Ρωμαϊκός στρατός
Ο Ρωμαϊκός στρατός είναι ιστορικός όρος, που αναφέρεται στις δυνάμεις ξηράς που χρησιμοποίησαν το Ρωμαϊκό Βασίλειο, έπειτα η Ρωμαϊκή Δημοκρατία, αργότερα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο ρωμαϊκός στρατός ήταν από τους καλύτερους της εποχής του και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ποτέ δεν έμεινε στάσιμος. Συνεχώς η ρωμαϊκή στρατιωτική μηχανή προχωρούσε ανάλογα με τις συνθήκες και πολλές φορές πρωτοπορούσε (βλ. corvus) ή άλλες άλλαζε ριζικά τακτικές.
Ο πρώιμος ρωμαϊκός στρατός
ΕπεξεργασίαΟ πρώτος στρατός της Ρώμης αποτελούνταν από οπλίτες. Όταν η Ρώμη ήταν στα πρώτα της στάδια και κυβερνιόταν από Ετρούσκους βασιλείς, σε όλες τις γύρω περιοχές επικρατούσε το σύστημα μάχης που βασιζόταν σε οπλίτες. Αλλά τότε ήταν ανοργάνωτα στρατεύματα που αναμείγνυαν μισθοφόρους με απλούς πολίτες. Η Ρώμη πρωτοπόρησε σε αυτόν τον τομέα με την σύσταση του census (=απογραφή πληθυσμού) από τον Σέρβιο Τούλιο. Ο πληθυσμός αφού απογραφόταν κατατασσόταν σε πέντε κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία που αντιπροσώπευε τους πιο εύπορους πολίτες αποτελούταν από οπλίτες με ακριβό και βαρύ εξοπλισμό, φτιαγμένο από ακριβά μέταλλα που κάλυπτε σχεδόν όλο του το σώμα. Ο εξοπλισμός αυτών περιελάμβανε κράνος, ασπίδα, περικνήμια, πανοπλία θώρακος, σπαθί και δόρυ. Οι κατώτερες τάξεις είχαν λιγότερο εως και καθόλου εξοπλισμό. Οι πολίτες πέμπτης κατηγορίας δεν φορούσαν κάποιο είδος προστασίας και το μόνο τους όπλο ήταν οι σφενδόνες. Οι αξιωματικοί του στρατού και οι μονάδες ιππικού αποτελούταν από πολίτες πρώτης κατηγορίας που κατατάχθηκαν ως equites (=ιππείς).[1]
Ο πρώιμος Ρωμαϊκός στρατός στην ακμή του αποτελούταν από 18 εκατοντάδες (centuries) ιππέων, 82 εκατοντάδες πολιτών πρώτης κατηγορίας (δύο εκατοντάδες εκ των οποίων ήταν μηχανικοί), 20 εκατοντάδες πολιτών δεύτερης κατηγορίας, 20 εκατοντάδες πολιτών τρίτης κατηγορίας, 20 εκατοντάδες πολιτών τέταρτης κατηγορίας και 32 εκατοντάδες πολιτών πέμπτης κατηγορίας (δύο εκατοντάδες εκ των οποίων ήταν σαλπιγκτές).
Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., η Ρώμη βίωσε μια από τις πιο ταπεινωτικές της ήττες: οι Γαλάτες την κατέστρεψαν. Προκειμένου να αναδιοργανωθεί το κράτος ώστε να αποτρέψει μελλοντικές επιθέσεις έπρεπε να γίνουν ριζικές αλλαγές στην σύσταση και λειτουργία του στρατού. Ήταν ζωτικής σημασίας η μετάβαση από το σύστημα των οπλιτών σε ένα νέο, πιο αποδοτικό. Η Ρώμη δεν ήταν σαν την Ελλάδα. Στην Ελλάδα, δύο στρατοί συμφωνούσαν για την διεξαγωγή της μάχης σε κάποια μεγάλη πεδιάδα και με βάση το οπλιτικό σύστημα πολεμούσαν μέχρι να προκύψει η έκβαση. Λόγω του εδάφους και των λαών που κατοικούσαν στην Ιταλική χερσόνησο, αυτό ήταν αδύνατο. Δεν μπορούσε ο Ρωμαϊκός στρατός να αντιμετωπίσει με οπλίτες τα βαρβαρικά φύλα που χρησιμοποιούσαν δύσβατες περιοχές και γρήγορες τακτικές στις μάχες.[2]
Η πρώιμη λεγεώνα
ΕπεξεργασίαΜια πρώιμη μορφή της Ρωμαϊκής λεγεώνας αντικατέστησε το οπλιτικό σύστημα μάχης. Το νέο σύστημα παρέτασε τον στρατό σε τρεις γραμμές που αποτελούνταν από στρατιώτες κατανεμημένους ανάλογα με την ηλικία και την αρχαιότητα τους. Στην πρώτη γραμμή ήταν οι hastati, νέοι στρατιώτες χωρίς ιδιαίτερη εμπειρία. Εξοπλισμός τους ήταν η πανοπλία και η ορθογώνια παραλληλόγραμμη ασπίδα Ρωμαϊκού τύπου. Τα όπλα τους ήταν το ξίφος και το ακόντιο. Θεωρούνταν ισάξιοι με τους πολίτες δεύτερης τάξεως του οπλιτικού συστήματος. Εξαρτημένοι από τους hastati στην μάχη ήταν οι leves. Ελαφρύ πεζικό που προοριζόταν για αψιμαχίες. Δεν είχαν πανοπλία και τα μόνα όπλα που είχαν ήταν ακόντια και ένα δόρυ. Οι στρατιώτες πρώτης τάξης διαιρέθηκαν σε δύο μονάδες: τους principes στην δεύτερη γραμμή και τους triarii στην τρίτη γραμμή. Μαζί απάρτιζαν το σώμα του βαρέος πεζικού. Οι principes ήταν επίλεκτοι άνδρες που είχαν πείρα στα πεδία μάχης και μεγαλύτερη ηλικία από τους hastati. Είχαν τον καλύτερο εξοπλισμό σε όλο τον στρατό. Οι triarii ήταν ουσιαστικά οπλίτες. Οι υπόλοιπες μονάδες, rorarii, accensi και leves ήταν πολίτες τρίτης, τετάρτης και πέμπτης κατηγορίας αντίστοιχα. Οι rorarii ήταν άπειροι πολεμιστές και οι leves ήταν η πιο αμελητέα μονάδα.[3]
Στην μπροστινή γραμμή, οι hastati και οι principes δημιουργούσαν ομάδες 60 πολεμιστών, με 20 leves σε κάθε ομάδα hastati. Στην οπίσθια γραμμή, triarii rorarii και accensi οργανώνονταν σε τρεις ομάδες, περίπου 180 πολεμιστές[4]
Στην διάρκεια της μάχης, οι πρώτοι που θα έμπαιναν στην μάχη ήταν οι hastatii, με υποστήριξη από τους velites που πετούσαν ακόντια ή πέτρες. Εφόσον έγιναν τα πρώτα χτυπήματα και αποδυναμώθηκε αρκετά ο εχθρός, οι hastatii υποχωρούσαν και στην θέση τους μπαίνουν με ορμή οι principes. Εν όσο πολεμούσαν οι principes, οι hastatii έκαναν ανασύνταξη δυνάμεων και ηθικού και ξαναέμπαιναν στην μάχη. Στην περίπτωση που και πάλι δημιουργούνταν συνθήκες άσχημες για τις μονάδες, όπως απώλεια ηθικού λόγω πολλών απωλειών, και οι δύο μονάδες θα έκαναν βιαστική και συντεταγμένη υποχώρηση προκειμένου να μπουν εμπρός οι triarii. Αυτοί δεν είχαν καθήκον επίθεσης, αλλά άμυνας. Όσο οι triarii συγκρατούσαν τον εχθρό , οι αξιωματικοί έκαναν συμβούλιο προκειμένου να αποφασίσουν εάν θα συνεχίσουν την μάχη ή θα υποχωρήσουν.[5]
Στην εποχή των πρώιμων λεγεώνων εισήχθη και η χαρακτηριστική ορθογώνια παραλληλόγραμμη ασπίδα (scutum) που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι μέχρι την πτώση της Δυτικής Αυτοκρατορίας. Ο εμπνευστής της λέγεται ότι είναι ο Καμίλλιος, αλλά αυτό δεν επικυρώνεται από όλες τις πηγές.
