Αυτό το λήμμα αφορά την ιστορική περιοχή στην κεντρική Ευρώπη. Για τα σύγχρονα γαλλικά εδάφη, δείτε: Γαλλία. Για την επαρχία της Γαλατίας στη Μικρά Ασία, δείτε: Γαλατία (Μικρά Ασία).

Η Γαλατία (Λατινικά: Gallia, Αγγλικά: Gaul) είναι ιστορική περιοχή της Δυτικής Ευρώπης, που υφίστατο κατά τη διάρκεια της Εποχής του Σιδήρου, που κατοικήθηκε από κελτικά φύλα και που περιελάμβανε τη σημερινή Γαλλία, το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο, το μεγαλύτερο μέρος της Ελβετίας, τμήματα της βόρειας Ιταλίας, καθώς και μέρη της Ολλανδίας και της Γερμανίας στη δυτική όχθη του Ρήνου. Από τη λατινική ονομασία της Γαλατίας (λατ. Gallia) προήλθε και η ονομασία στην ελληνική γλώσσα του έθνους των Γάλλων και του σύγχρονου κράτους της Γαλλίας, σε αντίθεση με την πλειονότητα των υπόλοιπων γλωσσών του κόσμου, στις οποίες έλκει τη ρίζα της από το κράτος των Φράγκων (βλ. France, Frankreich, Francia κλπ.)

Η Γαλατία τις παραμονές των γαλατικών πολέμων. Η Ρωμαϊκή Εθνογραφία χωρίζει τη Γαλατία σε πέντε μέρη.
Η θέση της Γαλατίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Υπό τον Βρέννο, οι Γαλάτες νίκησαν τους Ρωμαίους στη μάχη του Αλία ποταμού το 387 π.Χ.. Στον αιγαιϊκό χώρο, το 281 π.Χ. εμφανίστηκε ένα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα Γαλατών εξ Ανατολής στη Θράκη. Ένας άλλος Γαλάτης αρχηγός, που ονομαζόταν επίσης Βρέννος με 200.000 στρατό, έφτασε μέχρι τη Στερεά Ελλάδα και την τελευταία στιγμή ηττήθηκε μη καταφέρνοντας να λεηλατήσει το Ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς.[1].

Την ίδια χρονική περίοδο, μια ομάδα περίπου 10.000 Κελτών πολεμιστών με δούλους και γυναικόπαιδα διέσχιζαν τη Θράκη και κατευθύνονταν στη Μικρά Ασία, έπειτα από έκκληση του βασιλιά του ελληνιστικού κράτους της Βιθυνίας Νικομήδη Α΄ του Φιλέλληνα στη διαμάχη με τον αδερφό του. Τελικώς, η ομάδα αυτή εγκαταστάθηκε στις περιοχές της ανατολικής Φρυγίας και Καππαδοκίας στην κεντρική Ανατολία, γι' αυτό και η περιοχή έγινε γνωστή ως Γαλατία.

Προρωμαϊκοί χρόνοι

Επεξεργασία

Η πρώιμη ιστορία των Γαλατών βασίζεται κυρίως στην αρχαιολογική έρευνα, καθώς υπάρχουν λιγοστές γραπτές πηγές για τα φύλα που έζησαν στις περιοχές αυτές και για το κατά πόσο έχουν άμεση σχέση με τα εκεί αρχαιολογικά ευρήματα, ενώ παράλληλα νεφελώδες είναι το τοπίο όσον αφορά τις γλωσσικές και γενετικές διαφοροποιήσεις των ξεχωριστών κελτικών φύλων, καθώς λίγες φορές πραγματικά προκύπτουν κοινά συμπεράσματα. Η κύρια πηγή για τους Κέλτες της Γαλατίας ήταν ο Ποσειδώνιος ο Απαμεύς, ο οποίος μνημονευόταν σε γραπτά του Τιμαγένη, του Ιούλιου Καίσαρα, του Διόδωρου Σικελιώτη και του γεωγράφου Στράβωνα.

 
Αρχαιολογικές ανασκαφές που έφεραν στο φως προϊστορικά σπήλαια στην Αυστρία, που σχετίζονταν με τον Πολιτισμό Λα Τεν.

Πολιτισμικά στοιχεία των πρωτο-Κελτών φαίνεται να ανιχνεύονται βορειοδυτικά της Κοιλάδας του Δούναβη, αν και η συγκεκριμένη θεωρία αμφισβητείται. Ανήκαν στον Πολιτισμό Λα Τεν, του οποίου το λίκνο ήταν η βορειοανατολική Γαλλία και η νότια Γερμανία, ο οποίος επεκτάθηκε και άνθησε από το 450 π.Χ. μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ. στη Γαλλία, την Ελβετία, την Αυστρία, καθώς και στις περιοχές της Βοημίας, Μοραβίας, Σλοβακίας και Ουγγαρίας. Όταν επεκτάθηκαν στα δυτικά, σε χώρες όπου οι άνθρωποι μιλούσαν μια γλώσσα που οι σύγχρονοι μελετητές αποκαλούν Κελτική, επειδή οι Έλληνες συνήθιζαν να αποκαλούν Κέλτες όλους τους κάτοικους της Δύσης εκτός από τους κατοίκους των Βρετανικών Νήσων, οι σύγχρονοι μελετητές ονόμασαν Κέλτες διάφορους από αυτούς τους λαούς, ακόμη κι αν δε ζούσαν στη Δύση και δε μιλούσαν την Κελτική γλώσσα.

Κατά τον 2ο αιώνα π.Χ., η περιοχή της σημερινής Γαλλίας αποκαλούνταν από τους Ρωμαίους Gallia Transalpina (Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία). Ο Ιούλιος Καίσαρας χωρίζει τους Γαλάτες σε τρεις εθνικές υποομάδες: τους Βέλγους στον βορρά, τους Κέλτες στο κέντρο, και τους Ακουιτανούς στα νοτιοδυτικά[2]. Κάποιοι μελετητές πιστεύουν πως οι Βέλγοι έχουν και κελτικές και γερμανικές ρίζες, ωστόσο το ζήτημα αυτό δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. Αυτό οφείλεται στις πολιτικές παραμέτρους που παρεισέφρυσαν στην ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων από τους Γάλλους ιστορικούς τον 19ο αιώνα, οι οποίοι είχαν υιοθετήσει πλήρως την άποψη του Καίσαρα ότι η Γαλατία εκτεινόταν από τα Πυρηναία μέχρι τον Ρήνο προς βορρά, καθώς ευνοούσε τις εθνικές επεκτατικές φιλοδοξίες της χώρας υπό την ηγεσία του Ναπολέοντα Γ'.

Ωστόσο, ανάμεσα στις φυλές υπήρχε γλωσσικός διαχωρισμός: γαλατικές θεωρούνταν οι φυλές που μιλούσαν τη γαλατική γλώσσα. Έτσι, οι Ακουιτανοί θεωρούνταν μάλλον Βάσκωνες, ενώ οι Βέλγοι θεωρούνταν Γαλάτες, αλλά με γερμανικές επιρροές. Παράλληλα, ταυτόχρονα με τους Γαλάτες, στην περιοχή της Γαλατίας κατοικούσαν Λιγούριοι, οι οποίοι είχαν αναμειχθεί με τους Κέλτες, τουςΦοίνικες, και τους Έλληνες, οι οποίοι είχαν ιδρύσει εμπορικές αποικίες στις μεσογειακές ακτές, όπως η Μασσαλία.

Τον 2ο αιώνα π.Χ., η μεσογειακή Γαλατία είχε αναπτυχθεί κι ευημερούσε περισσότερο από τις βόρειες και έντονα δασώδεις γαλατικές περιοχές, στις οποίες υπήρχαν ελάχιστες πόλεις εκτός από φρούρια (λατ. oppidum/-a). Η ευημερία των νότιων περιοχών ήταν ο λόγος που η Ρώμη προσέτρεξε για βοήθεια προς τους κατοίκους της Μασσαλίας, ενάντια στις επιθέσεις Λιγουρίων και Γαλατών. Μέχρι το 121 π.Χ., οι Ρωμαίοι είχαν κατακτήσει την περιοχή της Προβηγκίας. Έτσι, άρχισε να ανέρχεται σταδιακά και να αποκτά δύναμη η γαλατική φυλή των Αρβερνών, η οποία κατοικούσε κυρίως τη σημερινή περιοχή του Κλερμόν-Φεράν και της Ωβέρνης και από την οποία καταγόταν ο γνωστός Γαλάτης στρατηγός Βερκιγγετόριξ.

Γαλατικοί πόλεμοι και ρωμαϊκή κυριαρχία

Επεξεργασία
 
Ο Βερκιγγετόριξ παραδίδεται στον Ιούλιο Καίσαρα.

Ο Ιούλιος Καίσαρας μετέβη με τον στρατό του στη Γαλατία το 58 π.Χ. με το πρόσχημα της παροχής βοήθειας στους Γαλάτες συμμάχους της Ρώμης ενάντια στους Ελβετούς. Με τη βοήθεια διαφόρων γαλατικών φυλών, κατάφερε να κατακτήσει όλη τη Γαλατία εκτός από τη φυλή των Αρβερνών, οι οποίοι συνέχιζαν να αντιστέκονται με ηγέτη τον στρατηγό Βερκιγγετόριξ. Στη μάχη της Ζεργκόβια το 52 π.Χ., οι Γαλάτες νίκησαν τους Ρωμαίους[3], ωστόσο ο Ιούλιος Καίσαρας συνέλαβε τον Βερκιγγεντόριξ μετά τη μάχη της Αλεσίας, με την οποία και τερματίστηκε η γαλατική αντίσταση ενάντια στη Ρώμη[3].

Ρωμαϊκοί χρόνοι

Επεξεργασία

Μετά τους Γαλατικούς πολέμους και τη ρωμαϊκή κατάκτηση, η Γαλατία ενσωματώθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως επαρχία, υιοθετήθηκε η λατινική γλώσσα στην περιοχή, άλλαξε ο τρόπος διοίκησης και οι Γαλάτες τελικά έγιναν Ρωμαίοι πολίτες. Η δε Γαλατία μοιράστηκε σε τέσσερις επαρχίες: τη Ναρβωνίτιδα Γαλατία, τη σημερινή Προβηγκία, την Ακουιτανική Γαλατία, μεταξύ Πυρηναίων και Λίγηρος, τη Λουγδουνική Γαλατία, μεταξύ Λίγηρος και Σηκουάνα και τη Βελγική Γαλατία, μεταξύ Σηκουάνα και Ρήνου.

Από τον 3ο έως τον 5ο αιώνα, η Γαλατία δεχόταν επιδρομές από γερμανόφωνους λαούς όπως οι Φράγκοι και Αλαμανοί. Αποσπάστηκε από τη Ρώμη κατά τα έτη 260-273 και αποτέλεσε, μαζί με τη Βρετανία και την Ιβηρική χερσόνησο, τη βραχύβια Γαλατική αυτοκρατορία. Μετά τη νίκη των Φράγκων στη μάχη του Σουασόν το 486, η Γαλατία βρέθηκε υπό την εξουσία της δυναστείας των Μεροβιγγείων.

Θρησκεία

Επεξεργασία
Κύριο λήμμα: Κελτική μυθολογία

Στους Γαλάτες κυριαρχούσε ο ανιμισμός, καθώς απέδιδαν ανθρώπινα χαρακτηριστικά στα στοιχεία της φύσης γύρω τους, εξυψώνοντάς τα σε ημίθεους, όπως λίμνες, ποτάμια, βουνά, ακόμα και ζώα. Το ιερότερο ζώο τους ήταν το αγριογούρουνο, το οποίο εντοπίζεται ως σύμβολο σε γαλατικό στρατιωτικό εξοπλισμό, ενώ το κυνήγι του συμβολίζει την καταδίωξη του πνευματικού από το επίγειο.

Έδιναν εξαιρετική σημασία στους χρησμούς, στις προφητείες και στους οιωνούς. Η ιστορία και η λαογραφία τους είναι γεμάτη από τέτοια περιστατικα, που δείχνουν λαούς οι οποίοι στέκονται με δέος μπροστά στις ανώτερες δυνάμεις. Η θρησκεία τους ήταν πολυθεϊστική: υπήρχε ένα κοινό πάνθεον για όλες τις φυλές, ωστόσο λατρεύονταν και τοπικές και οικιακές θεότητες, με μεγάλες επιρροές από την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία. Τα ονόματα των κυριότερων από τους θεούς τους ήταν: Τοουτάτης, που αντιστοιχεί προς τον Ερμή του ελληνικού δωδεκάθεου, Γράννος ή Βέλενος, που έχει τις αρμοδιότητες του Απόλλωνα, Έσους που παραλληλίζεται με τον Άρη, Τάρανις, αντίστοιχος του ελληνικού Δία και Μινέρβα που διαδραματίζει τον ρόλο της Αθηνάς.

Η λατρεία των θεών αυτών στους οποίους πίστευαν οι Γαλάτες προσφερόταν μέσω των ιερέων που οι πιο επιφανείς λέγονταν δρυΐδες, και από μάντεις που είναι γνωστοί με το όνομα «ανάτεις», Οι δρυΐδες ήταν κυρίαρχες φυσιογνωμίες και είχαν εξέχουσα θέση σε κάθε φυλή: ήταν αρμόδιοι για την πολιτιστική και θρησκευτική γνώση, καθώς επίσης και για τις τελετουργικές ιεροπραξίες, αλλά και υπεύθυνοι για την εκπαίδευση των αριστοκρατών. Κατείχαν όχι μόνον θρησκευτική αλλά και κοινωνική δύναμη, που ενδεχομένως σε ύστερες φάσεις εξελίχθηκε σε πολιτική. Το ισχυρότερο εργαλείο που κατείχαν ήταν η δύναμη της αποκοπής: όταν ο δρυΐδης απέκοπτε το μέλος κάποιας φυλής, εκείνο ήταν υποχρεωμένο να ξεκόψει από τις ρίζες του και να απομακρυνθεί από τη φυλή. Ο σεβασμός προς τους νεκρούς ήταν μεγάλος και τους κήδευαν, προπαντός τους επισήμους, με εξαιρετικές τιμές. Μαζί με τον νεκρό, έκαιγαν και πολλά αντικείμενα που είχε αγαπήσει όσο ζούσε. Ακόμα και προσφιλή του ζώα έκαιγαν μαζί του και όχι σπάνια και δούλους του.

Κοινωνική δομή των Γαλατών

Επεξεργασία

Οι Γαλάτες ήταν φυλετική και γεωργική κοινωνία, αντίθετα από τους άλλους κελτικούς λαούς. Δεν είχαν μόνο οι δρυΐδες πολιτική εξουσία στη Γαλατία, αντιθέτως το αρχικό πολιτικό σύστημα ήταν περίπλοκο και βάση του ήταν η φυλή, που αποτελούσε από μόνη της τη μικρότερη διοικητική, αλλά και στρατιωτική μονάδα μιας επαρχίας[4]. Κάθε φυλή είχε ένα συμβούλιο γηραιών και αρχικά έναν βασιλιά, ενώ αργότερα αντικαταστάθηκε από έναν αιρετό άρχοντα που εκλεγόταν κάθε χρόνο. Οι φυλετικές αυτές υποομάδες ενώνονταν σε ενιαίες ομάδες που ονομάζονταν civitates[5], οι οποίες θα αποτελούσαν αργότερα τη βάση για τη διαίρεση της Γαλλίας σε εκκλησιαστικά επισκοπάτα και αρχιεπισκοπές, κάτι που διατηρήθηκε με ελάχιστες αλλαγές μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση.

Συνεπώς, ως επί το πλείστον, οι Γαλάτες είχαν την αίσθηση μιας τοπικής εθνικότητας και οι κλασικές πηγές πιστοποιούν ότι υπήρχαν δέκα έξι διακριτά τοπικά έθνη Γαλατών. Η Γαλατία ήταν πολιτικά διαιρεμένη και δεν υπήρχε ενότητα ανάμεσα στις διάφορες φυλές, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις, όπως στη συμμαχία ενάντια στις δυνάμεις του Ιούλιου Καίσαρα υπό τον Βερκιγγετόριγα. Γενικά οι Γαλάτες σε όλη την Ευρώπη δεν είχαν διαμορφώσει ένα ενιαίο έθνος, παρά μονάχα θύλακες του συνεχούς δικού τους πολιτισμού.

Οι Γαλάτες ήταν κατ' εξοχήν λαός πολεμικός, ενώ είχαν και σε υπερβολικό βαθμό ανεπτυγμένο το αίσθημα της φιλίας. Κατά τις εκστρατείες οι φίλοι δεν χωρίζονταν ποτέ σε διάφορες άλλες ομάδες. Υπηρετούσαν πάντα μαζί στην ίδια ομάδα, πράγμα που τους έκανε περισσότερο αποφασιστικούς στις μάχες, όπου εκτός από τους πολεμικούς σκοπούς, είχαν να αγωνιστούν πέραν της ζωής τους και για τη ζωή των φίλων τους.

Σχετικά με τον οικογενειακό θεσμό, οι Γαλάτες ήταν μονογαμικοί και έτρεφαν θερμά αισθήματα για τη σύζυγο και τα παιδιά τους. Κατοικούσαν σε κυκλικά σπίτια, ως επί το πλείστον ξύλινα. Ζούσαν από τη γεωργία και από την κτηνοτροφία. Το λάδι και το κρασί τούς ήταν άγνωστα. Η ενδυμασία τους ήταν μάλλινη και αποτελείτο από βράκα, χιτώνα με μανίκια και μανδύα.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Βρέννου δὲ τὸν Γαλατῶν στρατὸν ἀγαγόντος ἐς Δελφοὺς προθυμίαν ἐς τὸν πόλεμον οἱ Φωκεῖς πλείστην τοῦ Ἑλληνικοῦ παρέσχοντο, καὶ ἀπὸ τοῦ ἔργου τούτου μετασχεῖν Ἀμφικτυονίας αὖθις καὶ ἐς τὰ ἄλλα ἐγένετο ἀξίωμα αὐτοῖς ἀνασώσασθαι τὸ ἀρχαῖον. Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, κεφ. 8,3
  2. Gallia est omnis divisa in partes tres, quarum unam incolunt Belgae, aliam Aquitani, tertiam qui ipsorum lingua Celtae, nostra Galli appellantur. Ιούλιος Καίσαρας, Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού Πολέμου, Βιβλίο Α', κεφ. 1
  3. 3,0 3,1 Ιούλιος Καίσαρας, Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού Πολέμου, Βιβλίο Ζ'
  4. Οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν τη μικρότερη αυτή διοικητική μονάδα pagus (πληθ. pagi), απ' όπου προέρχεται και η γαλλική λέξη pays, που σημαίνει χώρα ή περιοχή
  5. Κυριολεκτικά σημαίνει πολιτεία.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία