Πόλεμος μεταξύ Ρως και Βυζαντινών (941)

Ο πόλεμος μεταξύ των Ρως και των Βυζαντινών του 941 διετελέστηκε σε δύο φάσεις. Η πρώτη, το 941, είδε τους Ρως και του συμμάχους τους, τους Πετσενέγους, να εισβάλουν στην Βιθυνία. Φτάνοντας εμπρός στην Κωνσταντινούπολη, υποχρεώθηκαν σε υποχώρηση, καθώς το ναυτικό του αυτοκράτορα Ρωμανού Α´ έκανε χρήση του υγρού πυρός. Το 943 ή το 944, ο Ιγκόρ ξεκίνησε εκ νέου εκστρατεία, ωστόσο ο νέος αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος Ζ΄, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις πριν την άφιξή τους εμπρός στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίες ολοκληρώθηκαν με την υπογραφή λιγότερο ευνοϊκής συμφωνίας σε σύγκριση με εκείνη που είχε υπογραφεί κατά την περίοδο βασιλείας του Όλεγκ.

Πρώτη εκστρατεία (941) Επεξεργασία

Ο πόλεμος μεταξύ των Ρως και των Βυζαντινών του 941 έλαβε χώρα κατά την περίοδο βασιλείας του Ιγκόρ του Κιέβου[1]. Η Χαζαρική Αλληλογραφία αποκαλύπτει πως η εκστρατεία σχεδιάστηκε από τους Χαζάρους, οι οποίοι επιθυμούσαν να εκδικηθούν τους Βυζαντινούς για τους διωγμούς που είχαν υποστεί οι Εβραίοι κατά την περίοδο βασιλείας του αυτοκράτορα Ρωμανού Λεκαπηνού.

Οι Ρως οι οποίοι είχαν, προηγουμένως, υπογράψει σύμφωνο συμμαχίας με τους Πετσενέγους αποβιβάστηκαν στις βόρειες ακτές της Μικράς Ασίας και εισέβαλαν στην Βιθυνία τον Μάιο του 941[2]. Όπως συνήθως συνέβαινε, φαίνεται να ήσαν καλά ενημερωμένοι: η αυτοκρατορική πρωτεύουσα ήταν ανυπεράσπιστη και ευάλωτη σε τυχόν επιθέσεις. Πράγματι, ο βυζαντινός στόλος πολεμούσε τους Άραβες στην Μεσόγειο, ενώ η πλειοψηφία των αυτοκρατορικών στρατευμάτων ήσαν στρατοπεδευμένα κατά μήκος των ανατολικών συνόρων.

Ο Ρωμανός Α΄ (βασίλευσε μεταξύ 920-944) οργάνωσε την άμυνα της Κωνσταντινούπολης με 15 πλοία να είναι σε θέση, τόσο από την εμπρός όσο και από την πίσω πλευρά τους, να εκτοξεύουν υγρό πυρ. Ο στόλος του Ιγκόρ, ο οποίος ήλπιζε να αιχμαλωτίσει τα συγκεκριμένα πλοία, καθώς και τα πληρώματά τους, περικύκλωσε τα τελευταία. Ωστόσο, ο ίδιος αγνοούσε τον κίνδυνο στον οποίο εκθετόταν. Σε διάστημα μιας στιγμής, μέσω σωλήνων, το υγρό πυρ εκτοξεύθηκε με δύναμη προς τα πλοία των Ρως και εκείνα των συμμάχων τους. Ο Λιουτπράνδος της Κρεμόνας έγραψε σχετικά: "Οι Ρως, βλέποντας τις φλόγες, πήδαγαν στην θάλασσα, προτιμώντας το νερό από την φωτιά. Ορισμένοι πνίγηκαν, επιβαρυμένοι από το βάρος του εξοπλισμού τους, ενώ άλλοι, πάλι, πήραν φωτιά". Οι Ρως οι οποίοι γλίτωσαν του πνιγμού αιχμαλωτίστηκαν και αποκεφαλίστηκαν από τους Βυζαντινούς.

Οι Βυζαντινοί πέτυχαν, με αυτό τον τρόπο, να εξουδετερώσουν τον στόλο των Ρως, ωστόσο δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν την λεηλασία των περιχώρων της Κωνσταντινούπολης από τους παγάνους, οι οποίοι εισχώρησαν σε βάθος στα νότια φτάνοντας μέχρι την Νικομήδεια, λεηλατώντας και σφάζοντας στο πέρασμά τους.

Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ο Ιωάννης Κουρκούας και ο Βάρδας Φωκάς, δύο στρατηγοί πρώτης τάξεως, επέστρεψαν άμεσα στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να εκδιώξουν τους εισβολείς. Οι Ρως μετατόπισαν άμεσα τις λεηλασίες και τις επιδρομές τους στην Θράκη, όπου και μετέφεραν το εναπομείναν τμήμα του στόλου τους. Κατά την υποχώρησή τους, και καθότι ήσαν βαρυφορτωμένοι από λάφυρα, αναχαιτίστηκαν από το βυζαντινό ναυτικό το οποίο ευρισκόταν υπό την ηγεσία του Θεοφάνη.

Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν πως οι Ρως έχασαν το σύνολο του στόλου τους κατά την αιφνιδιαστική αυτή επίθεση, σε σημείο που μονάχα μερικά πλοία πέτυχαν να επιστρέψουν στην βάση τους στην Κριμαία. Οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα, όπου και αποκεφαλίστηκαν.

Δεύτερη εκστρατεία και συμφωνία ειρήνης (944/945) Επεξεργασία

Όντας μη απογοητευμένος από την αποτυχία αυτή, ο Ιγκόρ ξεκίνησε, το 943 ή το 944, επιδρομή κατά της ακτογραμμής της Κασπίας και της Υπερκαυκασίας, ενώ το 945 κινήθηκε εκ νέου εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Αυτή την φορά, ο αυτοκράτορας δεν περίμενε οι Ρως να φτάσουν ως την πρωτεύουσα. Αντιθέτως, απέστειλε πρεσβεία, η οποία συνάντησε τους Ρως επί του Δούναβη για την διαπραγμάτευση συμφωνίας[3].

Το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής, όπως αυτό διασώζεται εντός του Χρονικού των Περασμένων Ετών[N 1][4] περιλαμβάνει έναν κατάλογο πληρεξούσιων των Ρως, άνω των πενήντα εκ των οποίων αναφέρονται με τα ονόματά τους, ενώ τα περισσότερα εξ'αυτών είναι σκανδιναβικής προέλευσης. Περιέργως, ήταν λιγότερο ευνοϊκό για τους Ρως απ'ότι εκείνο που είχε υπογραφεί κατά την διάρκεια της βασιλείας του Όλεγκ.

Απεσταλμένοι των Ρως (droujinniks, δηλαδή μέλη της droujina) μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να επικυρώσουν την συγκεκριμένη συμφωνία. Το Χρονικό αναφέρει πως ορισμένοι εκ των πληρεξούσιων έδωσαν όρκο « σύμφωνα με τον νόμο των Ρως », δηλαδή « μέσω του όπλου τους και του Περούν, του θεού τους, καθώς και του Βολός, του θεού των βοειδών », ενώ άλλοι ορκίστηκαν στον Θεό των Χριστιανών, το οποίο και αποτελεί απόδειξη του γεγονότος πως, από την εποχή εκείνη, κιόλας, μέρος της αριστοκρατίας των Ρως είχε ήδη προσηλυτιστεί στον Χριστιανισμό[3].

Πέραν της Όλγας, συζύγου του Ιγκόρ, γίνεται αναφορά και σε δύο άλλες αρχόντισσες: την Πρεντσλάβα, σύζυγο του Βολόντισλαβ και την Σφάντρα, σύζυγο του Ούλεμπ. Είναι ασαφές εάν τα δύο αυτά ονόματα (αντιστοίχως σλαβικής και σκανδιναβικής προέλευσης) προέρχονται από συγγενείς του Ιγκόρ από την πλευρά του Ρούρικ ή προέρχονται από κάποια άλλη εξουσιάζουσα οικογένεια.

Η συμφωνία του 944/945 χρησιμοποίησε εκ νέου αρκετούς όρους προηγούμενων συμφωνιών. Οι Ρως υποσχόντουσαν να μην επιτεθούν κατά της Χερσονήσου, βυζαντινό θύλακα στην Κριμαία (άρθρο 8). Οι εκβολές του Δνείπερου (Μπελομπέρεγιε) θα διοικούνταν ταυτόχρονα και από τις δύο πλευρές. Ωστόσο, απαγορευόταν στους Ρως να περάσουν τον χειμώνα ή να βιαιοπραγήσουν σε βάρος των ψαράδων της Χερσονήσου (άρθρο 12). Το άρθρο 2 περιελάμβανε νέους όρους, οι οποίοι αφορούσαν το ναυτικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, για την διάκριση μεταξύ των τίμιων ψαράδων και των επιδρομέων και πειρατών, κάθε πλεούμενο των Ρως όφειλε να έχει στην κατοχή του ειδική χάρτα την οποία εξέδιδε ο Πρίγκιπας του Κιέβου και η οποία ανέφερε συγκεκριμένα πόσοι ναυτικοί και πόσα πλοία κατευθύνονταν προς την Κωνσταντινούπολη. Ως αποτέλεσμα, τα πλεούμενα των Ρως ήταν σε θέση να ελέγχονται καλύτερα και να αναχαιτιστούν από τις αυτοκρατορικές αρχές.

Σημειώσεις Επεξεργασία

  1. Γραμμένο στα παλαιά σλαβονικά, το Χρονικό των Περασμένων Ετών αποτελεί το πρώτο ιστορικά καταγεγραμμένο ρωσικό χρονικό. Συγγράφηκε προς το 1111 από έναν μοναχό με το όνομα Νέστωρ, ο οποίος παραθέτει τα γεγονότα που έλαβαν χώρα μεταξύ του 852 και του 1110

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Ορισμένοι ιστορικοί ταυτοποιούν τον Όλεγκ τον Σοφό ως ηγέτη της εκστρατείας, αν και παλαιότερες πηγές αναφέρουν πως ήταν νεκρός την εποχή εκείνη.Δείτε, για παράδειγμα, Golb p. 106-121, Mosin p. 309-325, Zuckerman p. 257-268, Christian p. 341-345.
  2. Οι πήγες της εποχής αναφέρουν διάφορους αριθμούς για το μέγεθος του στόλου των Ρως. Ο αριθμός των 10.000 πλεούμενων εμφανίζεται στο Χρονικό των Περασμένων Χρόνων, καθώς και στις βυζαντινές πηγές, εκ των οποίων ορισμένες δίνουν τον υψηλότερο αριθμό των 15.000 πλεούμενων. Ο Λιουτπράνδος της Κρεμόνας αναφέρει πως ο στόλος αποτελείτο, μονάχα, από 1.000 πλεούμενα. Η αναφορά του βασίζεται στα λεγόμενα του πεθερού του, ο οποίος ήταν μάρτυρας της επίθεσης ενόσω ο ίδιος ευρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη ως πληρεξούσιος. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν την τελευταία αυτή εκτίμηση ως την πλέον πιθανή.
  3. 3,0 3,1 Heller (1999), p. 32.
  4. La Chronique des temps passés, volume 1, traduction de Louis Paris, p. 57-64.

Πηγές Επεξεργασία

Πρωτογενείς πηγές Επεξεργασία

Δευτερογενείς πηγές Επεξεργασία

  • Christian, David (1998). A History of Russia, Central Asia and Mongolia (στα Αγγλικά). 1 (1η έκδοση). Oxford: Blackwell. ISBN 978-0-631-18321-1. LCCN 98003677. 
  • Logan, Donald F. (1992). The Vikings in History (στα Αγγλικά) (2η έκδοση). London: Routledge. ISBN 978-0-415-08396-6. 
  • Mosin, V. (1931). «Les Khazars et les Byzantins d'apres l'Anonyme de Cambridge» (στα αγγλικά). 6. Revue des Études Byzantines, σελ. 309–325. 
  • Uspensky, Fyodor (1997). The History of the Byzantine Empire (στα Αγγλικά). 2. Moscow: Mysl. 
  • Zuckerman, Constantin (1995). «On the Date of the Khazar’s Conversion to Judaism and the Chronology of the Kings of the Rus Oleg and Igor». 53. Revue des Études Byzantines, σελ. 237–270. 
  • (ru) Повесть временных лет, ч. 1—2, М.—Л., 1950.
  • (ru) Памятники русского права, в. 1, сост. А. А. Зимин, М., 1952 (библ.).
  • Heller, Michel (2009). Histoire de la Russie et de son empire (στα Γαλλικά). Paris: Flammarion. ISBN 978-2-081-23533-5. 
  • Kondratieva, Tamara (1996). La Russie ancienne. Que sais-je? (στα Γαλλικά). Paris: Presses Universitaires de France. ISBN 2-130-47722-4.