Βιθυνία
Η Βιθυνία είναι ιστορική περιοχή της Μικράς Ασίας, που απετέλεσε ρωμαϊκή επαρχία, ενώ αναφέρεται και στην Καινή Διαθήκη.
Βιθυνία | |
---|---|
322 π.Χ. και 297 π.Χ.–74 π.Χ. | |
Χώρα | Αρχαία Ρώμη και Τουρκία |
Γεωγραφική υπαγωγή | Μικρά Ασία |
Ίδρυση | 322 π.Χ. και 297 π.Χ. |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 40°30′0″N 31°0′0″E |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Γεωγραφία
ΕπεξεργασίαΠροσδιορίζονταν επί των ασιατικών ακτών του Βοσπόρου, την έξοδο στη Μαύρη Θάλασσα και μέχρι το μέσο των νοτίων ακτών της με αρκετό εύρος ηπειρωτικού εδάφους, συνορεύουσα A. με την Παφλαγονία, προς N. με τη Γαλατία και Φρυγία και Δ. με τη Μυσία περιλαμβάνοντας τη μεταξύ των ποταμών Ρυνδάκου και Παρθενίου έκταση (χώρα) με την κλιμακωτή ενδοχώρα όπου φθάνουν οι διακλαδώσεις του Μύσιου Όλυμπου. Την έκταση αυτή έλαβε από τις κατακτήσεις των ντόπιων Βιθυνών ηγεμόνων μετά την περίοδο των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ιστορία
ΕπεξεργασίαΠροϊστορική περίοδος
ΕπεξεργασίαΠρώτοι κάτοικοι της περιοχής αυτής, που διαρρέεται από τον ποταμό Σαγγάριο, υπήρξαν οι Χετταίοι, εκτοπιζόμενοι από τους Φρύγες.
Κλασική περίοδος
ΕπεξεργασίαΗ Βιθυνία πήρε το όνομα τους από τους Βιθυνούς, ο Ηρόδοτος τους καταγράφει ως μία από τις Θρακικές φυλές μαζί με τους Θυνούς. Οι λαοί που μιλούσαν την Θρακική γλώσσα μετανάστευσαν από τα Βαλκάνια στην Μικρά Ασία όταν ξεκίνησε η Εποχή του Σιδήρου. Οι Βιθυνοί και οι Θυνοί εγκαταστάθηκαν ταυτόχρονα εκδιώκοντας τους παλιότερους λαούς όπως οι Μυσοί και οι Καύκωνες, διατηρήθηκαν άλλες μικρότερες φυλές όπως οι Μαριανδυνοί. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι Θυνοί και οι Βιθυνοί ήταν γείτονες.[1] Δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με την γλώσσα τους αλλά ο Ηρόδοτος είναι σαφής, ότι μιλούσαν τα Θρακικά. Οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και ίδρυσε αποικίες όπως η Κίος, η Χαλκηδόνα σημερινή Καντίκιοϊ στην είσοδο του Βοσπόρου, το Βυζάντιο σημερινή Κωνσταντινούπολη,η Ηράκλεια η Ποντική 190 χιλιόμετρα ανατολικά του Βοσπόρου και τον Αστακό.[2] Ο βασιλιάς των Λυδών Κροίσος κατέκτησε την περιοχή και παρέμειναν υπό την κυριαρχία των Λυδών μέχρι την εποχή που κατακτήθηκαν από την Αχαιμενιδική Αυτοκρατορία (546 π.Χ.). Μετά την Περσική κατάκτηση εισήλθε στην Σατραπία της Φρυγίας που περιείχε όλες τις περιοχές στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας.[1] Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ανέκτησε την ανεξαρτησία της και παρέμεινε Ελληνιστικό κρατίδιο μέχρι την εποχή που κατακτήθηκε από την Ρωμαϊκή δημοκρατία (71 π.Χ.).
Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της, ο γηγενής Βιθυνός πρίγκηπας Βας της Βιθυνίας και ο γιος του Ζιποίτης Α΄ της Βιθυνίας θα ιδρύσουν την Δυναστεία των Νικομηδιδών που θα κυβερνήσει το Βασίλειο της Βιθυνίας για περισσότερους από δύο αιώνες. Ο Ζιποίτης Α΄ της Βιθυνίας θα είναι το πρώτο μέλος της οικογένειας που θα αποκτήσει τον τίτλο του Βασιλέως (297 π.Χ.) Τον Ζιποίτη Α΄ διαδέχθηκε ο γιος του Νικομήδης Α΄ Φιλέλληνας θα ιδρύσει την πρωτεύουσα του βασιλείου Νικομήδεια (σημερινό Ιζμίτ), την μακρά περίοδο της βασιλείας του (278 π.Χ.-255 π.Χ.) θα αποκτήσει μεγάλη ευημερία. Οι διάδοχοι του Προυσίας Α΄ της Βιθυνίας, Προυσίας Β΄ της Βιθυνίας και Νικομήδης Β΄ Επιφανής αποδείχτηκαν ικανοί βασιλείς, είχαν σημαντικοί επίδραση σε όλους τους υπόλοιπους μονάρχες στην Μικρά Ασία. Ο Νικομήδης Δ΄ Φιλοπάτωρ δεν μπόρεσε ωστόσο να αντισταθεί στις συνεχείς επιθετικές προκλήσεις του Μιθριδάτη ΣΤ΄ του Πόντου, κάλεσε την Ρωμαϊκή Σύγκλητο και παρέδωσε το βασίλειο του στην Ρωμαϊκή δημοκρατία (71 π.Χ.).[2] Τα νομίσματα των βασιλέων της Νικομήδειας ήταν Ελληνιστικής μορφής με την προτομή του βασιλιά, ολοκληρώθηκε ο Εξελληνισμός των κατοίκων.[3]
Βυζαντινή Αυτοκρατορία
ΕπεξεργασίαΗ Βιθυνία αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων (ιστ΄ 7). Κατά τους χρόνους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η Βιθυνία είχε χωρισθεί σε τρία θέματα: του Οπτιμάτου, του Οψικίου και των Βουκελλαρίων, θεωρούμενη μία εκ των πλουσιότερων και ευφορότερων περιφερειών του κράτους. Η γειτνίαση με την Κωνσταντινούπολη και η ταχεία πνευματική ανάπτυξη των κατοίκων την κατέστησαν ευδαίμονα και πλούσια. Κυριότερες πόλεις στην περιοχή αυτή την εποχή του Βυζαντίου ήταν η Νικομήδεια, όπου διέμενε ο Αυτοκράτορας Αδριανός και ο Διοκλητιανός σκόπευε να την κάνει δεύτερη πρωτεύουσα, η Προύσα με τα φημισμένα λουτρά όπου μετέβαινε η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα (του Ιουστινιανού) με 4.000 ακολούθους και υπηρέτες, και η οχυρή Νίκαια. Στη Νίκαια συνήλθε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος το 325 και η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος το 787. Αργότερα κατέστη Πρωτεύουσα της Ελληνικής μικρασιατικής Αυτοκρατορίας της Νικαίας (1204-1259) μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Η μικρασιατική Αυτοκρατορία της Νίκαιας, με έδρα τη Νίκαια της Βιθυνίας, ήταν ένα από τα διάδοχα κράτη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που ιδρύθηκαν από τη Βυζαντινή αριστοκρατία μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της Τέταρτης Σταυροφορίας, στις 13 Απριλίου του 1204. Την περίοδο εκείνη είχε μεταφερθεί στη Νίκαια και η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το 1261 οι αυτοκράτορες της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας κατόρθωσαν την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, κατέλυσαν τη Λατινική αυτοκρατορία και πραγματοποίησαν την επανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Οθωμανική περίοδος
ΕπεξεργασίαΝεότερη Ιστορία
ΕπεξεργασίαΤο 1920 η Βιθυνία απελευθερώθηκε από την Ελληνική 11η Μεραρχία της Μαγνησίας, αποβιβασθείσα στη Νικομήδεια για την από ανατολών κάλυψη της αγγλικής στρατιωτικής ζώνης κατοχής. Η Μεραρχία επεξέτεινε την κατοχή μέχρι του Αντά-Παζάρ προς Α. των εκβολών του Σαγγάριου προς τη Μαύρη θάλασσα παρενοχλούμενη από άτακτους Τσέτες. Κατά την υποχώρηση του 1921 η Μεραρχία μεταστάθμευσε νοτιότερα, στην Κίο, όπου συνήψε σκληρή μάχη με το τουρκικό σώμα του Κοτζά Ιλή. Στη Νικομήδεια το μικρό απόσπασμα (πεζικού και ναυτών) που είχε απομείνει, πιεζόμενο από τους Τούρκους αναγκάσθηκε να υποχωρήσει δυτικότερα στα Μουδανιά (νότιες ακτές Προποντίδας). Από το χειμώνα 1921-1922 η 11η Μεραρχία εξακολούθησε μαχόμενη μέχρι τον Αύγουστο του 1922, οπότε και διατάχθηκε η αποχώρηση του ελληνικού στρατού απ΄ όλη τη Μικρά Ασία.
Παραδόσεις Βιθυνίας
Επεξεργασία«Ανάμεσα σε Τρίγλια, Συγή και Μουδανιά Καράβι αρμενίζει με δεκαοχτώ πανιά[...]» Δημοτικό τραγούδι Βιθυνίας
Παραπομπές
ΕπεξεργασίαΠηγές
Επεξεργασία- Barclay Vincent Head (1844-1914), μετάφραση Ιωάννης Σβορώνος (1863-1923), επιμ. (1898). Ιστορία των νομισμάτων. Αθήνα: Π. Δ. Σακελλαρίου, βιβλιοπωλείο Καρόλου Μπεκ. σελίδες Τόμος Β'. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2009.
- David and Patt Alexander "Το εκπληκτικό Εγχειρίδιο της Βίβλου", Εκδόσεις Πέργαμος, Αθήνα 1993, σελ.671.