Η Καππαδοκία (τουρκικά: Kapadokya· από το περσικό: Κατπατούκα, λέξη ουσιαστικά άγνωστης ετυμολογίας[1][2] η οποία από κάποιους νομίζεται πως σημαίνει «η χώρα των όμορφων αλόγων»[3]), είναι μία από τις μεγαλύτερες περιοχές της ανατολικής Μικράς Ασίας. Σήμερα το έδαφός της ανήκει σε πέντε τουρκικές επαρχίες: Καισάρειας, Νίγδης, Κιρσεχίρ, Ακσαράι, Νεβσεχίρ.

Καππαδοκία
ΧώραΤουρκία
Διοικητική υπαγωγήΠεριοχή Κεντρικής Ανατολίας
Γεωγραφική υπαγωγήΜικρά Ασία
Γεωγραφικές συντεταγμένες38°40′14″N 34°50′21″E
Ιστορικός χάρτης της Μικράς Ασίας

Οι κάτοικοι της Καππαδοκίας λέγονται Καππαδόκες (εν. Καππαδόκης -κη· καθ. Καππαδόκης -ου, αλλά και Καππάδοξ -κος).

Μέχρι το 1922 και τη Μικρασιατική Καταστροφή, οπότε και η ανταλλαγή πληθυσμών, οι κάτοικοι της Καππαδοκίας κατά θρήσκευμα και εθνικότητα ήταν:

Ομιλούμενες γλώσσες ήταν η ελληνική με πολλές παραφθορές και διαλέκτους, η τουρκική, η αρμενική και η κουρδική. Μετά το 1922, οι κάτοικοι της περιοχής μετρούσαν 200.000 σε αριθμό.

Φυσικά όρια της Καππαδοκίας είναι προς τον Βορρά οι Ποντιακές Άλπεις, προς την Ανατολή ο ποταμός Ευφράτης, προς τον Νότο το όρος Ταύρος και προς τη Δύση ο ποταμός Άλυς (τουρκ. Κιζίλ Ιρμάκ). Χώρες παλαιότερες που συνόρευαν με την Καππαδοκία ήταν προς Δ. η Παφλαγονία, η Λυκαονία και η Γαλατία, προς Ν. η Κιλικία και η Συρία και προς Α. η Αρμενία και επίσης η Συρία.

Ψηλότερο βουνό είναι ο Αργαίος (τουρκ. Erciyes) (4.000 μ.) κοντά στην Καισάρεια, παλιό ηφαίστειο συνεχώς χιονοσκεπές, και η μεγάλη οροσειρά του Ταύρου, κοντά στη Θάλασσα της Λεβαντίνης. Κύριοι ποταμοί είναι ο Άλυς (από το ορυκτό αλάτι στις όχθες του), ο Ευφράτης, ο Γεσίλ Ιρμάκ (Ίρις) και ο Σάρος (Σεϊχάν). Το έδαφος στα υψίπεδα σχηματίζει κυρίως βοσκοτόπους, είναι εύφορο προς τον Πόντο και τον Ευφράτη και δασώδες προς την οροσειρά του Ταύρου.

Ιστορία Επεξεργασία

Οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς διέκριναν δύο Καππαδοκίες. Η μία, προς τον Ταύρο, αποκαλούνταν Μεγάλη Καππαδοκία με πρωτεύουσα τη Μάζακα και, επί Αλεξανδρινών χρόνων Ευσέβεια, με άλλες μεγάλες πόλεις την Καισάρεια (τουρκ. Καϊσερί), τη Μελίτη ή Μελιτηνή (σημ. Μαλάτια) την Τύανα αρχ. Πόλη αργότερα Χριστούπολη που καταστράφηκε τον 8ο αιώνα, την Κόμανα προς τον Αντίταυρο, αρχαία πόλη με φημισμένο ιερατείο και μαντείο στον ποταμό Σάρο. Η άλλη, αποκαλούνταν Ποντική Καππαδοκία, με πρωτεύουσα την Αμισό και άλλες πόλεις τη Φαρνακία (αργότερα Κερασούς), Τραπεζούντα, Αμάσεια και Κόμανα Ποντική.

Αρχαία εποχή Επεξεργασία

Κατά την εποχή του Χαλκού, οι Καππαδόκες φαίνεται πως είχαν στρατιωτική οργάνωση με ανώτατο άρχοντα και άλλους δευτερεύοντες ηγεμόνες. Μετά την εγκατάστασή τους, δημιούργησαν πολλά μικρότερα κράτη με κληρονομικές δυναστείες, με ανώτατο άρχοντα τον βασιλιά, δηλαδή ένα κράτος φεουδαλικό στηριζόμενο στη στρατιωτική αριστοκρατία.

Το σύστημα αυτό ήταν βαθιά ριζωμένο στους Καππαδόκες, αφού εξακολούθησε να υπάρχει και μετά την υποταγή τους στους Πέρσες, Μακεδόνες, Ρωμαίους.

Περσική εποχή Επεξεργασία

Περί το 1100 π.Χ., Καππαδοκία δέχθηκε επίθεση από τους Ασσυρίους του βασιλιά Τιγλατπιλεζάρ Α’(εφήμερη κατάκτηση). Περί τον 9ο αιώνα π.Χ., η Καππαδοκία δέχθηκε μεγάλη επιδρομή των Σκυθών, ενώ τον 8ο αιώνα π.Χ. την επίθεση των Μήδων και Περσών. Τον 6ο αι. π.Χ. υποτάχθηκε οριστικά στους Πέρσες. Στους αρχαίους Πέρσες η χώρα ήταν γνωστή ως Κατπατούκα, το οποίο όνομα οι Έλληνες τροποποίησαν σε Καππαδοκία[4]. Ο Ηρόδοτος, ο πρώτος Ελληνας που αναφέρεται στους κατοίκους της χώρας, τους αποκαλεί «Σύριους», αν και συμπληρώνει ότι οι Πέρσες τους αποκαλούν «Καππαδόκες»[5].

Την περίοδο αυτή το κράτος διαιρέθηκε σε σατραπείες. Έτσι το φεουδαλικό σύστημα συνεχίζει κάτω από τον Μεγάλο Βασιλέα των Περσών και τους δικούς τους ηγεμόνες. Ένας δε εξ αυτών, ο Αριαράθης Α', κατάφερε να ενώσει υπό την εξουσία του όλη τη Καππαδοκία τον 4ο π.Χ. αιώνα. Τον διαδέχτηκε, μετά θάνατο, ο γιος του Αριαράθης Β'. Κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας, και μετά τη μάχη του Γρανικού, ο Αλέξανδρος διόρισε δικό του σατράπη για την Καππαδοκία. Όμως η χώρα παρέμεινε κέντρο αντίστασης κατά των Μακεδόνων και εφαλτήριο για την προσπάθεια ανάκτησης της δυτικής Μ. Ασίας από τους Πέρσες.[6] Πριν την εισβολή του Μ. Αλεξάνδρου στη Μεσοποταμία, ο Πέρσης βασιλιάς, Δαρείος, στρατολόγησε Καππαδόκες ιππείς υπό τη διοίκηση του σατράπη Αριάκη ή Αριαράθη. Κατά τη μάχη των Γαυγαμήλων, αυτοί οι ιππείς πολέμησαν στο δεξιό άκρο της περσικής παράταξης.[7] Ο ίδιος ο Αριαράθης συνέχισε να πολεμά εναντίον των Μακεδόνων, μέχρι τον θάνατό του, σε ηλικία 82 ετών.[6]

Ο Μέγας Αλέξανδρος σεβάστηκε την αυτονομία της Καππαδοκίας και τη διατήρησε μέχρι τον θάνατό του οπότε και οι διάδοχοί του την κατέλαβαν και την έδωσαν στον Ευμένη (322 π.Χ.). Το 315 π.Χ. καταλήφθηκε από τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο, όμως μετά τη μάχη στην Ιψό υπάχθηκε στο κράτος των Σελευκιδών. Πολύ γρήγορα ανέκτησε την αυτονομία της με τον Αριαράθη Γ', ο οποίος κατέλαβε τη Μεγάλη Καππαδοκία και τον Μιθριδάτη[χρειάζεται αποσαφήνιση], που κατέλαβε την άλλη του Πόντου. Μετά την κατάκτηση από τον Μέγα Αλέξανδρο άρχισε, σταδιακά, και η μαζική εγκατάσταση Ελληνικών πληθυσμών που συνεχίστηκε καθ'όλη τη διάρκεια της Ελληνιστικής Εποχής από τους απογόνους του.

Ελληνιστική εποχή Επεξεργασία

Με την αυτονομία αυτή αρχίζει ιστορικά η ελληνιστική περίοδος, εξαιτίας της ελληνιστικής εσωτερικής μεταβολής που υπέστη. Παρ' όλα αυτά δεν έλειψαν οι έριδες μεταξύ των ηγεμόνων των δύο Καππαδοκιών, με στόχο την ένωση σε μία Καππαδοκία. Το πέτυχε τελικά ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ αφού εκδίωξε και κακοποίησε τον Αριαράθη Η' (1ος αιώνας π.Χ.). Από τον Αριαράθη Γ' μέχρι τον Αριαράθη Η', στη Μεγάλη Καππαδοκία καλλιεργήθηκαν με ζήλο τα ελληνικά γράμματα και η φιλοσοφία, δίνοντας πρώτοι το παράδειγμα οι ίδιοι οι ηγεμόνες της. Ο δε Αριαράθης ΣΤ' είχε έρθει και στην Αθήνα.

Οι ηγεμόνες της Ποντικής Καππαδοκίας συνετέλεσαν πολύ ώστε να καταστήσουν τη χώρα τους κέντρο του ελληνισμού. Όταν ένωσαν σε μία τη χώρα, επέκτειναν το κράτος τους προς την Κριμαία, τον Καύκασο, την Κολχίδα και τη Συρία. Αργότερα ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ ο Ευπάτωρ συγκρούστηκε με τη Ρώμη, με την οποία διεξήγαγε τρεις πολέμους (Μιθριδατικοί πόλεμοι). Σπουδαιότερος από αυτούς ήταν ο 1ος (88-85 π.Χ.), κατά τον οποίο νικήθηκε στη Χαιρώνεια από τον Σύλλα και υποχρεώθηκε με τη Συνθήκη του Δαρδάνου να πληρώσει μεγάλη πολεμική αποζημίωση, και ο 3ος (74-65 π.Χ.), κατά τον οποίο με σύμμαχο τον γαμπρό του Τιγράνη, βασιλέα των Αρμενίων, προσπάθησε να κατακτήσει τη Βιθυνία αλλά νικήθηκε αρχικά από τον Λούκουλλο και στη συνέχεια από τον Πομπήιο. Τότε κατέφυγε στην Κριμαία, όπου και δολοφονήθηκε.

Οι Ρωμαίοι τότε κατέλυσαν το Καππαδοκικό κράτος μεταβάλλοντάς το σε ρωμαϊκή επαρχία. Το 70 π.Χ. επανίδρυσαν το κράτος της Καππαδοκίας υπό τον Αριοβαρζάνη. Όταν αυτός πέθανε χωρίς να αφήσει απογόνους, ο Μάρκος Αντώνιος έδωσε τον θρόνο στον Καππαδόκη Αρχέλαο, λόγιο και συγγραφέα, τον οποίο και κάλεσε στη Ρώμη όπου και πέθανε το 17 μ.Χ., χωρίς διάδοχο. Τότε η Καππαδοκία χωρίστηκε σε 3 επαρχίες.

Χριστιανική εποχή Επεξεργασία

Κατά την περίοδο αυτή, Καππαδοκία νοείται πλέον μόνο η Μεγάλη Καππαδοκία ενώ εκείνη προς τον Πόντο έχει πλέον καθιερωθεί με το όνομα Πόντος. Πόλεις ονομαστές αυτή την περίοδο είναι οι Αριαθάμια (στον ποταμό Σάρο), Τάβια (σημ. Γκιοζγκάτ), Νύσσα, Μωκισσός (στον ποταμό Άλυ), Αραβισσός, Κολώνεια, Ηράκλεια και Ναζιανζός.

Τον 1ο μ.Χ. αιώνα, ο εξελληνισμός της περιοχής αυτής είναι πλήρης. Ακόμη και κάποιες εβραϊκές κοινότητες μιλούν και γράφουν ελληνικά. Αυτό βοήθησε τα μέγιστα στη εξάπλωση του Χριστιανισμού. Έτσι εδώ δημιουργούνται αξιόλογα κέντρα του χριστιανισμού όπως η Καισάρεια, η πρώτη σε ιεραρχία και κύρος μητρόπολη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως[8]. Τον 3ο-5ο αι. ακμάζουν η παιδεία και η φιλολογία. Εδώ διακρίνονται οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας Φερμελιανός ο Καισαρείας, Γρηγόριος Νεοκαισαρείας, Λεόντιος Καισαρείας και Ευσέβιος οι Καισαρείας, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος Ναζιανζηνός και Γρηγόριος Νύσσης (αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου).

Ιδίως η δύναμη και η επιβολή που είχαν οι Μητροπολίτες της Καισαρείας ήταν τόση που πρωτοστατούσαν σε κάθε πολιτική και θρησκευτική κίνηση. Σκοπός του κάθε Μητροπολίτη ήταν η προαγωγή των γραμμάτων και των ευαγών ιδρυμάτων με συνέπεια όλη η Καππαδοκία να γίνει γρήγορα κέντρο κάθε θρησκευτικής και εκπαιδευτικής δράσης, διατηρούμενο για αιώνες.

Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου η Καππαδοκία ενώθηκε με τον Πόντο και αποτέλεσε μικρό κράτος υπό τον ανεψιό του Αννιβαλιανό. Αλλά επί των διαδόχων του Αννιβαλιανού έγινε πάλι επαρχία του Βυζαντίου, δεχόμενη επιδρομές από γύρω λαούς.

Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, διαπιστώνοντας τη σπουδαιότητα της χώρας για την αντιμετώπιση των Περσών και αργότερα των Αράβων και Τούρκων, την έκαναν μεγάλο στρατιωτικό κέντρο. Στον Ταύρο και Αντίταυρο κατασκεύασαν πολλά αμυντικά οχυρωματικά έργα, τα λεγόμενα Κλεισούρες, στα δε πεδινά συγκέντρωναν στρατό για προετοιμασία επιθέσεων. Στην Καππαδοκία συγκέντρωσε τον στρατό του ο Ιουστινιανός κατά των Περσών, και ο Ηράκλειος, όταν νίκησε τον Χοσρόη Β’ (623). Τελικά όμως υπέκυψε κάτω από το βάρος των επαναλαμβανόμενων επιθέσεων των Αράβων, οι οποίοι κατέλαβαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τη χώρα πέραν του Αντιταύρου. Η Καππαδοκία ανακαταλήφθηκε από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία τον 10ο αιώνα μ.Χ.

Τουρκική περίοδος Επεξεργασία

Στα τέλη του 11ου αι., την Καππαδοκία υπέταξαν οι Σελτζούκοι Τούρκοι και, μετά τη διαίρεση της μεγάλης Σελτζουκικής αυτοκρατορίας, απετέλεσε μέρος του κράτους του Ικονίου ή Σουλτανάτου του Ρουμ (Ρωμανία). Τον 13ο αι., μετά τη διάλυση και αυτού του κράτους, έγινε αυτόνομη χώρα κάτω από τη Δυναστεία Καραμάν εξ ου και το όνομα Καραμανία. Λίγο μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το κράτος αυτό καταλύθηκε και η Καππαδοκία περιήλθε στους Οθωμανούς Τούρκους.

Μετά τη κατάληψη από τους Οθωμανούς και επειδή η χώρα δεν ήταν και τόσο εύφορη, άρχισε η μετανάστευση των χριστιανών με διεξόδους τρεις κυρίως δρόμους: ο προς τη Μερσίνη κι από κει στην Αλεξάνδρεια, ο προς την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη και ο τρίτος προς Αμισό. Με τον χρόνο και με την ανάπτυξη της συγκοινωνίας στη Μικρά Ασία, άρχισε να δημιουργείται σειρά ακμαζουσών παροικιών κατά μήκος των παραπάνω οδών, από τις οποίες προήλθαν μεγαλέμποροι, τραπεζίτες, ακόμη και κυβερνητικοί υπάλληλοι, οι γνωστοί Καϊσερλήδες.

Έτσι τον 19ο αιώνα άρχισε νέα ακμή του ελληνοχριστιανικού στοιχείου και των ελληνικών γραμμάτων στην Καππαδοκία, ιδίως από το 1870 που ανυψώθηκε στον μητροπολιτικό θρόνο της Καισαρείας ο πρώην Διευθυντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής Ευστάθιος (Κλεόβουλος). Αυτός συνετέλεσε στην ίδρυση Καππαδοκικής Αδελφότητας στην Κωνσταντινούπολη, για συλλογή χρημάτων και ίδρυση σχολείων. Το 1882, ο διαμένων στη Μασσαλία ομογενής Θεόδωρος Ροδοκανάκης έθετε στη διάθεση του Πατριαρχείου κατ΄ έτος 5.000 φράγκα προς ίδρυση και συντήρηση Ιερατικής Σχολής, η οποία άρχισε να λειτουργεί τον χειμώνα του 1882 στη Μονή Προδρόμου στο Ζιντζίντερε της Καισαρείας και της οποίας α’ δάσκαλος ήταν ο εξ Ανδρονικείου Σεραπίων Ιωάννου. Χάριν αυτής αργότερα φτιάχτηκε και οικοτροφείο στη Μονή.

Το 1904, ο από Κωνσταντινούπολη ομογενής Καππαδόκης Συμεών Σιντόσογλου ανοικοδόμησε λαμπρό διδακτήριο όπου και λειτουργούσε η Ιερατική Σχολή μέχρι το 1916-1917 οπότε κλείστηκε οριστικά από τους Τούρκους. Ο παραπάνω ομογενής είχε ιδρύσει και προικίσει δύο ακόμη ορφανοτροφεία (1 αρρένων και 1 θηλέων). Η κατά Καισάρεια Ιερατική Σχολή λειτούργησε επί 35 έτη με 100 μαθητές ετησίως.

 

Εκκλησιαστική ιστορία Επεξεργασία

Μέχρι την Δ' Οικουμενική σύνοδο (451), η Καππαδοκία αποτελούσε μία Εκκλησία υπό τον Μητροπολίτη και Πατριάρχη Καισαρείας, στον οποίο υπαγόταν και η Αρμενία. Στη συνέχεια, αφενός αποσπάσθηκαν τα Τύανα και αποτέλεσαν Μητρόπολη, υπαχθείσα αργότερα στη Μητρόπολη Ικονίου, αφετέρου δε με απόφαση της Δ' Οικουμενικής Συνόδου στη Χαλκηδόνα, υπάχθηκε ο ανεξάρτητος θρόνος της Καισαρείας κάτω από τον Αρχιεπίσκοπο (μετέπειτα Πατριάρχη) της Κωνσταντινούπολης.

Από τότε και μέχρι σήμερα ο Καισαρείας τάχθηκε Πρωτόθρονος υπό τον Οικουμενικό Θρόνο Μητροπολίτης, Υπέρτιμος των υπερτίμων, προς διάκριση των άλλων που καλούνται απλώς Υπέρτιμοι. Η Καππαδοκία είχε χριστιανικό πληθυσμό κατά πλειοψηφία μέχρι τον 12ο αιώνα μ.Χ. όταν μετά την κατάκτηση της πρώτα από τους Σελτζούκους και μετά από τους Οθωμανούς οι περισσότεροι κάτοικοι της εξισλαμίστηκαν και εκτουρκίστηκαν. Ωστόσο η Καππαδοκία διατήρησε μία σημαντική και μεγάλη χριστιανική μειονότητα μέχρι την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 μετά της Συνθήκη της Λωζάννης.

Καππαδοκικά ιδιώματα Επεξεργασία

Καππαδοκικά ιδιώματα λέγονται μέχρι σήμερα τα ιδιώματα που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της περιοχής και που είναι ένας κατακερματισμός ελληνικών λέξεων μέσα σε τουρκικά ιδιώματα.

Μεγάλη αναστάτωση είχε προκληθεί πριν δέκα χρόνια όταν κάποιοι τουρίστες Έλληνες και περαστικοί οδηγοί από την περιοχή της Καππαδοκίας δήλωναν επιστρέφοντας σε ιδιαίτερες κρατικές υπηρεσίες ότι άκουσαν κάποιους να ομιλούν σπαστά «ελληνικά», συνδυάζοντάς τους με αγνοούμενους της Κύπρου.

Βλέπε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. (Αγγλικά) Adams, Senior Research Fellow in Classics J. N.· Adams, James Noel (2002). Bilingualism in Ancient Society: Language Contact and the Written Text. Oxford University Press. σελ. 348. ISBN 978-0-19-924506-2. 
  2. (Γαλλικά) Kacharava, Daredjan· Faudot, Murielle (2005). Pont-Euxin Et Polis: Polis Hellenis Et Polis Barbaron : Actes Du Xe Symposium de Vani, 23-26 Septembre 2002 : Hommage À Otar Lordkipanidzé Et Pierre Lévêque. Presses Universitaires de Franche-Comté. σελ. 135. ISBN 978-2-84867-106-2. 
  3. Παπατσώνη, Μαρίνα (16 Μαΐου 2019). «Καππαδοκία: Εμπειρία ζωής». Η Καθημερινή. Ανακτήθηκε στις 20 Απριλίου 2020. 
  4. (Αγγλικά) Bevan, Edwyn Robert (1966). The house of Seleucus. 1. Barnes & Noble. σελ. 76. OCLC 313659202. The eastern and northern part of the country beyond the Taurus was known to the Persians as Katpatuka, a name which the Greeks transformed into Cappadocia (Kappadokia). 
  5. (Αγγλικά) Gershevitch, I. (1985). The Cambridge History of Iran. Cambridge University Press. σελ. 244. ISBN 978-0-521-20091-2. 
  6. 6,0 6,1 Encyclopaedia Iranica
  7. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.Δ΄, σσ.112,116
  8. Χαριτόπουλος 2005.

Πηγές Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

Ψηφιακό αρχείο ΕΡΤ