Ο ρωμαϊκός στρατός επί Ρωμαϊκής Δημοκρατίας
ΕπεξεργασίαΟ ρωμαϊκός στρατός δεν ήταν ένα σώμα με ενιαία δομή. Οι διαχωριστικές όμως γραμμές δεν περνούσαν τόσο, όπως στους σύγχρονους στρατούς, μεταξύ των διαφόρων όπλων, δηλαδή μεταξύ πεζικού, ιππικού και ναυτικού. Οι διαφορές εντοπίζονταν κυρίως στο προσωπικό νομικό καθεστώς των στρατιωτικών, αν δηλαδή ήταν Ρωμαίοι πολίτες ή ξένοι (πολίτες δηλαδή μιας μη ρωμαϊκής πόλεως ή ενός φυλετικού κοινού). Ρωμαίοι πολίτες (cives Romani) υπηρετούσαν στις λεγεώνες, ενώ μη Ρωμαίοι, αντίθετα, στα συμμαχικά σώματα. Ο διαχωρισμός αυτός δεν πρέπει βέβαια να αποδοθεί σε κάποιο καινοφανές ορθολογικό σχέδιο εκείνης της εποχής, αλλά κατάγεται μάλλον από τη στρατιωτική οργάνωση της ελεύθερης ρωμαϊκής πολιτείας. Η Ρώμη από την αρχή της εδαφικής της επεκτάσεως πέρα από την πολιτική της χώρα, είχε επιδιώξει να αξιοποιήσει τη στρατιωτική δύναμη άλλων πόλεων και φυλών. Οι πολιτικές αυτές μονάδες, εφόσον δεν ενσωματώνονταν στο ρωμαϊκό κράτος, είχαν συνήθως το καθεστώς συμμάχων (socii). Η Ρώμη οργάνωσε τις δικές της στρατιωτικές δυνάμεις σε λεγεώνες (legiones), των συμμάχων όμως σε "συμμαχικά" σώματα (auxilia). Αυτά δεν πρέπει να θεωρηθούν ως κατώτερες μονάδες. Αντίθετα ως προς την πολεμική τους αξία μπορούσαν άριστα να συγκριθούν με τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Όταν μετά τον συμμαχικό πόλεμο (91 - 88 π.Χ.) οι Ιταλοί σύμμαχοι απέκτησαν το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη, τα περισσότερα πρώην επικουρικά σώματα έγιναν πια αυτόματα σώματα Ρωμαίων πολιτών. Δεν εξαφανίσθηκαν όμως βέβαια οι συμμαχικές μονάδες από τον στρατό, αφού και οι υποταγμένοι κάτοικοι των επαρχιών, προπάντων όταν πρόκειται για ειδικές κατηγορίες όπλων, στρατολογούνταν συχνά ως επικουρικοί. Το ιππικό ιδίως, αλλά και οι τοξότες, οι σφενδονήτες και άλλα παρόμοια ειδικά σώματα καθώς και τακτικές πεζικές μονάδες σχηματίζονταν αποκλειστικά σχεδόν από μη Ρωμαίους.
Οι δύο αυτές μεγάλες κατηγορίες του ρωμαϊκού στρατού που προήλθαν από την περίοδο της ελεύθερης πολιτείας οργανώθηκαν από τον Αύγουστο βάση ενός ορθολογικού συστήματος, το οποίο στις βασικές του γραμμές ίσχυσε ως το τέλος σχεδόν του 3ου αι. μ.Χ. Έτσι, λεγεώνες και συμμαχικά σώματα αποτέλεσαν τη βασική διαίρεση του τακτικού στρατού της αυτοκρατορικής περιόδου.[6]
Ο ρωμαϊκός στρατός αποτελείτο κυρίως από το πεζικό. Το μικρότερο σώμα του πεζικού ήταν η εκατονταρχία που είχε 100 άνδρες.[7] Έξι εκατονταρχίες σχημάτιζαν μία κοόρτη με 600 άνδρες. Δέκα κοόρτεις απάρτιζαν μία λεγεώνα, με 6.000 στρατιώτες.
Ο διοικητής κάθε λεγεώνας λεγόταν λεγάτος. Ο αξιωματικός μιάς εκατονταρχίας λεγόταν κεντηρίων ή εκατόνταρχος. Οι λεγάτοι ήταν τα πιο σημαίνοντα πρόσωπα του στρατού. Και οι κεντηρίωνες όμως έπαιζαν μεγάλο ρόλο, γιατί αυτοί εκπαίδευαν τους στρατιώτες.
Στη μάχη, οι κοόρτεις παρατάσσονταν σε τρεις σειρές. Οι τέσσερις κοόρτεις της πρώτης σειράς ήταν οι πρώτες που αντιμετώπιζαν τον εχθρό. Οι τρεις κοόρτεις της δεύτερης σειράς ακολουθούσαν από κοντά, ενώ οι τρεις κοόρτεις της τελευταίας, ενίσχυσαν τις δύο άλλες σε ώρα ανάγκης.
Την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα, οι στρατιώτες των λεγεώνων ήταν Ρωμαίοι εθελοντές που κατατάσσονταν στο στρατό για είκοσι χρόνια. Υπηρετούσαν επί πληρωμή αλλά ο μισθός τους ήταν ελάχιστος. Ωστόσο συχνά έπαιρναν μερίδιο από τα λάφυρα, καθώς και χρηματικές αμοιβές για την ανδραγαθία τους. Μετά από τα είκοσι χρόνια υπηρεσίας τους στο στρατό οι λεγεωνάριοι αποκτούσαν μία τιμητική θέση στην κοινωνία, έπαιρναν ένα εφάπαξ και ένα κομμάτι γη.
Εκτός από τους Ρωμαίους στρατιώτες του ο Καίσαρ χρησιμοποιούσε βοηθητικά σώματα ιππικού που τα σχημάτιζαν σύμμαχοι και υπόδουλοι της Ρώμης. Δεν υπήρχαν Ρωμαίοι στο ιππικό. Το αποτελούσαν συνήθως Γαλάτες, Ισπανοί ή Γερμανοί. Δουλειά του ιππικού ήταν κυρίως η ανίχνευση του εδάφους, η αιφνιδιαστική επίθεση και η καταδίωξη του εχθρού.
Σε κάθε εκστρατεία του ρωμαϊκού στρατού, το ιππικό προπορευόταν και ακολουθούσε το πεζικό. Κάθε στρατιώτης μετέφερε τις προσωπικές αποσκευές του, δηλαδή, κουβέρτες, μαγειρικά σκεύη και το συσσίτιο του, σ' ένα σάκο. Το δέμα τους αυτό ήταν περασμένο σ' ένα κοντάρι που το στήριζαν στον ώμο. Τον βαρύτερο εξοπλισμό τον μετέφεραν τα ζώα.
Ο κάθε στρατιώτης φορούσε ένα μάλλινο χιτώνα, ένα μάλλινο μανδύα και παπούτσια πέδιλα. Στο κεφάλι έφερε μια περικεφαλαία από χοντρό δέρμα. Στη ζώνη του ήταν κρεμασμένη μια θήκη και τα όπλα του ήταν μια λόγχη και ένα βαρύ μεγάλο αμφίστομο ξίφος.
Σε κάθε λεγεώνα υπήρχε ένας σημαιοφόρος, που κρατούσε ένα λάβαρο μ' ένα ασημοκεντημένο αετό. Αυτή ήταν η σημαία όλου του στρατού. Κάθε κοόρτις όμως είχε τη δική της σημαία, καθώς και ο κάθε αρχηγός σώματος.
Κάθε βράδυ ύστερα από την πορεία της ημέρας, ο ρωμαϊκός στρατός έφτιαχνε το στρατόπεδό του. Όλοι οι άνδρες έπαιρναν μέρος σ' αυτή τη δουλειά. Το στρατόπεδο των Ρωμαίων ήταν ορθογώνιο σε σχήμα, σε ομαλό έδαφος και κοντά στο μέρος όπου θα έβρισκαν νερό, ξυλεία και βοσκή για τα άλογα. Το περιέβαλλε ένα ξύλινο τείχος και μια φαρδιά τάφρος.
Το καλοκαίρι οι Ρωμαίοι στρατιώτες έμεναν σε σκηνές, δέκα άνδρες σε κάθε σκηνή. Για το χειμώνα όμως έφτιαχναν ξύλινα παραπήγματα.
Στη μάχη το σύνθημα για υποχώρηση ή επίθεση το έδιναν οι σάλπιγγες. Για τους Ρωμαίους όμως σπάνια το σύνθημα ήταν για υποχώρηση. Ο ρωμαϊκός στρατός έβγαινε τις περισσότερες φορές νικητής[8].
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Brocklehurst, Ruth (2004). Roman Army. Rome: Usborne Publishing, Limited. σελ. 18.
- ↑ Blacklock, Dyan (2004). The Roman Army: The Legendary Soldiers Who Created an Empire. Rome: Walker. σελ. 21.
- ↑ Livy. History of Rome by Titus Livius, books thirty-seven to the end, with the epitomes and fragments of the lost books. literally translated, with notes and illustrations, by. William A. McDevitte. York Street, Covent Garden, London. Henry G. Bohn. John Child and son, printers, Bungay. 1850. 4
- ↑ The Roman Army: A Social and Institutional History
- ↑ Titus Livius. The History of Rome, vol. 2 (London: George Bell, 1903), bk. viii, ch. 5-11
- ↑ Τόμος ΣΤ, Ελληνισμός και Ρώμη (1976). Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελ. 60.
- ↑ (Αγγλικά) «Centuria: the main infantry subdivision of the cohort, ...». Alan Bowman, Life and Letters from the Roman Frontier, Routledge, 2013, σελ. 100, (ISBN 1136773924), (ISBN 9781136773921), από google books. Ανακτήθηκε 31/12/2018.
- ↑ Ο ρωμαϊκός στρατός, Κλασσικά Εικονογραφημένα Νο 1058, σελ. 46, Εκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδη & Σία