Με το όνομα Σκύθες αναφέρονται από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς ένα σύνολο νομαδικών φυλών που ερχόταν σε επαφή μαζί τους και ζούσε στην Κεντρική Ασία και στα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Οι Σκύθες θεωρούνται ο λαός καταγωγής των θρυλικών Αμαζόνων.[1]

Σκύθης τοξότης. Εσωτερικό ερυθρόμορφης κύλικας, περ. 520-500 π.Χ.

Όνομα Επεξεργασία

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο[2], οι Σκύθες ονόμαζαν τους εαυτούς του Σκολότες. Το ελληνικό Σκύθες προφανώς αντικατοπτρίζει μια παλαιότερη αντήχηση του ιδίου ονόματος *Skuδa- (όπου ο Ηρόδοτος μεταγράφει το [[δ]] σε λάμδα ενώ το -τοι αντιπροσωπεύει την κατάληξη πληθυντικού -τα της γλώσσας του Νότιου Ιράν). Η λέξη αρχικά σήμαινε τοξευτής, τοξότης και προήλθε αρχικά από την πρωτοινδοευρωπαική ρίζα -skeud- εκτοξεύω, πετώ (σύγκρινε με την αγγλική λέξη shoot).

Το όνομα που είχαν οι Σογδιανοί για τον εαυτό τους, Swγδ, προφανώς αντιπροσωπεύει το ίδιο όνομα (*Skuδa > *Suγuδa με ανάπτυξη φωνήεντος). Το όνομα υπάρχει επίσης και στα ασσυριακά με τη μορφή Aškuzai ή Iškuzai, Σκύθης.

Στα παραδοσιακά πολωνικά και ουκρανικά τραγούδια οι άνθρωποι της στέπας ονομάζονται Σόκολοι το οποίο πιθανόν να προέρχεται από το Σκολότοι (Skolotoi).

Οι παλαιοί Πέρσες χρησιμοποιούσαν ένα άλλο όνομα για τους Σκύθες και συγκεκριμένα το Saka, το οποίο πιθανόν να προέρχεται από την Ιρανική ρηματική ρίζα sak- πηγαίνω, περιπλανώμαι, δηλ. περιπλανώμενος, νομάδας[3].

Σκυθική Κοινωνία Επεξεργασία

Οι Σκύθες αποτελούσαν ένα χαλαρό δίκτυο από νομαδικές φυλές από έφιππους βοσκούς. Εισέβαλαν σε πολλές περιοχές στις στέπες της Ευρασίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σήμερα αποτελούν το Καζακστάν, Αζερμπαϊτζάν, τη νότια Ουκρανία και τη Νότια Ρωσία. Οι Σκύθες, που κυβερνώνταν από ολιγάριθμες ελίτ οι οποίες συνδέονταν με στενές συμμαχίες, ήταν διάσημοι για τους τοξότες τους και πολλοί έβρισκαν εργασία ως μισθοφόροι. Οι σκυθικές ελίτ είχαν τάφους τύπου «κουργκάν»: ψηλοί λόφοι υψωμένοι πάνω από τάφους-δωμάτια από ξύλο πεύκου, φυλλοβόλο κωνοφόρο το οποίο πιθανόν να είχε ιδιαίτερη σημασία ως το δέντρο της ανανέωσης της ζωής, επειδή μένει γυμνό τον χειμώνα. Χώροι ταφής στο Πάζυρυκ, στα όρη Αλτάι, περιλαμβάνουν ορισμένους εντυπωσιακά διατηρημένους Σκύθες του πολιτισμού Πάζυρυκ — συμπεριλαμβανομένης της «Παγωμένης Παρθένας» του 5ου αιώνα π.Χ.

 
Αγγείο που βρέθηκε σε σκυθικό τάφο στη σημερινή Ρουμανία

Οι Σκύθισσες γυναίκες ντύνονταν με τον ίδιο τρόπο με τους άντρες, και πολεμούσαν στο πλευρό τους στη μάχη.[1] Ένας τάφος Πάζυρυκ που βρέθηκε στη δεκαετία του 1990 το επιβεβαιώνει. Περιλάμβανε τους σκελετούς από έναν άντρα και μια γυναίκα, καθέναν από αυτούς με όπλα, μύτες από βέλη και ένα τσεκούρι. «Η γυναίκα ήταν ντυμένη ακριβώς όπως ο άντρας. Αυτό δείχνει ότι ορισμένες γυναίκες, κυρίως νέες και ανύπαντρες, μπορούσαν να είναι πολεμίστριες, στην κυριολεξία Αμαζόνες. Αυτό δεν αποτελούσε προσβολή στις αρχές της νομαδικής κοινωνίας», σύμφωνα με τη συνέντευξη ενός από τους αρχαιολόγους, για το ντοκιμαντέρ του NOVA το 1998, «The Ice Mummies».

Οι Σκύθισσες πολεμίστριες έγιναν πολύ δημοφιλείς συναγωνιζόμενες για την τιμή τού να έχουν εμπνεύσει τον ελληνικό μύθο των Αμαζόνων. Στο ντοκιμαντέρ Secrets of the Dead - Amazon Warrior Women (4/8/2004), η αρχαιολόγος Jeannine Davis-Kimball παρέχει αρχαιολογικές και γενετικές αποδείξεις ότι οι Σαυρομάτες πιθανόν να αποτέλεσαν την πηγή αυτών των ελληνικών μύθων.

Απ' όσο γνωρίζουμε, οι Σκύθες δεν είχαν σύστημα γραφής. Μέχρι και τις πρόσφατες αρχαιολογικές εξελίξεις, οι περισσότερες πληροφορίες γι΄ αυτούς προέρχονταν από τους Έλληνες. Ο θησαυρός του Ζίβιγιε, ένας θησαυρός από προϊόντα μεταλλοτεχνίας από χρυσό, ασήμι και ελεφαντόδοντο, που βρέθηκε δίπλα στην πόλη του Σακίζ, νότια της λίμνης Ούρμια και χρονολογείται μεταξύ 680 π.Χ και 625 π. Χ. περιλαμβάνει αντικείμενα με σκυθικά (τεχνοτροπία με εικόνες ζώων) χαρακτηριστικά. Ένα ασημένιο πιάτο από τα ευρήματα φέρει κάποιες επιγραφές, σε γραφή η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί και πιθανόν είναι μια μορφή σκυθικής γραφής.

Ο Όμηρος αποκαλούσε τους Σκύθες «αρμεχτές φοράδων» και τους περιέγραψε με λεπτομέρειες: η στολή τους αποτελούνταν από παραγεμισμένα κεντημένα δερμάτινα παντελόνια, σουρωμένα μέσα σε μπότες, και ανοιχτούς χιτώνες. Ίππευαν δίχως αναβολείς ή σαμάρια, μόνο σαμαροσκούτια. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Σκύθες χρησιμοποιούσαν κάνναβη τόσο για να υφαίνουν τα ρούχα τους, όσο και για να καθαρίζονται στον καπνό της [4]. Η χρήση της κάνναβης σε ταφικές τελετές έχει επιβεβαιωθεί από την αρχαιολογία. Ο Σκύθης φιλόσοφος Ανάχαρσις επισκέφθηκε την Αθήνα τον 6ο αιώνα π. Χ. και έγινε διάσημος σοφός. Οι Σκύθες είναι επίσης γνωστοί για τη χρήση αγκυλωτών και δηλητηριωδών βελών πολλών τύπων, τη νομαδική ζωή που επικεντρώνονταν γύρω από τα άλογα - τρέφονταν από το αίμα των αλόγων σύμφωνα με τον Ηρόδοτο- και την ικανότητά τους στον ανταρτοπόλεμο. Οι Σκύθες από μερικούς θεωρούνται ότι πιθανά είναι οι πρώτοι που εξημέρωσαν το άλογο και το χρησιμοποίησαν στη μάχη αν και ιστορικά αυτό δεν ευσταθεί.

Ιστορία Επεξεργασία

Επισκόπηση Επεξεργασία

 
Χρυσή διακόσμηση ρούχου, που δείχνει δύο Σκύθες τοξότες, 400 με 350 π.Χ. Προφανώς από την Κουλ Ομπά της Κριμαίας, σήμερα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.

Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει καμία ευρέως αποδεκτή εξήγηση για την καταγωγή των Σκυθών, ούτε του πως μετανάστευσαν στον Καύκασο και την Ουκρανία. Όμως πολλοί μελετητές συμπίπτουν στο ότι μετανάστευσαν δυτικά από την Κεντρική Ασία μεταξύ του 800 π.Χ. και 600 π.Χ.

Ο Ηρόδοτος αποδίδει το όνομα της χώρας από όπου κατάγονται οι Σκύθες ως Γέρρος. Ετοίμαζαν τον νεκρό τους και ταξίδευαν με αυτόν μακρινές αποστάσεις για να τον πάνε στους Γέρους για ταφή.

Τα ασσυριακά αρχεία, τα πρώτα που αναφέρουν τους Ισκουζάι, χρονολογούνται περίπου από το τέλος του 8ου αιώνα π.Χ. Ο Ηρόδοτος επίσης επιβεβαιώνει ότι ο βασιλιάς τους Παρτάτουα είχε συμμαχία με την Ασσυρία και ότι ο Μαννάι τον αναγνώριζε. Το 663 π.Χ. ο γιος του Παρτάτουα, Μάδυος, μετά από αίτηση του Ασουρμπανιπάλ (Σαρδανάπαλος) της Ασσυρίας νίκησε τον βασιλιά των Μήδων Φαραόρτη (Κσαθρίτα), αποκτώντας τον έλεγχο επί των Μήδων μέχρι το 625 π.Χ. Μέχρι το τέλος της βασιλείας του είχε οδηγήσει τους Σκύθες και τους Κιμμέριους (προφανώς στενοί συγγενείς) σε σε μια έκρηξη λεηλασιών, που μάστιζε την Ασσυρία, τη Μικρά Ασία, τη Βόρεια Συρία, τη Φοινίκη, τη Δαμασκό και τη Φιλισταία (Παλαιστίνη). Λεηλάτησαν τον Ναό της Αφροδίτης στο Ασκελόν, και ο Ιερεμίας [5] τους αναφέρει ως "καταστροφέας εθνών ... (του οποίου) τα άρματα είναι σαν ανεμοστρόβιλος".

Μετά το 625 ωστόσο, οι Σκύθες εγκατέλειψαν τη Μηδική Αυτοκρατορία -οι ιστορικοί διαφωνούν για το αν το έπραξαν αυτό με τη θέλησή τους, ή τους εξόρισαν. Όπως και να 'χει, δεδομένου ότι ακολούθησε η καταστροφή της Ασσούρ από τους Μήδους το 614 π.Χ., χρειάστηκε να αλλάξουν πλευρά και να συμμαχήσουν με τους Μήδους. Αποτέλεσαν τμήμα της δύναμης που κατέστρεψε τη Νινευή το 612 π.Χ. Λίγο καιρό αργότερα, οι Σκύθες ξαναγύρισαν στις στέπες.

Το 512 π.Χ., όταν ο βασιλιάς Δαρείος ο Μέγας της Περσίας επιτέθηκε στους Σκύθες, φαίνεται να τους προσέγγισε διασχίζοντας τον Δούναβη. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται ότι οι Σκύθες, ως νομάδες που ήταν, κατάφεραν να μπερδέψουν τα σχέδια του Περσικού στρατού, αφήνοντάς τους να προελάσουν κατά μήκος ολόκληρης της χώρας, χωρίς συμπλοκή. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος με αυτόν τον τρόπο κατέληξε να φτάσει μέχρι τον ποταμό Βόλγα.

Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα π.Χ. οι Σκύθες φαίνεται να ευημερούσαν. Όταν ο Ηρόδοτος έγραψε την Ιστορία του κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., οι Έλληνες διέκριναν την «Μεγάλη Σκυθία» η οποία εκτεινόταν σε απόσταση 20 ημερών με το άλογο από τον ποταμό Δούναβη, προς τα δυτικά, κατά μήκος των στεπών της σημερινής Ουκρανίας έως το κατώτερο μέρος της λεκάνης του ποταμού Ντον, από την «Μικρή Σκυθία». Ο Ντον, που ήταν τότε γνωστός ως «Τάναϊς», χρησίμευε ως κύρια εμπορική αρτηρία ήδη από τότε. Προφανώς οι Σκύθες απέκτησαν τον πλούτο τους από τον έλεγχο του δουλεμπορίου, από τον βορρά στην Ελλάδα, μέσω των λιμανιών των ελληνικών αποικιών της Μαύρης Θάλασσας. Επίσης, καλλιεργούσαν δημητριακά και μετέφεραν με πλοία σιτάρι, μαλλί και τυρί στην Ελλάδα.

Οι Σκύθες της Κριμαίας δημιούργησαν ένα βασίλειο που εκτεινόταν από το κάτω μέρος του Δνείπερου μέχρι την Κριμαία. Η πρωτεύουσά τους, η Σκυθική Νεάπολη, βρισκόταν στα προάστια της σημερινής Συμφερούπολης (οι Γότθοι την κατέστρεψαν πολύ αργότερα, κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ.).

Στη νοτιότερη γωνία των πεδιάδων, βόρεια από τα δάση της Θράκης, ο Φίλιππος ο Μακεδόνας εγκατέστησε μακεδονικές εμπορικές πόλεις κατά μήκος δρόμων που έφταναν βόρεια μέχρι τον Δούναβη κατά τη διάρκεια του 330 π.Χ.(Φοξ 1973). Οι Έλληνες τεχνίτες από τις αποικίες βόρεια της Μαύρης Θάλασσας έφτιαξαν εντυπωσιακά σκυθικά χρυσά στολίδια (δες παρακάτω), χρησιμοποιώντας τον ελληνικό ρεαλισμό για να αναπαραστήσουν σκυθικά μοτίβα λιονταριών, κερασφόρων ελαφιών, και γρυπών. Η ελληνο-σκυθική επαφή επικεντρώθηκε στις ελληνιστικές πόλεις και οικισμούς της Κριμαίας (ιδίως στο Βασίλειο του Βοσπόρου).

Λίγο μετά το 300 π.Χ., οι Κέλτες φαίνεται ότι εκτόπισαν τους Σκύθες από τα Βαλκάνια, ενώ στη νότια Ρωσία, μια συγγενική φυλή, οι Σαυρομάτες, σταδιακά υπερίσχυσαν αυτών.

Οι Σκύθες στις κλασσικές πηγές Επεξεργασία

Τον 1ο αιώνα π.Χ., ο Έλληνας γεωγράφος Στράβων δίνει μια εκτεταμένη περιγραφή των ανατολικών Σκυθών, τους οποίους τοποθετούσε στη βορειοανατολική Ασία πέρα από τη Βακτριανή και τη Σογδιανή.

«Έπειτα συναντάμε τη Βακτριανή και τη Σογδιανή και τέλος τους Σκύθες νομάδες»[6]

Συνεχίζει περιγράφοντας τα ονόματα διαφόρων φυλών ανάμεσα στους Σκύθες, μάλλον δημιουργώντας αμάλγαμα με μερικές φυλές της ανατολικής Ασίας (όπως οι Τόχαροι).

Οι Σκύθες στη Βίβλο Επεξεργασία

Στον λαό που αναφέρεται εν συντομία ως «Ασκενάζ» - ίσως ως αποτέλεσμα παλιάς λανθασμένης ανάγνωσης του εβραϊκού αλαφαβήτου אשכנז αντί του ορθού אשכוז (= Ασκούζ) στη Γένεση χ. 3 και στο "Ι Χρονικό" ι. 6 - αποδίδεται καταγωγή από τον τρίτο γιο του Νώε, τον Ιάφεθ, μέσω του Γκομερ. Το βιβλίο του Ιερεμία Li 27, 28, αναφέρει τους Ασκενάζ σε σύνδεση με τα βασίλεια του Αραράτ και του Μίνι στα βουνά του Ταύρου, μαζί με τους Μήδους -και τους περιγράφει ως εχθρικούς προς τη Βαβυλώνα. Στον Μεσαίωνα οι εβραϊκές κοινότητες αναβίωσαν το όνομα «Ασκενάζ» εννοώντας αρχικά τους Τεύτονες και στη συνέχεια τους Εβραίους Ασκενάζι. Οι βιβλικές συνδέσεις με τους Σκύθες δεν είναι παρά ένα σύνολο από υποθέσεις.

Θεωρούμενοι Σκύθες Επεξεργασία

Παρόλο που οι Σκύθες λέγεται ότι είχαν εξαφανισθεί τον 1ο αιώνα π.χ., οι Ανατολικοί Ρωμαίοι εξακολουθούσαν να μιλούν συμβατικά για «Σκύθες» για να περιγράψουν γενικά τους καβαλάρηδες νομάδες βάρβαρους της Ευρασίας: το 448 μ.χ. δύο καβαλάρηδες «Σκύθες» οδήγησαν την αντιπροσωπεία του Πρίσκου στην κατασκήνωση του Αττίλα στην Παννονία. Οι Βυζαντινοί σε αυτήν την περίπτωση διαχώριζαν προσεκτικά τους Σκύθες από τους Γότθους και τους Ούννους οι οποίοι επίσης ακολουθούσαν τον Αττίλα.

Οι Σαρμάτες, οι Αλανοί και τελικώς οι Οσσέτες θεωρούνταν ως Σκύθες με την ευρεία έννοια του όρου -επειδή μιλούσαν βορειοανατολική ιρανική γλώσσα- αλλά ωστόσο, παρέμεναν διαφορετικοί από τους κανονικούς Σκύθες. Οι Οσσέτες, ο μόνος λαός Ιρανικής καταγωγής που κατοικεί επί του παρόντος στην Ευρώπη, ονομάζουν την πατρίδα τους «Ιρονιστόν» ή «Ιρόν» παρόλο που η Βόρεια Οσσετία φέρει τώρα επισήμως την προσωνυμία «Αλανία». Μιλούν μια βορειοανατολική ιρανική γλώσσα, τα οσσετικά, της οποίας η πιο ευρέως διαδεδομένη διάλεκτος, τα «Ιρόν» ή «Ιρονικά» (βλ. περσικά), διατηρεί κάποιες ομοιότητες με τα γαθικά αβεστανικά, μια άλλη ιρανική γλώσσα του ανατολικού κλάδου. Συγχρόνως, έχει ένα αριθμό από λέξεις που είναι σημαντικά όμοιες με τις αντίστοιχες λέξεις στα σύγχρονα γερμανικά, όπως thau («tauen», λιώνω, όπως το χιόνι) και gau (περιοχή, περιφέρεια).

Παραδόσεις των τουρκογενών Καζάκων και των Γιακουτίων (που αποκαλούν τους εαυτούς τους "Σαχά»), των Μαράθα της Ινδίας, των Πικτών, των Κελτών, των Μαγυάρων, των Σέρβων και των Κροατών (μεταξύ άλλων) περιλαμβάνουν επίσης αναφορές σε σκυθική καταγωγή[εκκρεμεί παραπομπή].

Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ότι όλοι αυτοί οι διαφορετικοί λαοί οι οποίοι αναφέρονται ως «Σκύθες»ή «Σάκα» μιλούσαν ιρανικές γλώσσες ή ότι συνδέονταν γενετικά στο σύνολο αυτών που εξ αρχής μιλούσαν Ιρανικά. Ίσως να είχαν μόνο μια ελίτ που μιλούσε ιρανικά και οι μητρικές γλώσσες των λαών που κυβερνούσαν μπορεί να ήταν τα πρωτογερμανικά, τα πρωτοσλαβικά, οι ινδοαριανικές γλώσσες και/ή ακόμα και τα τοχαρικά (αυτό μπορεί να εξηγήσει την παρουσία των τοχαρικών στα ανατολικά).

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Mayor, Adrienne (2014). The Amazons : lives and legends of warrior women across the ancient world. Princeton: Princeton University Press. ISBN 0691170274. 919479482. 
  2. Ηροδότου Ιστορία 4.6.
  3. Oswald Szemerényi, "Four old Iranian ethnic names: Scythian - Skudra - Sogdian - Saka" (Sitzungsberichte der Österreichischen Akademie der Wissenschaften 371), Vienna, 1980 = Scripta minora, vol. 4, pp. 2051-2093.
  4. 4.73-75
  5. 4:7-13
  6. Στράβων , Γεωγραφία , 11.8.1