγημάτων του. Σε βιβλίο εκδόθηκε το 1912 από τον εκδοτικό οίκο Γ. Φέξη ως μέρος της συλλογής διηγημάτων του, με γενικό τίτλο «Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη».

Πατέρα στο σπίτι
ΣυγγραφέαςΑλέξανδρος Παπαδιαμάντης
ΤίτλοςΠατέρα στὸ σπίτι!
Ημερομηνία δημοσίευσης1  Ιανουαρίου 1895
Πρώτη έκδοσηΕκδοτικός οίκος Γ. Φέξη
ΠροηγούμενοΗ Γλυκοφιλούσα
ΕπόμενοΟ Έρωτας στα χιόνια
Δημοσιεύθηκε στοΑκρόπολις
Αριθμός Σελίδων5

Στο διήγημα ο συγγραφέας παρουσιάζει με έντονο ρεαλισμό την οικτρή κατάσταση μιας πολυμελούς οικογένειας που εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα, θίγοντας σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της εποχής του, όπως την εγκατάλειψη της οικογένειας, τη φτώχεια, τη θέση της γυναίκας, τον αλκοολισμό. [1]

Το διήγημα έχει διασκευαστεί για το θέατρο.[2]

Η αφήγηση Επεξεργασία

Η αφήγηση χρονικά αρχίζει από τη μέση της υπόθεσης, με την αφηγηματική τεχνική in media res, και η ιστορία εξελίσσεται με αναδρομή στα γεγονότα. Αφηγητής αρχικά είναι ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, σε πρώτο πρόσωπο ως αυτόπτης μάρτυρας ενός περιστατικού, και στη συνέχεια μας μεταφέρει την ιστορία που του αφηγείται κάποιος άλλος.[3]

Το διήγημα, που γράφτηκε ένα χρόνο μετά την πτώχευση του ελληνικού κράτους του 1893, περιλαμβάνει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, όπως τη συνήθειά του να πηγαίνει στο μπακάλικο της γειτονιάς - όπου έτρωγε, έπινε, συναντούσε τους φίλους του και, όποτε είχε έμπνευση, αποτραβιόταν στο βάθος κι έγραφε κάποιο διήγημα[4] - και την περιγραφή της οικονομικής του κατάστασης: εκείνη την ημέρα «συνέβη νὰ εἶμαι πλούσιος», γιατί είχε καταφέρει να εισπράξει 15 δραχμές για εργασία του.

Υπόθεση Επεξεργασία

Ο αφηγητής βρίσκεται στο συνοικιακό μπακάλικο μιας φτωχογειτονιάς της Αθήνας και παρακολουθεί μια σκηνή με την οποία αρχίζει το διήγημα. Ένα πεντάχρονο ρακένδυτο αγόρι ζητά λίγο λάδι χωρίς να έχει χρήματα και ομολογεί με σπαρακτικό χαμόγελο το πρόβλημα της οικογένειας: ο πατέρας έχει εγκαταλείψει το σπίτι. Ο αφηγητής συγκινημένος του δίνει μια πεντάρα.[5]

Ο μπακάλης, που γνώριζε όλα τα μυστικά της γειτονιάς, πληροφορεί τον συγγραφέα – αφηγητή για την ιστορία της οικογένειας του παιδιού. Το ζευγάρι, ο Μανώλης και η Γιαννούλα, παντρεύτηκε πριν εννέα χρόνια. Ο Μανώλης ήταν ξυλουργός αλλά οκνηρός και άσωτος, συνήθως περνούσε τα Σαββατοκύριακα μέσα στην κραιπάλη σε αντίθεση με τη Γιαννούλα που προσπαθούσε να συμβάλει στα οικονομικά της οικογένειας ράβοντας πουκάμισα στη ραπτομηχανή της. Σχεδόν κάθε δεύτερο χρόνο αποκτούσαν ένα παιδί, συνολικά απέκτησαν πέντε, και η μητέρα δεν είχε πια καιρό να ράβει. Η οικονομική τους κατάσταση χειροτέρευσε, η ραπτομηχανή υποθηκεύθηκε και έφθασαν στο σημείο να μην έχουν ψωμί για τα παιδιά και το τζάκι τους σπάνια άναβε.

Τη δύσκολη κατάσταση επιδείνωσε και ένα σκάνδαλο: ο ευκατάστατος κουμπάρος τους άρχισε να τους επισκέπτεται όλο και συχνότερα, φέρνοντας τρόφιμα για τα παιδιά. Οι γείτονες κακολόγησαν τη Γιαννούλα, της οποίας το μόνο έγκλημα ήταν ότι ίσως καλόπιανε τον κουμπάρο για να εξασφαλίσει φαγητό στα παιδιά της και δεν τον είχε διώξει από την αρχή, ο Μανώλης άρχισε να ζηλεύει, να κάνει σκηνές και να ξενοκοιμάται, ώσπου τελικά εγκατέλειψε την οικογένεια αδιαφορώντας για την τύχη των παιδιών του. Ο κουμπάρος αρραβωνιάστηκε και εξαφανίστηκε και η Γιαννούλα έμεινε μόνη με τα 4 παιδιά της - εν τω μεταξύ το ένα πέθανε - χωρίς πόρους και σε απελπιστική κατάσταση. Έτσι, εκείνο το βράδυ είχε στείλει το πεντάχρονο αγόρι να ζητήσει ως ελεημοσύνη λίγο λάδι, γιατί δεν είχαν πατέρα στο σπίτι.[6]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία