Οι δρυΐδες (ή και «δρουίδες») αποτελούσαν την ιερατική τάξη στη Βρετανία, Ιρλανδία και Γαλατία και πιθανόν σε άλλα μέρη της Κελτικής δυτικής Ευρώπης κατά την Εποχή του Σιδήρου. Τα έθιμα των Δρυϊδών αποτελούσαν τμήμα του πολιτισμού όλων των φυλετικών ομάδων που ονομάζονταν «Κέλτοι» και «Γαλάται» από τους Έλληνες και «Celtae» and «Galli» από τους Ρωμαίους, λέξεις οι οποίες εξελίχθηκαν στα σύγχρονα Αγγλικά σε «Celtic» και «Gaulish».

Αρχιδρυΐδης με την επίσημή του ενδυμασία

Ελάχιστα είναι γνωστά για τους αρχαίους δρυΐδες, διότι δεν άφησαν γραπτά μνημεία και η μόνη απόδειξη της ύπαρξής τους είναι κάποιες αναφορές από Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς και ιστορίες γραμμένες από μεταγενέστερους Ιρλανδούς συγγραφείς του Μεσαίωνα. Ενώ υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα σχετικά με τις θρησκευτικές πρακτικές των ανθρώπων της Εποχής του Σιδήρου, ούτε ένα τεχνούργημα ή εικόνα δεν έχει ανακαλυφθεί που μπορεί να συνδεθεί πέρα πάσας αμφιβολίας με τους αρχαίους δρυΐδες. Διάφορες επαναλαμβανόμενες αναφορές στους δρυΐδες εμφανίζονται σε πλήθος Ελληνορωμαϊκών γραπτών, συμπεριλαμβανομένου του ότι προέβαιναν σε ανθρωποθυσίες, πίστευαν σε ένα είδος μετεμψύχωσης και ότι είχαν υψηλή θέση στη Γαλατική κοινωνία. Σχεδόν τίποτα δεν είναι γνωστό σχετικά με την άσκηση της θρησκευτικής λατρείας τους, εκτός της ιεροτελεστίας της βελανιδιάς και του γκυ, όπως περιγράφει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος.

Η πρώτη γνωστή αναφορά στους δρυΐδες χρονολογείται στο 200 π.Χ., αν και η παλαιότερη περιγραφή προέρχεται από τον Ρωμαίο στρατηγό Ιούλιο Καίσαρα στο Commentarii de Bello Gallico (δεκαετία του 50 π.Χ.). Μεταγενέστεροι Ελληνορωμαίοι συγγραφείς επίσης ανέφεραν τους δρυΐδες, συμπεριλαμβανομένου του Κικέρωνα, του Τάκιτου, Ποσειδώνιου του Ρόδιου, Λουκανού, Πομπόνιου Μελά, Ιππολύτου της Ρώμης, Δίωνα του Χρυσόστομου, Στράβωνα, Διονύσιου του Αλικαρνασσέως, Τιμαγένη και του Πλινίου του Πρεσβύτερου.

Μετά την εισβολή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Γαλατία, ο δρυϊδισμός καταστάλθηκε από τη Ρωμαϊκή κυβέρνηση των αυτοκρατόρων του πρώτου αιώνα Τιβέριο και Κλαύδιο και εξαφανίστηκε από τα γραπτά μνημεία μέχρι τον δεύτερο αιώνα, ο Τάκιτος αναφέρει ότι περί το 61 π.Χ. είχε ήδη αρχίσει η καταστολή του δρυϊδισμού και στα Βρετανικά Νησιά.

Οι δρυΐδες εμφανίζονται επίσης σε ορισμένα μεσαιωνικά παραμύθια από την εκχριστιανισμένη Ιρλανδία όπως το Táin Bó Cúailnge, όπου περιγράφονται ως μάγοι οι οποίοι αντιτίθεντο στον Χριστιανισμό.

Οι Δρυΐδες πήραν το όνομα τους από το ιερό δέντρο των Κελτών τη Βελανιδιά (Δρυς), ήταν ιερείς, φιλόσοφοι, νομοθετούσαν αλλά και απένειμαν δικαιοσύνη[1].

Οι σύγχρονες προσπάθειες επαναδόμησης ή αναβίωσης του δρυϊδισμού τον 18ο και 19ο αιώνα ονομάζεται Νεοδρυϊδισμός.

Οι δρυΐδες έχουν γίνει αρκετά γνωστοί στο ευρύ κοινό μέσα από το κόμικς Αστερίξ των Γκοσινί και Ουντερζό, στο οποίο ένας από τους κύριους χαρακτήρες είναι ο δρυΐδης Πανοραμίξ.

Παραπομπές

Επεξεργασία

Stuart Piggot (1994), The Druids.Thames and Hudson.

  1. Διονύσιος Πλατανιάς, Οι μυθολογίες του κόσμου, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2004, σελ. 139

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία